Γραφείο Τύπου
Αθήνα, 04 Νοεμβρίου 2025
Χαιρετισμός του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων, κ. Νικήτα Κακλαμάνη στα εγκαίνια της φωτογραφικής έκθεσης «Ελληνικές αρχαιότητες του Λούβρου»
«πριν από κάποια χρόνια διάβαζα μια δήλωση του λογοτέχνη, κριτικού και ζωγράφου Τζον Μπέργκερ. Εκεί έλεγε πως “αυτό που κάνει τη φωτογραφία μια παράξενη εφεύρεση είναι ότι οι πρώτες ύλες της είναι φως και χρόνος”...
Πιστεύω πως δε θα μπορούσα να βρω καλύτερο πρόλογο από αυτή τη σκέψη για την έκθεση που εγκαινιάζετε σήμερα. Γιατί οι φωτογραφίες της συλλογής «Ελληνικές αρχαιότητες του Λούβρου – με το μάτι τού επισκέπτη» που τραβήχτηκαν από τον Δημήτρη Μάρδα και τον Φρανσουά Μπανζ (François Bange) επικεντρώνονται σε αυτά τα δύο “υλικά”.
Πίσω στον χρόνο λοιπόν και συγκεκριμένα πριν από τη μεγάλη ανακαίνιση του Λούβρου. Το 1980 ο φίλος μου Δημήτρης -φοιτητής τότε και πολύ πριν διαπρέψει ως καθηγητής Οικονομικών και θητεύσει ως υπουργός- μαζί με το συνεργάτη του, διδάκτορα αρχαιολογίας, φωτογράφισαν όλα τα ελληνικά εκθέματα του μουσείου, με ειδική άδεια. 4 μήνες εντατικής δουλειάς με αμέτρητες λήψεις, από τις οποίες σήμερα εκτίθενται 100.
Αυτό ήταν το πρώτο υλικό της ”παράξενης εφεύρεσης” που προανέφερα. Το δεύτερο ήταν το φως.
Με 2 μηχανές Πένταξ (Pentax) και μια Νίκον (Nikon) και χωρίς καμία τεχνική ή τεχνητή παρέμβαση, οι δυο δημιουργοί επένδυσαν πιστά στον οπτικό ρεαλισμό, όπως αυτός υπαγορεύεται από τις φυσικές φωτοσκιάσεις. Και αυτό γιατί ήθελαν να μεταφέρουν τη γνήσια συγκίνηση του επισκέπτη, που προσεγγίζει ευλαβικά τα ελληνικά εκθέματα του Λούβρου.
Έτσι δικαίωσαν την άποψη του Αμερικανού φωτογράφου Άνσελ Άνταμς, ακολουθώντας τη λογική ότι ”υπάρχουν πάντα δυο άνθρωποι σε κάθε φωτογραφία: ο φωτογράφος και ο θεατής”.
Με τον κατάλληλο φακό και με το φυσικό φως στα μάτια, οι δυο τους έφτιαξαν το δικό τους φωτογραφικό ‘μουσείο’:
από τον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ. ή τα αντίγραφα του Φειδία, του Αλκαμένη, του Πραξιτέλη και του Λυσίππου του 5ου και 4ου αιώνα, μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια και τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που υπερέχουν ποσοτικά στις λήψεις.
Ανάμεσά τους ο Έρως, η Αφροδίτη της Μήλου, οι κορμοί νέων, ο νέος Σάτυρος, ο Απόλλων Σαυροκτόνος και εκείνος τού Πιομπίνο, ο Μεγαλέξανδρος και τόσα άλλα...
Περνώντας από το ειδικό τής σημερινής έκθεσης στο γενικό τού Λούβρου, θα ήθελα να κάνω μια μικρή, επίκαιρη παρένθεση, με αφορμή τις πρόσφατες εικόνες του Βρετανικού Μουσείου...
Ο Αλέξανδρος Δουμάς σοφά υποστήριζε πως “η αρχαιότητα είναι η αριστοκρατία της Ιστορίας”. Δεν είναι βέβαια τυχαίο πως τα λόγια αυτά ανήκουν σε έναν Γάλλο...
