Ενημέρωση

Ομιλίες Προέδρου Βουλής


Χαιρετισμός (16 Απριλίου 2010)

του Προέδρου της Βουλής κ. Φίλιππου Πετσάλνικου στο συμπόσιο που διοργανώνει το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων και η Γερμανική Πρεσβεία στο Ινστιτούτο Γκαίτε με θέμα«Ορόσημα των Ελληνο-γερμανικών σχέσεων»

Με ιδιαίτερη χαρά βρίσκομαι εδώ σήμερα για τις εργασίες του συμποσίου με τίτλο «Ορόσημα των ελληνο-γερμανικών σχέσεων» και τη σχετική έκθεση που παρουσιάζεται στο πλαίσιο του συνεδρίου.
Η έκφραση της χαράς μου για τη σημερινή εκδήλωση δεν είναι τυπική, αφού αγγίζει μια σημαντική πτυχή της ελληνικής ιστορίας, αλλά – θα μου επιτρέψετε να πω – και ένα μεγάλο κεφάλαιο της προσωπικής ζωής και πορείας πολλών από εμάς που είμαστε σήμερα εδώ.
Τόσο ο Πρόεδρος κ. Παπούλιας, όσο και άλλοι από τους παριστάμενους επιφανείς προσκεκλημένους και επιστήμονες, καθώς και ο υποφαινόμενος, έχουμε σχέσεις με τη Γερμανία και τον γερμανικό πολιτισμό, από τον οποίο πολλά κερδίσαμε και στον οποίο πολλοί Έλληνες έχουν προσφέρει επίσης πολλά. 
Όταν μιλούμε σήμερα για ελληνο-γερμανικές σχέσεις, τις αντιλαμβανόμαστε ως σχέσεις δύο ανεξάρτητων, ευρωπαϊκών κρατών, μελών ενός ευρύτερου σχηματισμού, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο, οι δύο πολιτισμοί συναντώνται και αλληλεπιδρούν αιώνες πριν, όταν ούτε η Γερμανία, ούτε και η Ελλάδα υπήρχαν ως ενιαία κράτη, όπως είναι σήμερα.
Η γερμανική διανόηση ανακαλύπτει με συστηματικό τρόπο τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό από την Αναγέννηση και εντεύθεν, με αποκορύφωμα τον 18ο αιώνα, όπου το ενδιαφέρον για την Ελλάδα φτάνει στο απόγειό του.
Αυτό που στην αρχή εκδηλώνεται ως απλός θαυμασμός για την αρχαία ελληνική τέχνη, την αισθητική, την έννοια του «κάλλους», ωριμάζει μέσα από την αφοσίωση σημαντικών Γερμανών διανοούμενων και φιλολόγων προς την κατεύθυνση ενός ανυπολόγιστης αξίας ερευνητικού έργου, που, θα έλεγε κανείς, αναγέννησε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τον απέδωσε εκ νέου στην Ευρώπη του Διαφωτισμού.
Το ελληνικό πνεύμα λειτούργησε ως μοντέλο και πηγή έμπνευσης για τον γερμανικό πολιτισμό, σε μια εποχή που στην Ευρώπη αναδυόταν το φλέγον ζήτημα των εθνικών ταυτοτήτων.
Από την άλλη, η προεπαναστατική Ελλάδα ανακάλυπτε, μέσα από το βλέμμα των Γερμανών, ένα χαμένο είδωλο του εαυτού της, που μετέπειτα αποτέλεσε κομβικό στοιχείο της εθνικής ιδεολογίας και της διαμόρφωσης του ελληνικού κράτους.
Ο φιλελληνισμός των Γερμανών διανοούμενων, που εξαπλώθηκε στην Ευρώπη των εθνικών κινημάτων, βοήθησε σημαντικά την υπόθεση της ελληνικής επανάστασης.
