Ομιλίες Προέδρου Βουλής
ΟΜΙΛΙΑ
της Προέδρου της Βουλής σε εκδήλωση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδας για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα
Σύντομα η χώρα μας θα προχωρήσει και αυτή στη διαδικασία επικύρωσης της Συνταγματικής Συνθήκης, γεγονός που επιβάλλει την ουσιαστική και υπεύθυνη πλέον προσέγγιση του κειμένου του Ευρωπαϊκού Συντάγματος όχι μόνον από τους υπεύθυνους πολιτειακούς και πολιτικούς παράγοντες, αλλά και από τους ευρύτερους κοινωνικούς φορείς. Φθάσαμε δηλαδή στο κομβικό σημείο, όπου οι νέοι τρόποι διακυβέρνησης της Ευρώπης, όπως διαμορφώνονται στο Συνταγματικό κείμενο, θα πρέπει να γίνουν κτήμα των πολιτών της Ευρώπης.
Αξίζουν, λοιπόν, συγχαρητήρια στην Ο.Κ.Ε. για τη διοργάνωση της εκδήλωσης αυτής που αποβλέπει στην εξοικείωση των πολιτών με το μελλοντικό καταστατικό χάρτη της Ευρώπης.
Η εξοικείωση αυτή και ιδίως των πλέον ευαισθητοποιημένων πολιτών με τον τρόπο λειτουργίας των ευρωπαϊκών οργάνων διακυβέρνησης είναι άλλωστε κατά τούτο σημαντική, διότι η νέα διακυβέρνηση στη μελλοντική ιδιόρρυθμου τύπου ομοσπονδιοποιημένη Ευρώπη θα αναπτύσσει τη δράση της όχι μόνο μεταξύ ευρωπαϊκών οργάνων, αλλά θα διεισδύει και θα συμπροσδιορίζει τον τρόπο διακυβέρνησης του κάθε εθνικού κράτους-μέλους. Η ιδεώδης προοπτική, στην οποία προσβλέπει μια αισιόδοξη αλλά όχι και ανεδαφική θεώρηση των εξελίξεων, είναι η εικόνα μιας μελλοντικής Ευρώπης, στην οποία θα διαπλέκονται αρμονικά οι ευρωπαϊκές διαδικασίες με τις εθνικές θεσμικές λειτουργίες.
Επιτυγχάνεται άραγε αυτή η επιδιωκόμενη προοπτική με το συζητούμενο Σύνταγμα; Με ποιες συνταγματικές προβλέψεις εθνικά θεσμικά όργανα, με κορυφαίο το κάθε εθνικό κοινοβούλιο, μπορούν να εισέρχονται αλλά και να επηρεάζουν τις λειτουργίες των Ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων; Και πώς τα εθνικά κοινοβούλια, κύριο έργο των οποίων είναι η ψήφιση των εθνικών νόμων, θα μπορούν να υπεισέρχονται στη νομοθετική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα παράγει τους πάσης φύσεως ευρωπαϊκούς νόμους;
Πριν προχωρήσω στο μάλλον περίπλοκο και τεχνικό αυτό θέμα θα ήθελα να προτάξω ωστόσο μια γενικότερη διαπίστωση. Να επισημάνω δηλαδή ένα θεμελιώδες επίτευγμα που συνετελέσθη με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα: ότι αναγορεύθηκε, ως αξία (αρθρ. I-2) η δημοκρατία, πράγμα που σημαίνει ότι το Σύνταγμα ανέλαβε την υποχρέωση να περιστείλει το γνωστό <<δημοκρατικό έλλειμμα>> της Ευρώπης με την ενδυνάμωση της συμμετοχής του Ευρωπαίου πολίτη μέσω των αντιπροσώπων του στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να γίνει αναφορά καταρχήν στην αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο απέκτησε πλέον νομοθετική εξουσία, καθώς συννομοθετεί με το Συμβούλιο Υπουργών σύμφωνα με μια διαδικασία περίπλοκη μεν, αλλά εξασφαλιστική του ρόλου του Κοινοβουλίου, καθώς επίσης στο δικαίωμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να εκλέγει τον Πρόεδρο της Επιτροπής και να εγκρίνει συνολικά τα μέλη της.
Κυρίως όμως σημασία έχει η ενίσχυση του ρόλου των Εθνικών Κοινοβουλίων, που επιτυγχάνεται με το Σύνταγμα, και η ενσωμάτωσή τους στη νομοθετική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως εξής:
Κατ’ αρχήν αποτελεί επαναστατικό βήμα ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που έχει τη νομοθετική πρωτοβουλία, δηλαδή συντάσσει τα σχέδια νόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποστέλλει στα εθνικά κοινοβούλια υποχρεωτικά, έγκαιρα και απ’ ευθείας, δηλαδή χωρίς την παρέμβαση των Κυβερνήσεων, κάθε πρόταση πράξης νομοθετικού περιεχομένου της Επιτροπής, συνοδευόμενη από αναλυτική έκθεση για το χρηματοδοτικό κόστος, για τις επιπτώσεις του προτεινόμενου μέτρου στην εσωτερική νομοθεσία των κρατών-μελών και κάθε στοιχείο που είναι χρήσιμο, ώστε να εθνικά κοινοβούλια να εκτιμήσουν, αν τηρήθηκαν –όπως ορίζεται- οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Αποστέλλει επίσης το ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα και έγγραφα πολιτικής στρατηγικής.
