Γραφείο Τύπου
Αθήνα, 5 Οκτωβρίου 2011
Διάσκεψη των Επιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων

Στη Διάσκεψη των Eπιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων (COSAC), που πραγματοποιήθηκε στη Βαρσοβία 2-4 Οκτωβρίου, συμμετείχε πενταμελής αντιπροσωπεία της Βουλής των Ελλήνων αποτελούμενη από τη Β’ Αντιπρόεδρο της Βουλής και Πρόεδρο της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, βουλευτή Μαγνησίας κ. Ροδούλα Ζήση, τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, βουλευτή Λαρίσης κ. Μάξιμο Χαρακόπουλο, το βουλευτή Αθηνών κ. Σπύρο Κουβέλη, το βουλευτή Αθηνών κ. Αθανάσιο Πλεύρη, καθώς και τη βουλευτή Πειραιώς κ. Διαμάντω Μανωλάκου.
Κατά τις εργασίες της Διάσκεψης, συζητήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι Δημοσιονομικές Προοπτικές της Ε.Ε. στα πλαίσια της ατζέντας 2014-2020, από την άποψη του Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού και της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνοχής, ενώ εξετάστηκε η πρόοδος της πολωνικής Προεδρίας της Ε.Ε. Η ελληνική Αντιπροσωπεία, με τις παρεμβάσεις της. στήριξε την ανάγκη μιας εποικοδομητικής διακοινοβουλευτικής συνεργασίας με στόχευση στην αρμονική συμβίωση, στην ασφάλεια και στην ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή.
Ειδικότερα, η επικεφαλής της ελληνικής Αντιπροσωπείας κ. Ροδούλα Ζήση, με πολλαπλές παρεμβάσεις της, αφού συνεχάρη την πολωνική Προεδρία, τόνισε ότι ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι ένας προϋπολογισμός συνοχής και να συνδέεται με τη σύγκλιση και την ανάπτυξη για την επίτευξη μιας «καλύτερης Ευρώπης». Στη συνέχεια, επεσήμανε, ότι θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα εργαλεία, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που πλήττει την Ευρώπη, επαναφέροντας το θέμα του Ευρωομολόγου ως μια λύση αλληλεγγύης ανάμεσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ενώ τόνισε ότι η στήριξη του Ευρώ, στην παρούσα κατάσταση, είναι θέμα όχι τεχνικό αλλά και θεσμικό. «Οι δημοσιονομικές προοπτικές της Ένωσης οφείλουν να συνδεθούν με το ευρύτερο, πολιτικό ζήτημα της διαμόρφωσης μιας θεσμικά άρτιας και επαρκούς Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης», δήλωσε χαρακτηριστικά η κυρία Ζήση. Εξάλλου, εξετάζοντας το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο από την άποψη της πολιτικής συνοχής, η Αντιπρόεδρος της Βουλής ζήτησε μεγαλύτερη τόλμη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ανάδειξη της χωρικής διάστασης, η οποία θα συνδράμει στην αντιμετώπιση των χωρικών επιπτώσεων των δημογραφικών μεταβολών και της κλιματικής αλλαγής. «Η ενίσχυση της χωρικής διάστασης της Πολιτικής Συνοχής οφείλει να λάβει υπόψη ότι η νησιωτικότητα αποτελεί οριζόντιο θέμα που απαιτεί ειδική μέριμνα στις πολιτικές ανάπτυξης».
Η κυρία Ζήση συμφώνησε με τον Υπουργό Εξωτερικών της Πολωνίας για έλλειμμα αξιοπιστίας μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στις αγορές και στη Διεθνή Κοινότητα, το οποίο μπορεί να καλυφθεί μόνο αν η Ευρωπαϊκή Ένωση μετεξελιχθεί σε οικονομική, πολιτική και κοινωνική οντότητα με αλληλεγγύη και συνοχή.
Ο κ. Χαρακόπουλος, στην παρέμβασή του τόνισε, ότι εν τω μέσω μιας πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης, η Ε.Ε. οφείλει να ενισχύσει τις πολιτικές κοινωνικής συνοχής. Υποστηρίζοντας την πρόταση της Επιτροπής για την Πολιτική Συνοχής 2014-2020, παρατήρησε εν τούτοις, πρώτον, ότι η επιβολή προϋποθέσεων όπως η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, για τις οποίες τα κράτη-μέλη έχουν δεσμευτεί στο Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεών τους, δεν πρέπει να είναι όρος για χρηματοδότηση μέσω των διαρθρωτικών ταμείων, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο τιμωρούνται οι περιφέρειες για ενδεχόμενες καθυστερήσεις της κεντρικής κυβέρνησης και, δεύτερον, ότι όσον αφορά στις δημοσιονομικές προοπτικές 2014-2020, και δεδομένης της δυσχερούς οικονομικής συγκυρίας, το Ταμείο Συνοχής της Ε.Ε. θα πρέπει να καλύπτει και εκείνα τα κράτη-μέλη που έχουν προσφύγει σε μηχανισμό στήριξης της οικονομίας τους, ανεξαρτήτως ΑΕΠ.
Ο κ. Κουβέλης, αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο σκέλος της συνοχής, το οποίο είναι εκείνο που μπορεί να οδηγήσει στην πραγματική έξοδο από την κρίση μέσω της υποστήριξης πραγματικής ενδογενούς ανάπτυξης στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, υπογράμμισε ότι, για να αξιοποιήσει την πολιτική συνοχής, η Ε.Ε. θα πρέπει να επενδύσει σε τομείς όπου κατέχει συγκριτικό πλεονέκτημα, αναφέροντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τον τομέα της Ενέργειας, όπου η Ευρώπη έχει να διαλέξει ανάμεσα σε δυο επιλογές: να επενδύσει στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), όπου έχει σαφές συγκριτικό τεχνολογικό και οικονομικό πλεονέκτημα ή να οδηγηθεί σε μια ολοκληρωτική ενεργειακή εξάρτηση από άλλες χώρες, όπως η Ρωσία και οι χώρες της Κεντρικής Ασίας.
Στην παρέμβασή του, ο κ. Πλεύρης υπογράμμισε την απουσία πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ τόνισε την ανάγκη ισχυρής πολιτικής ηγεσίας που θα είναι σε θέση να λάβει τις δύσκολες, αλλά αναγκαίες αποφάσεις με τρόπο υπεύθυνο και ανεξαρτήτως του όποιου πολιτικού κόστους στο εσωτερικό των κρατών-μελών, καθώς, πολύ συχνά, προβλήματα με σαφή ευρωπαϊκό χαρακτήρα αντιμετωπίζονται με κριτήρια εσωτερικών πολιτικών προτεραιοτήτων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επάρκεια των αποφάσεων της Ε.Ε.
Τέλος, η κ. Μανωλάκου, τόνισε ότι η πρόταση για την Κοινή Αγροτική Πολιτική συνεπάγεται μείωση πόρων σε έναν στρατηγικό οικονομικό τομέα, σε μια εποχή όπου η οικονομική κρίση βαθαίνει και οι αντιθέσεις οξύνονται εντός και εκτός των κρατών, ενώ έθεσε το ερώτημα εάν τελικά η πολιτική συνοχής έχει οδηγήσει σε όξυνση ή άμβλυνση των ανισοτήτων μεταξύ και εντός των κρατών-μελών.
Επιστροφή