Όπως βέβαια είναι φυσικό, η αμοιβαία εξιδανίκευση κάποτε προσκρούει στην πραγματικότητα. Ο ερχομός του Όθωνα σε μια Ελλάδα που πολύ απείχε από το ιδανικό της αρχαίας πόλης, και ο γερμανικός παρεμβατισμός, καθώς το νέο κράτος επιχειρούσε να συγκροτηθεί με σύγχρονους όρους, επιβεβαίωσαν ότι καμία σχέση δεν μπορεί να διατηρηθεί επί μακρόν ανέφελη.
Τα τελευταία 150 χρόνια οι ελληνογερμανικές σχέσεις ακολουθούν εν πολλοίς τα κύματα της ευρωπαϊκής ιστορίας, κρατώντας όμως πάντοτε ένα προνομιακό πεδίο επικοινωνίας σε ό,τι αφορά τις τέχνες και τα γράμματα, τις ακαδημαϊκές ανταλλαγές, την αρχαιολογική έρευνα.
Τόσο στις αρχές του 20ου αιώνα, όσο και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Έλληνες επιστήμονες, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, αλλά και οι επιχειρηματίες, κράτησαν ανοιχτούς και ζωντανούς τους διαύλους επικοινωνίας με τον γερμανικό λαό και πολιτισμό, με βεβαιωμένο εκατέρωθεν κέρδος.
Το βάθος των σχέσεων που είχαν εδραιωθεί, ακόμη και μέσα στις κατά καιρούς κρίσεις και αντιφάσεις, ίσως και να εξηγεί εν μέρει τη σχετικά μικρή περίοδο επούλωσης τραυμάτων από τη βάρβαρη γερμανική κατοχή.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο, ο ελληνικός λαός χρειάστηκε να εργαστεί σκληρά για να αποκαταστήσει την καθημαγμένη χώρα. Αλλά και ο γερμανικός λαός έβγαινε από τα ερείπια και έπρεπε να αναμετρηθεί και με τις ενοχές του παρελθόντος και με την προοπτική του μέλλοντος.
Στα χρόνια της μεταπολεμικής ανάπτυξης, οι Έλληνες μετανάστες βρήκαν διέξοδο σε μεγάλο ποσοστό στη Γερμανία και συνέβαλαν, αφενός στην αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και από την άλλη στο μεταπολεμικό «θαύμα» της ανοικοδόμησης της γερμανικής οικονομίας.
Προσωπικά γνώρισα τη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ως εργάτης σε εργοστάσιο και μεταπτυχιακός φοιτητής ταυτόχρονα.
Ήταν η Γερμανία της περιόδου εκείνης, χώρα υποδοχής εργατικής δύναμης (δίλημμα της τότε: ενσωμάτωση ή επιστροφή των εργατών στις χώρες προέλευσης) αλλά και χώρα υποδοχής σπουδαστών.
Ήταν η χώρα που οικοδομούσε υποδειγματικά μία σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία και ταυτόχρονα αποτελούσε καταφύγιο για αντιστασιακούς (λόγω της δικτατορίας) από την Ελλάδα.
Ήταν η Γερμανία που η νεότερη γενιά κουβαλούσε συναισθηματικά την ευθύνη της ενοχής του «προπατορικού αμαρτήματος» των προηγούμενων γενεών του ναζισμού.
Ήταν η Γερμανία της ανοικοδόμησης του κοινωνικού κράτους.
Αργότερα, στην δεκαετία του ’80 γνωρίζαμε την Γερμανία που πρωταγωνιστούσε στα ευρωπαϊκά δρώμενα και στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
 