Τι σημαίνει τώρα έλεγχος των Κοινοβουλίων για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, τι σημαίνει αυτή η αρχή για τη σχέση Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών-μελών;
Το νόημα της αρχής αυτής είναι καταρχήν νομικό-τεχνικό, αλλά κατά τη γνώμη μου και βαθύτατα πολιτικό, καθώς συνδέεται με το βαθμό μεταβίβασης κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών-μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ως γνωστόν έχει ήδη εκχωρηθεί, και με τη Συνθήκη αυτή θα θεσμοθετηθεί, αποκλειστική αρμοδιότητα ρύθμισης ορισμένων τομέων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και συγκεκριμένα της νομισματικής πολιτικής, της εμπορικής πολιτικής, της τελωνειακής ένωσης, της διατήρησης των βιολογικών πόρων της θάλασσας. Αντίθετα η αρμοδιότητα ρύθμισης πληθώρας άλλων τομέων, όπως η εσωτερική αγορά, ο χώρος ελευθερίας ασφάλειας και δικαιοσύνης, η γεωργία και η αλιεία, οι μεταφορές, η ενέργεια, το περιβάλλον, η προστασία των καταναλωτών και άλλοι, ανήκει από κοινού και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη-μέλη, δηλαδή υπάρχει συντρέχουσα αρμοδιότητα Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών-μελών. Εδώ, λοιπόν, ακριβώς παρεμβαίνει η αρχή της επικουρικότητας και ορίζει, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση νομιμοποιείται να παρέμβει στους τομείς αυτούς, μόνον εάν και στο βαθμό που οι στόχοι της συγκεκριμένης προτεινόμενης δράσης είναι αδύνατο να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη-μέλη και συνεπώς μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο Ι (άρθρ. 9).
Την κρίση, λοιπόν, αυτή καλούνται πλέον να εκφέρουν τα εθνικά κοινοβούλια με τα εσωτερικά τους όργανα και, εάν έχουν τη γνώμη ότι παραβιάζεται η αρχή της επικουρικότητας και η συγκεκριμένη ρύθμιση ανήκει στην εθνική δικαιοδοσία, οφείλουν να γνωστοποιήσουν την πλήρως αιτιολογημένη αντίρρησή τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εντός έξι μηνών από την ειδοποίησή τους (καθεστώς “έγκαιρης προειδοποίησης”.
Εάν οι αιτιολογημένες γνώμες-αντιρρήσεις συγκεντρώνουν το 1/3 του συνόλου των ψήφων των Κοινοβουλίων, τα οποία για την περίπτωση αυτή διαθέτουν δύο κοινοβουλευτικές ψήφους κατά χώρα, δηλαδή επί 50 ψήφων συγκεντρωθούν 17, και ειδικά στα θέματα ασφάλειας, ελευθερίας και Δικαιοσύνης συγκεντρωθούν 13 ψήφοι, το νομοθέτημα κατ’ αρχήν “πέφτει”. Εάν η Επιτροπή εν τούτοις εμμείνει και προχωρήσει, ασκείται προσφυγή ενώπιον του Δ.Ε.Κ., όχι πλέον από το εθνικό κοινοβούλιο, αλλά από την Κυβέρνηση του κράτους-μέλους <<εν ονόματι>> του κοινοβουλίου. Η κρίση του Δ.Ε.Κ. είναι υποχρεωτική.
Οι διαδικασίες αυτές επιβάλλουν στα κοινοβούλια μια ενεργό πλέον παρακολούθηση και ανάμειξη στα τεκταινόμενα στην Ευρώπη που ενισχύουν σε τελική ανάλυση τον εθνικό έλεγχο της δραστηριότητας των Ευρωπαϊκών οργάνων. Γιατί όταν οι εθνικοί βουλευτές καλούνται να ελέγξουν, αν μια νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλώς ή κακώς αγγίζει ένα θέμα, ξεκινούν μεν από την έρευνα σε τίνος την αρμοδιότητα ανήκει, αλλά αυτό δεν κρίνεται μόνον τυπικά-νομικά, αλλά στη συνέχεια κρίνεται βάσει της ουσίας, δηλαδή αν είναι ενδεδειγμένο και πιο αποτελεσματικό το συγκεκριμένο θέμα να ρυθμισθεί από την Ένωση ή από τα κράτη-μέλη. Έτσι η τελική κρίση σχηματίζεται με πολιτικά κριτήρια.
Οι εξελίξεις αυτές επιβάλλουν στα κοινοβούλια εσωτερική αναδιοργάνωση, πράγμα που έχει προγραμματισθεί και για το δικό μας κοινοβούλιο. Πολύ περισσότερο μάλιστα που σύμφωνα με άλλη διάταξη ενημερώνονται υποχρεωτικά τα εθνικά κοινοβούλια προκειμένου πριν και μετά τα Συμβούλια Υπουργών να ασκούν έλεγχο στις Κυβερνήσεις τους για τα όσα θα υποστηρίξουν ή υποστήριξαν.