Γιατί από βρετανικά χείλη, όπως αυτά τού ζωγράφου Φράνσις Μπέικον, ακούσαμε κάποτε πως τα θραύσματα από τα υποτιθέμενα ‘ελγίνεια μάρμαρα’ «μπορεί να μην ήταν και τόσο όμορφα πάνω στον Παρθενώνα αν τον βλέπαμε όπως ήταν αρχικά: στολισμένος σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο»...
Με αφορμή λοιπόν τις έξοχες εικόνες τής σημερινής έκθεσης, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι τα ελληνικά εκθέματα ανά τον κόσμο είναι επί της ουσίας “μετανάστες”.
Μετανάστες από αρπαγές, από οικονομικές ή πολιτικές συναλλαγές και από δικά μας λάθη του παρελθόντος.
Στο εξαιρετικό βιβλίο τής Αλίκης Σαμαρά – Κάουφμαν για τις Ελληνικές Αρχαιότητες στο Μουσείο του Λούβρου, αναφέρεται η μαρτυρία τού φον Κλάιστ που έγραφε πως “θλίβεται κανείς εμπρός σε αυτά τα αγάλματα (...) Ο ουρανός της Γαλλίας φαίνεται να τα βαραίνει, θα ‘λεγε κανείς πως έχουν τη νοσταλγία τής πατρίδας τους, της κλασικής γης που τα είδε να γεννιούνται ή τουλάχιστον τα υιοθέτησε, αυτά τα ορφανά υψηλής γενιάς».
Κι όμως, κυρίες και κύριοι... Το Λούβρο -εδώ και παραπάνω από 2 αιώνες- φιλοξενεί αυτά τα “ορφανά” με σεβασμό, σε μια από τις ωραιότερες, παλαιότερες και πιο ολοκληρωμένες συλλογές αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Παρά τις όποιες δυσκολίες, η Αφροδίτη της Μήλου, η Νίκη τής Σαμοθράκης, ο Ινωπός της Δήλου, η Κόρη της Σάμου, οι Ταναγραίες τής Βοιωτίας, οι πεσσοί της Θεσσαλονίκης, τα ταφικά κτερίσματα της Μακεδονίας και οι Εργαστίνες της θεάς Αθηνάς από τη ζωφόρο του Παρθενώνα, αντιμετωπίζονται με τον προσήκοντα θαυμασμό και εκτίμηση. Και αυτό είναι για εμάς τους Έλληνες μια παρηγοριά που γλυκαίνει την πικρία τής απουσίας τους…
Κλείνοντας με τους δικούς μου προβληματισμούς, ας επιστρέψω στους πρωταγωνιστές αυτής της βραδιάς.
Σε αυτούς θέλω να προσθέσω και το δικό μας “παιδί”, τη Βιβλιοθήκη της Βουλής, που προίκισε την έκθεση με τη δική της πολύτιμη συμβολή:
πρόκειται για 27 σπάνιες εκδόσεις, με περίτεχνα χαρακτικά και εικονογραφικό υλικό από τον 16ο αιώνα έως σήμερα.
Μέσα από αυτές πιστοποιείται και ενδυναμώνεται ο δημιουργικός διάλογος ανάμεσα στον ελληνικό πολιτισμό και στην ευρωπαϊκή λόγια παράδοση, όπως αυτός ξετυλίγεται στον κύριο κορμό τής φωτογραφικής έκθεσης.
Γι’ αυτό λοιπόν, σε όλους τους συμμετέχοντες αξίζουν πολλά και θερμά συγχαρητήρια.
Για αυτή την υπέροχη έκθεση -εδώ στο Καπνεργοστάσιό μας- στην οποία δουλέψαμε ως Βουλή των Ελλήνων,
με τη στήριξη της Φιλοπτώχου Αδελφότητας Ανδρών Θεσσαλονίκης, που την παρουσίασε πέρυσι στη συμπρωτεύουσα, και φυσικά με την αιγίδα τής Γαλλικής Πρεσβείας, θέλω να ευχηθώ ολόψυχα κάθε επιτυχία.
Και είμαι παραπάνω από βέβαιος πως το φως και ο χρόνος που κυλούν μέσα της θα συνεχίσουν να ταξιδεύουν και να προσφέρουν μοναδικές οπτικές και πνευματικές συγκινήσεις, που τις έχουμε τόσο ανάγκη.
Σας ευχαριστώ.»
Επιστροφή