Οι εξελίξεις στο τέλος της δεκαετίας του ’80 –αρχές της δεκαετίας του ’90, άλλαξαν τον χώρο της Ευρώπης και οδήγησαν στην επανενοποίηση της Γερμανίας.
Αυτό το γεγονός επηρέασε καθοριστικά κατά την άποψή μου τη Γερμανία:
-ενισχύοντας την αυτοπεποίθησή της,
-μειώνοντας την «εξάρτηση» από τις ΗΠΑ,
-θέτοντας τη χώρα, και ιδιαίτερα την οικονομία της μπροστά σε νέες προκλήσεις, όχι μόνο λόγω της παγκοσμιοποίησης, αλλά και της ανάγκης επίλυσης προβλημάτων όπως το διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης ανάμεσα στο δυτικό και ανατολικό τμήμα της χώρας.
 
Η δημιουργία της Ο.Ν.Ε και η διεύρυνση της Ε.Ε. κυρίως προς ανατολάς άνοιξαν ένα νέο πεδίο για την οικονομία της Γερμανίας.
Οι σχέσεις Ελλάδας Γερμανίας όλο αυτό το διάστημα ενισχυόταν ακόμη περισσότερο. Καθοριστικής σημασίας ήταν οι θέσεις της Γερμανίας σε θέματα ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως για την ένταξη της Ελλάδας στην Ο.Ν.Ε. καθώς και την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.
 
