Ενημέρωση

Ομιλίες Προέδρου Βουλής


8 Δεκεμβρίου 2021

Ομιλία του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων κ. Κωνσταντίνου Αν. Τασούλα στην εκδήλωση του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία με θέμα «Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος, το Υπουργείο Εξωτερικών και η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ»

 

Κυρίες και κύριοι,

Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία σήμερα, πολύ καταλλήλως και πολύ σωστά, αφιερώνει την εκδήλωσή του σε έναν κορυφαίο εκπρόσωπο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τον αείμνηστο Βύρωνα Θεοδωρόπουλο.

Η εκδήλωση του Ιδρύματος της Βουλής αφορά τη συμβολή του στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, χωρίς αυτό να εξαντλεί την προσφορά του. Διότι ο Βύρων Θεοδωρόπουλος υπηρέτησε στο Υπουργείο Εξωτερικών και απετέλεσε έναν αποφασιστικό παράγοντα διαχειρίσεως όχι μόνο της εντάξεως της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες αλλά και των ελληνοτουρκικών σχέσεων, των οποίων θεωρείται όχι απλώς γνώστης αλλά μύστης.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική βασικά είχε σταθερό προσανατολισμό μετά την θεμελιώδη επιλογή από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, για την ένταξη της χώρας στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες, που δεν ήταν απλή επιλογή, γιατί δεν ήταν μονόδρομος, διότι υπήρχε και ο πειρασμός της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) που είχε σημαντικές χώρες ως μέλη, τη Μεγάλη Βρετανία κυρίως, και που κανείς δεν ήξερε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ποια από τις δύο οντότητες θα είχε και διάρκεια και προσφορότητα και χρησιμότητα. Ωστόσο η επιλογή του να ακολουθηθεί η πορεία προς τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και όχι προς την ΕΖΕΣ ήταν μία επιλογή όχι κληρώσεως, αλλά συνειδήσεως και βαθύτατα πολιτική, που δικαιώθηκε, κι αυτή η πολιτική ήταν συναρτημένη τότε με την αγχώδη προσπάθεια της χώρας να επιτύχει την οικονομική ανάπτυξη, ένα θέμα το οποίο βασάνιζε τους ταγούς της εξωτερικής πολιτικής, υπηρεσιακούς και πολιτικούς, ιδίως καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, όταν το κυπριακό ζήτημα είχε σχεδόν απορροφήσει όλη την ικμάδα της εξωτερικής μας πολιτικής, η οποία ήθελε να επιλύσει αυτό το σοβαρό εθνικό θέμα και για τον πρόσθετο λόγο της απερίσπαστης ενασχόλησης της χώρας, μετά απ’ αυτό, με την επίτευξη της περιπόθητης οικονομικής ανάπτυξης.

Η πορεία της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες είχε την γνωστή περιπέτεια του «παγώματος» κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας και εν συνεχεία την προσπάθεια το χαμένο έδαφος να κερδηθεί, ιδίως διότι μετά τη μεταπολίτευση υπήρχαν και άλλες χώρες μεσογειακές, της Ιβηρικής Χερσονήσου, οι οποίες, λίγο-πολύ με τις ίδιες εμπορικές και γεωργικές επιτεύξεις της Ελλάδος, διεκδικούσαν την είσοδο και η χώρα έπρεπε να πάρει μια προτεραιότητα, την οποία και τελικώς πήρε μαζί με επαρκή μεταβατική περίοδο προσαρμογής.

Στη Μεταπολίτευση, δύο ήταν τα κυρίαρχα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, η ασφάλεια της χώρας εν σχέσει με την ελληνοτουρκική κρίση και η είσοδος στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος χειρίστηκε και τα δύο θέματα. Είναι γνωστό ότι μετά τη συνάντηση Καραμανλή-Ετσεβίτ στο Μοντραί, το 1978, έγινε μία προσπάθεια που δεν καρποφόρησε, να διευθετηθεί το θέμα της υφαλοκρηπίδος με την Τουρκία, μετά την ανεπιτυχή έκβαση της Χάγης, λόγω του ότι δεν υπεγράφη συνυποσχετικό. Αυτή η προσπάθεια δεν ευδοκίμησε, αλλά ο Βύρων Θεοδωρόπουλος ήταν κι εδώ πρωταγωνιστής, σε αυτή τη σοβαρή απόπειρα, μαζί με έναν γνωστό Τούρκο διπλωμάτη, τον Σουκρού Ελεγκτάγκ (Şükrü Elekdağ). Κι ενώ είχε αυτές τις αρμοδιότητες, λόγω γνώσεων και πείρας και αρμοδιότητος περί τα ελληνοτουρκικά, ήταν ταυτόχρονα και επικεφαλής της ΚΕΔ –όπως ελέγετο τότε– της Κεντρικής Επιτροπής Διαπραγματεύσεων για την ένταξη της χώρας μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

