Γραφείο Τύπου
Αθήνα, 1 Μαρτίου 2011
Διεθνής Δικαιοδοσία, Αναγνώριση και Εκτέλεση Αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις
Η Αντιπρόεδρος της Βουλής και Πρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων κα Ροδούλα Ζήση, προήδρευσε στην κοινή συνεδρίαση της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης με αντικείμενο την εξέταση της πρότασης Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Η συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε παρουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Χάρη Καστανίδη, ο οποίος ενημέρωσε τα μέλη των δύο Επιτροπών για τις θέσεις και τις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης και απάντησε στις ερωτήσεις και τις επισημάνσεις τους.
Στην εισήγησή της, η κα Ζήση επεσήμανε μεταξύ άλλων τα εξής: «Η πρόταση Κανονισμού που αποτελεί το αντικείμενο της σημερινής συνεδρίασης στοχεύει στην αναθεώρηση του Κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος είναι γνωστός ως Βρυξέλλες Ι. Ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι αποτελεί το θεμέλιο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα υποθέσεων, το οποίο περιλαμβάνει τις συμβατικές απαιτήσεις, τις απαιτήσεις λόγω αδικοπραξίας και τις εμπράγματες απαιτήσεις. Δηλαδή, ο Κανονισμός καλύπτει τη διασυνοριακή πτυχή κλάδων του δικαίου που αποτελούν το μείζον μέρος των διαφορών που εκδικάζονται στα ελληνικά δικαστήρια.
Ο Κανονισμός προσδιορίζει το πλέον κατάλληλο δικαστήριο για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών και διευκολύνει την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης. Γενικότερος στόχος της υπό εξέταση αναθεώρησης είναι να αναπτυχθεί περαιτέρω ο ευρωπαϊκός χώρος δικαιοσύνης, με την άρση των εμποδίων στην αναγνώριση και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Πρόκειται για στόχο που περιλαμβάνεται στο Πρόγραμμα της Στοκχόλμης. Ειδικότερα, η πρόταση αποσκοπεί στη διευκόλυνση της επίλυσης των διασυνοριακών διαφορών στην Ένωση και, με αυτήν την έννοια, έχει και ένα οικονομικό στόχο, δεδομένου ότι αφορά σε υποθέσεις αστικής και εμπορικής φύσεως με, κατά κανόνα, οικονομικό αντικείμενο.
Βεβαίως, όπως άλλωστε σε όλες τις περιπτώσεις εξέτασης ευρωπαϊκών νομοθετημάτων που αφορούν στην απονομή της Δικαιοσύνης, ισχύει και εδώ η επισήμανση ότι υπάρχει μια πολύ λεπτή ισορροπία μεταξύ εκείνων των πτυχών της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, όπου η Ένωση έχει την αρμοδιότητα να παρεμβαίνει νομοθετικά, και σε εκείνες που οφείλουν να παραμείνουν αποκλειστικά εντός της σφαίρας της αρμοδιότητας των κρατών μελών. Η τήρηση αυτής της ισορροπίας όσον αφορά στην προκείμενη πρόταση Κανονισμού αποτελεί ένα από τα αντικείμενα της σημερινής συνεδρίασης. Από τη μια πλευρά, η ανάγκη ενός minimum κοινού πλαισίου είναι θεμιτή επιδίωξη. Από την άλλη πλευρά, η αναθεώρηση προχωρά σε εύρος και βάθος, ειδικά όσον αφορά στην κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας για την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων, με εξαίρεση τις αποφάσεις σε υποθέσεις δυσφήμισης και σε συλλογικές αγωγές αποζημίωσης.
Επιπλέον, το υπό εξέταση ζήτημα άπτεται και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και ως τέτοιο παρουσιάζει, ιδιαίτερο ενδιαφέρον και από θεσμική άποψη, πέραν της τυπικής εξέτασης της τήρησης της αρχής της επικουρικότητας. Πράγματι, η πρόταση Κανονισμού θεωρεί σκόπιμο να κάνει ειδική μνεία στο σεβασμό και στην καλύτερη νομική κάλυψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και του δικαιώματος σε αμερόληπτο δικαστήριο, όπως ορίζεται στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, το ερώτημα που καλείται να εξετάσει η Βουλή είναι όχι μόνο εάν η πρόταση Κανονισμού συνάδει ή όχι με την αρχή της επικουρικότητας, αλλά και με ποιους τρόπους, ιδίως σε επίπεδο νομικής πράξης, θα επιδράσει στον τρόπο διεξαγωγής της δίκης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης».
Επιστροφή