Αιφνιδίως όμως, πριν από δυόμιση περίπου μήνες, ξέσπασε μια «καταιγίδα» θα έλεγα, αρνητικών δημοσιευμάτων αλλά και δηλώσεων ορισμένων γερμανών πολιτικών σε βάρος της Ελλάδας και των Ελλήνων συλλήβδην, με αφορμή το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.
Δεν θα φανταζόμουν ποτέ, ότι θα υπήρχε περίπτωση να διαβάσω και να ακούσω τόσες αρνητικές, πολλές φορές αναληθείς και ακόμη χειρότερο απαξιωτικές αναφορές για την Ελλάδα και τους Έλληνες αναφορές σε γερμανικά ΜΜΕ.
Απλοποιήσεις, γενικεύσεις, αναλήθειες, ειρωνείες, που ξέφευγαν από τα πλαίσια της κριτικής και έθιγαν την αξιοπρέπεια συλλήβδην των Ελλήνων και τον ελληνικό πολιτισμό ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
Εκείνο που με εξέπληξε ήταν, ότι τέτοιες αναφορές δεν υπήρξαν μόνο σε «λαϊκιστικά» έντυπα, αλλά ακόμη και σε «σοβαρά» και «έγκριτα» ΜΜΕ.
Αντιλήφθηκα, ότι αυτό το «μπαράζ» των αρνητικών  δηλώσεων και δημοσιευμάτων δημιουργούσε κινδύνους και κυρίως τον κίνδυνο να πληγωθούν οι σχέσεις ανάμεσα στους δύο λαούς, ανάμεσα στους πολίτες των δύο χωρών.
 Κάλεσα στις 25 Φεβρουαρίου τον Πρέσβη κ. Schultheiss για να του εκφράσω αυτήν την ανησυχία μου, κυρίως για τις δηλώσεις ορισμένων πολιτικών   που αναπαρήγαγαν το αρνητικό κλίμα και «έριχναν λάδι στην φωτιά». Αναγκάσθηκα να δώσω σωρεία συνεντεύξεων και δηλώσεων σε γερμανικά ΜΜΕ.
Με ιδιαίτερη ικανοποίηση διαπίστωσα, ότι η λογική, η σύνεση και η σοφία θα έλεγα, δεν είχαν λείψει και από γερμανικής πλευράς.
 Οι δηλώσεις του ιδίου, του Πρέσβη, η δημόσια δήλωση επίσης και η προσωπική επιστολή που μου απέστειλε ο Πρόεδρος του Bundestag Prof. Lamert στις 7 Μαρτίου και οι δηλώσεις κάποιων άλλων παραγόντων της δημόσιας ζωής στην Γερμανία επέδρασαν θετικά, αλλά δεν ήταν δυνατόν να αντιστρέψουν από μόνες τους το αρνητικό κλίμα. Δεν βοηθούσε άλλωστε ιδιαίτερα και η στάση της Γερμανικής Κυβέρνησης που ορισμένες φορές εξέπεμπε ακαμψία, και διστακτικότητα που καθυστερούσε την λήψη αποφάσεων στα πλαίσια της αναγκαίας ευρωπαϊκής αλληλεγγύης προς την δοκιμαζόμενη από τις επιθέσεις των κερδοσκόπων της διεθνούς αγοράς Ελλάδα.
Θέλω να πιστεύω, ότι με την συμβολή όλων μας και κυρίως όσων συμβάλλουν στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης (κυρίως πολιτικών και δημοσιογράφων, αλλά όχι λιγότερο και των ανθρώπων του πνεύματος) θα καταστεί δυνατόν να επανορθώσουμε σε σημαντικό βαθμό την ζημιά που επήλθε. Γιατί δυστυχώς «πολλή πορσελάνη έχει θρυμματιστεί».
Στόχος μας πρέπει να είναι η περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Όχι μόνο στο επίπεδο της οικονομίας και των εμπορικών σχέσεων, αλλά και στα πεδία του Πολιτισμού και της Παιδείας (θυμίζω ότι η Ελλάδα έχει στελεχώσει τα σχολεία της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με 1.100 καθηγητές που διδάσκουν την Γερμανική γλώσσα).
Καθοριστική είναι η παρουσία των περίπου 350.000 Ελλήνων που ζουν εργάζονται στην Γερμανία, καθώς και των 50.000 Γερμανών που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα.
Η ιστορία, αλλά και η πολιτική, μας διδάσκουν, σε πρώτο μάλιστα επίπεδο, ότι κανένας συσχετισμός δεν είναι δεδομένος και καμία συνθήκη δεν μένει για πάντα αναλλοίωτη.
Οι τραυματικές εμπειρίες του 20ου αιώνα οδήγησαν τα ευρωπαϊκά κράτη σε μια συνειδητή προσπάθεια υποβάθμισης των διαφορών τους και πρόταξης του κοινού συμφέροντος. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι μια διαρκής διαδικασία, η οποία όμως πρέπει απαρέγκλιτα να στηρίζεται στην αρχή της αλληλεγγύης.
Τόσο ο γερμανικός λαός, όσο και εμείς οι Έλληνες, έχουμε αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν πορευθεί μαζί αλλά και  βρεθεί αντιμέτωποι με πολέμους, ενοχές, φτώχεια, συγκυρίες πολιτικής ή οικονομικής αστάθειας, εξωτερικούς κινδύνους, εσωτερικές προκλήσεις: δυσκολίες που στον καιρό τους φάνταζαν ανυπέρβλητες.
Ωστόσο, είμαστε εδώ όλοι σήμερα για να διαβεβαιώσουμε ότι μπορούμε κάθε φορά να υπερβαίνουμε το παρελθόν, προσβλέποντας σε ένα καλύτερο, και, βεβαίως, κοινό μέλλον.
Και το κοινό μέλλον δεν μπορεί να είναι άλλο παρά στο πλαίσιο της ενωμένης Ευρώπης, που θα ενισχύει την οικοδόμηση της ενότητας της, στηριζόμενη στις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού και στις αρχές της αλληλοκατανόησης, του αλληλοσεβασμού, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης.
Θα ήθελα να συγχαρώ όλους όσοι εργάστηκαν για την πραγματοποίηση της έκθεσης και του συμποσίου. Τα στελέχη της γερμανικής Πρεσβείας, του Ινστιτούτου Γκαίτε, του Ιδρύματος της Βουλής.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως τον Γερμανό Πρέσβη, κ. Schultheiss  (του οποίου η γόνιμη θητεία στην Ελλάδα λήγει σε λίγους μήνες), για το ειλικρινές ενδιαφέρον και την πολύτιμη συμβολή του στην περαιτέρω σύσφιξη των ελληνογερμανικών σχέσεων.
Τέλος, εύχομαι στους διακεκριμένους επιστήμονες και τους προσκεκλημένους καλή επιτυχία στις εργασίες του συμποσίου, του οποίου η χρησιμότητα είναι ακόμη μεγαλύτερη λόγο των όσων συνέβησαν τους προηγούμενους μήνες.
 




Επιστροφή
 
Η Διαδικτυακή Πύλη της Βουλής των Ελλήνων χρησιμοποιεί cookies όπως ειδικότερα αναφέρεται εδώ