Η ένταξη της χώρας μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες δεν ήταν ακριβώς μόνο πολιτική. Είχε και βαθιά υπηρεσιακή προεργασία. Μπορεί το επιστέγασμα των λόγων της εντάξεως να είχε έντονη πολιτική και προσωπική χροιά, εν σχέσει με την παρέμβαση, την προσωπικότητα και τις διεθνείς σχέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά εάν δεν υπήρχε ένα υπόβαθρο που προετοιμάστηκε υπηρεσιακά από ανθρώπους κυρίως σαν τον Θεοδωρόπουλο, η πολιτική παρέμβαση δεν θα είχε αυτή την λυσιτελή έκβαση. Και οφείλουμε εδώ να θυμηθούμε ότι όλη αυτή η προεργασία έγινε χάρη στο νόμο 445 του 1976, ο οποίος αφεώρα την εκπροσώπηση της χώρας μας στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες, και στη διοικητική προετοιμασία της χώρας, όπου καθορίστηκε ως αρμόδιο το Υπουργείο Συντονισμού, στο οποίο εδόθησαν σημαντικές εξουσίες, και οργανώθηκε η Κεντρική Επιτροπή Διαπραγματεύσεων. Και οφείλουμε εδώ να πούμε ότι πρόσωπα όπως ο Θεοδωρόπουλος, κορυφαία, υπήρξαν επίσης δίπλα του οι αείμνηστοι Κυριαζίδης, Ευρυγένης, Βάρφης, Ανδρεόπουλος, Κοντογεώργης, άνθρωποι οι οποίοι, όπως ο Πρέσβης Τρανός πριν τη δικτατορία, σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία Γεωργίας, Εμπορίου και Οικονομικών, προετοίμασαν την ευδοκίμηση της εντάξεως της χώρας, η οποία προφανώς στηρίχτηκε τελικά στο ότι όταν κόπηκε το νήμα, το στέρνο που έκοψε αυτό το νήμα ήταν του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Ο Άγγελος Βλάχος, ένας άλλος διακεκριμένος διπλωμάτης και λογοτέχνης, γράφει στα βιβλία του ότι τρεις είναι οι υπηρεσίες στο Κράτος που δουλεύουν κατ’ εξοχήν: το Γενικό Επιτελείο Στρατού, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και το Υπουργείο Εξωτερικών. Ήθελε να πει μ’ αυτό ότι είναι αυτό το τρίπτυχο των υπηρεσιών οι κατ’ εξοχήν υπηρεσίες, που λόγω παραδόσεως, λόγω δομής, λόγω καθημερινής ανάγκης να ανταποκριθούν σε ένα σημαντικό έργο, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή απόδοσης των κρατικών υπηρεσιών.

Ένας από τους λόγους που το Υπουργείο Εξωτερικών έχει αυτή την αναγνώριση –και μετέπειτα και σήμερα– είναι γιατί αποτελείται από εξέχουσες προσωπικότητες, οι οποίες συνεχίζουν μια λαμπρή παράδοση στελεχών όπως ο Θεοδωρόπουλος. Θυμάμαι ότι στο περίφημο βιβλίο που έγραψε με τον Αλεξανδράκη και τον Σταθάτο για το Κυπριακό, με τον τίτλο «Ενδοσκόπηση», ο Θεοδωρόπουλος μιλάει για την ανακίνηση του Κυπριακού το 1950 –ήταν τότε Γραμματεύς στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδος στον ΟΗΕ– και ανήσυχος γι’ αυτή την ανακίνηση εκείνη την εποχή –η Ελλάδα ήταν ακόμη ασταθής– ρώτησε τον προϊστάμενό του Πρέσβη πώς θα αντιδράσει η Τουρκία σ’ αυτή την απόπειρα. Ήταν τότε που έγινε το δημοψήφισμα και εν συνεχεία ησκούντο πιέσεις για προσφυγή στον ΟΗΕ. Και ο προϊστάμενός του του είπε: «Ποια Τουρκία; Τι δουλειά έχει η Τουρκία με το Κυπριακό;»