Βέβαιο είναι, πάντως, ότι τόσο τα παραπάνω, όσο και το δικαίωμα ενός εκατομμυρίου πολιτών να ζητούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει συγκεκριμένη νομοθετική πρόταση κινητοποιούν περισσότερο τον πολίτη της κάθε χώρας και τον κάνουν να αισθανθεί οργανικό μέλος αυτής της μεγάλης δύναμης, δηλαδή πολίτη και ενός άλλου υπερκείμενου μεγάλου κράτους.
Μια άλλη οφθαλμοφανής ευεργετική συνέπεια είναι η ώθηση των εθνικών κοινοβουλίων των κρατών-μελών σε συνεργασία και συντονισμό μεταξύ των. Και μόνη η πρόβλεψη, ότι συμφωνία 13 ή 17 κοινοβουλίων μπορεί να ανατρέψει μια νομοθετική πρόταση, της Επιτροπής προκαλεί την ανάγκη ανταλλαγής σκέψεων και προτάσεων μεταξύ των κοινοβουλίων των Ευρωπαϊκών χωρών.
Το πώς θα γίνεται η συνεργασία αυτή είναι ένα θέμα υπό μελέτη και εξέλιξη. Οι τακτικές σύνοδοι των Προέδρων των εθνικών κοινοβουλίων και οι ακόμη πιο συχνές διαβουλεύσεις μεταξύ των Επιτροπών ευρωπαϊκών υποθέσεων των κοινοβουλίων έχουν ως πρώτο θέμα τη συνεργασία αυτή και ιδίως τη διαμόρφωση κοινών κανόνων και διαδικασιών για το μείζον θέμα του ελέγχου της επικουρικότητας.
Η παραπάνω ανάγκη συνεργασίας των εθνικών οργάνων των κοινοβουλίων θα διαχυθεί φυσικά και σε χαμηλότερα επίπεδα, όπως είναι τα συγγενή κόμματα που εκπροσωπούνται στα κοινοβούλια. Και γιατί όχι μελλοντικά να μην υπάρχει συνεννόηση και στο επίπεδο μεταξύ βουλευτών των κρατών-μελών, καθώς βαθμιαία θα ενισχύεται η συνείδηση του Ευρωπαίου πολίτη.
Το τελικό ερώτημα είναι πάντως: Τι θα αποκομίσει ο κάθε πολίτης, ας πούμε ο Έλληνας πολίτης, από αυτή τη νέα Συνθήκη, ποιος είναι ο ρόλος που θα διαδραματίσει στη ζωή του;
Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς το μέλλον. Μπορεί όμως να ανιχνεύσει κανείς κάποιες συνθήκες που θα δημιουργηθούν εκ των πραγμάτων. Ήδη είναι διαβλέψιμη μια αλλαγή στάσης και νοοτροπίας καθώς είναι αισθητή η υποχώρηση του ατομικού ή –θα έλεγα- του μικροομαδικού συμφέροντος μπροστά στο συλλογικό. Τα προβλήματα είναι πλέον διευρωπαϊκά, οπότε πρέπει και η νοοτροπία να είναι διευρωπαϊκή.
Από αυτή τη διαπίστωση προκύπτει όμως και η ανάγκη συνεννόησης και συντονισμού. Ό,τι συμβαίνει σε μια χώρα, σπάνια θα είναι ένα μεμονωμένο εθνικό ζήτημα.
Και τέλος η εργασία και γενικά η ζωή κάτω από την ομπρέλα ενός κοινού ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου συνεπάγεται μεγαλύτερη υπευθυνότητα του ατόμου και ιδίως των αντιπροσωπευτικών του οργάνων. Καθώς όλα εντάσσονται στο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα του ρυθμιζόμενου ανταγωνισμού- ο ανταγωνισμός προβάλλει ήδη στα πρώτα άρθρα του Συντάγματος- είναι λογικό επακόλουθο, ότι η εμμονή στους διάφορους μικρόκοσμους συμφερόντων θα παραχωρήσει τη θέση της στα πιο αποτελεσματικά εργαλεία της διαπραγμάτευσης και του συμβιβασμού, εργαλεία που απαιτούν υψηλή υπευθυνότητα.
Και κάτι τελευταίο: Στα χέρια τίνος επαφίεται η εφαρμογή του Συντάγματος της Ευρώπης; Ασφαλώς επαφίεται και αυτή στον πατριωτισμό του Ευρωπαίου πολίτη. Ξεχωριστή όμως θέση και αποστολή έχει εν προκειμένω το κάθε εθνικό κράτος, με τους δικούς του θεσμικούς ή διοικητικούς μηχανισμούς, καθώς μέσω αυτών και ιδίως των κοινοβουλίων θα περάσει και το μελλοντικό Σύνταγμα είτε για την επικύρωσή του, είτε και κυρίως για την εφαρμογή του.
Επιστροφή