Το 1954 πήγε Πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη. Και εκεί διαπίστωσε κάτι το οποίο με την εμπειρία του και τις γνώσεις του το υποπτευόταν –γιατί δεν συμμεριζόταν εκείνη την καθησυχαστική ερώτηση του προϊσταμένου του στη Νέα Υόρκη– ότι δηλαδή όλη η υπερένταση του τουρκικού Τύπου εις βάρος της Κύπρου, της Ελλάδος, και όλο το απειλητικό ρεπερτόριο των τουρκικών πρωτοσέλιδων κατά της Ελλάδος καθοδηγείτο από το Γραφείο Τύπου του Προξενείου της Μεγάλης Βρετανίας. Κι είχε πολύ νωρίς κατανοήσει ότι όλη αυτή η ιστορία είχε τόσο δύσκολες διαστάσεις –όχι ακατάβλητες, αλλά εξαιρετικά δύσκολες– και ότι η εξέλιξη του Κυπριακού θα ήταν μέσα στις μυλόπετρες ή τις συμπληγάδες πέτρες και της αγγλικής αποικιοκρατίας, η οποία ήθελε να κρατήσει έστω το τελευταίο προπύργιο, αλλά και της τουρκικής αδιαλλαξίας, οι οποίες ήταν σε στενή συνεργασία. Είχε συνεπώς πλήρη επίγνωση όλων των μεγάλων θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής. Και όταν του ανετέθη η διαχείριση της εντάξεως της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, αντιλαμβανόταν πλήρως ότι αυτό αφεώρα και τα αγροτικά προϊόντα και τη βιομηχανία και την ανταγωνιστικότητα που θα επήρχετο αναγκαστικά λόγω του σταδιακού δασμολογικού αφοπλισμού, αλλά αφεώρα και την ασφάλεια της χώρας. Συνεπώς ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, όπου με την εργατικότητα, τις διεθνείς επαφές, τη διορατικότητα, την εκτίμηση που του είχε η τότε πολιτική ηγεσία, η οποία ΥΠΟΛΟΓΙΖΕ –και το λέω με κεφαλαία γράμματα– τις απόψεις των υπηρεσιακών παραγόντων, κάτι το οποίο δυστυχώς δεν είναι αυτονόητο, διαχρονικά στην Ελλάδα, κατάφερε να πρωτοστατήσει στη μεγάλη επιτυχία της πλήρους εντάξεως της χώρας μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες νωρίτερα από τις χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου, οι οποίες ήταν ανταγωνιστικές ως προς αυτό για τη χώρα μας.

«Αποφοίτησε» –για να δανειστώ πάλι μια λέξη του Άγγελου Βλάχου– από το Υπουργείο Εξωτερικών τριάντα χρόνια πριν πεθάνει. Αλλά συνέχισε μέσω των γραπτών του, της αρθρογραφίας του, των παρεμβάσεών του, να ασκεί στην ουσία εξωτερική πολιτική και να διδάσκει με την πλούσια και γόνιμη εμπειρία του όλους εμάς, και τους διαδόχους του στο Υπουργείο Εξωτερικών, για τα θέματα που αφορούσαν τις διεθνείς σχέσεις, τα ελληνοτουρκικά κυρίως, που τα ήξερε πολύ καλά –ήξερε πολύ καλά την Τουρκία και μας δίδαξε για την Τουρκία– αλλά και τα υπόλοιπα θέματα που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική.

Το ότι το Ίδρυμα της Βουλής σήμερα κάνει αυτή την εκδήλωση είναι μια ένδειξη ελάχιστης τιμής στη μνήμη ενός από τους πιο ξεχωριστούς Έλληνες διπλωμάτες του προηγούμενου αιώνος, ο οποίος άσκησε τα καθήκοντά του με τρόπο παραγωγικό, αλλά και άφησε τις παρακαταθήκες του περί την εξωτερική πολιτική επίσης κατά τρόπο παραγωγικό. Μια σπαρακτική αποτίμηση κάθε ενός που αφήνει μια παρακαταθήκη η οποία δεν εισακούγεται περιγράφεται σε ένα απαισιόδοξο ποίημα του Καρυωτάκη: «Μόνο θα μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι, δέκα μονάχα στίχοι μας θα μείνουνε, καθώς τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη, κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός». Η παρακαταθήκη του Βύρωνος Θεοδωρόπουλου δεν είχε αυτή την τύχη. Είχε την τύχη να προσεχθεί, να εκτιμηθεί και να αξιοποιηθεί. Και επειδή σήμερα το Ίδρυμα της Βουλής, κύριε Ευάνθη Χατζηβασιλείου, αγαπητοί και εκλεκτοί συνεργάτες και ομιλητές, συμβάλλει εις την περαιτέρω αξιοποίηση αυτής της πολύτιμης παρακαταθήκης για τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, τον ιεροφάντη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω και να σας συγχαρώ.





Επιστροφή
 
Η Διαδικτυακή Πύλη της Βουλής των Ελλήνων χρησιμοποιεί cookies όπως ειδικότερα αναφέρεται εδώ