
«Στη σειρά των εκθέσεων του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία παρουσιάζουμε σήμερα το δημοτικό τραγούδι, την ποιητική αυτή και μουσική έκφραση της ψυχής των Ελλήνων διαμέσου των αιώνων.
Σας ευχαριστούμε θερμά γιατί με την παρουσία σας δίνετε την αίγλη που αρμόζει στην έκθεση που εγκαινιάζουμε σήμερα.
Η μακρόχρονη, χωρίς διακοπή, καλλιέργεια του δημοτικού τραγουδιού διαμόρφωσε μια τέχνη συγκροτημένη, όπου αποτυπώνεται η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του λαού μας μέσα από το αδιάσπαστο τρίπτυχο ποίησης, μουσικής και χορού. Η ποιότητα, εξάλλου, του τραγουδιού αυτού έγκειται στην εκφραστική του αμεσότητα, τη συσσωρευμένη εμπειρία της κοινωνίας, την αδιάσπαστη πολιτισμική συνέχειά της.
Τα δημοτικά τραγούδια δεν εκφράζουν την προσωπικότητα των ανώνυμων δημιουργών τους, που κατά κανόνα είναι άνθρωποι του λαού με αυξημένη καλλιτεχνική ευαισθησία. Σμιλεμένα μέσα από το μακρόχρονο τραγούδισμα, περιγράφουν με δεξιοτεχνία τους χαρακτήρες, εκφράζουν τα πάθη και δίνουν μορφή στους πόθους και τα όνειρα των ανθρώπων. Ανάλογα με τη γεωγραφική θέση, τη διαμόρφωση του εδάφους, τις ιστορικές συνθήκες και το συνακόλουθο χαρακτήρα των ανθρώπων, τα τραγούδια παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές στην ηπειρωτική και τη νησιωτική Ελλάδα, αλλά και μεταξύ βουνού και κάμπου της ίδια περιοχής: τραχιά, ηρωική η ποίηση των βουνών (όπως τα κλέφτικα)∙ γλυκιά και τρυφερή των θαλασσίων μερών (π.χ. οι ρίμες).

Η ιστορική, φιλολογική και μουσική έρευνα έχει εντοπίσει στο δημοτικό τραγούδι σημαντικά στοιχεία αρχαιοελληνικής παράδοσης. Οι απαρχές του, ωστόσο, τοποθετούνται στη βυζαντινή εποχή, με παλαιότερα δείγματα τα ακριτικά τραγούδια. Στα νεότερα χρόνια, το δημοτικό τραγούδι κατόρθωσε να εκφράσει αυθεντικά τις τοπικές κοινωνίες, σε όλη την πορεία του βίου από τη γέννηση έως το θάνατο. Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια παρέμεναν έως τον 19ο αιώνα δημιούργημα του προφορικού πολιτισμού, καθώς πλάθονταν ζωντανά και παραδίδονταν από γενιά σε γενιά. Στα χρόνια του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού, χάρη στο πνεύμα της εποχής και το φιλελληνικό ρεύμα που προκάλεσε η Ελληνική επανάσταση, τα δημοτικά τραγούδια έγιναν αντικείμενο παρατήρησης, θαυμασμού και επιστημονικής μελέτης. Ευρωπαίοι αρχικά και αργότερα και Έλληνες λόγιοι προχώρησαν στη συλλογή και την έκδοση ποιητικών κειμένων. Προς το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα ξεκίνησαν και οι δημοσιεύσεις μουσικών συλλογών, με μεταγραφή της μουσικής των τραγουδιών, είτε στο ευρωπαϊκό πεντάγραμμο, είτε στη βυζαντινή παρασημαντική. Παράλληλα, έγιναν και οι πρώτες περιορισμένες ηχογραφήσεις, με τα πρωτόγονα τεχνικά μέσα της εποχής. Έτσι, τα δημοτικά τραγούδια έπαψαν να αντιμετωπίζονται απλά ως λογοτεχνικά κείμενα ή μελωδίες που αποτελούν “δημιούργημα του λαού”. Απέκτησαν ευρύτερα κοινωνικά και νέα αφηγηματικά, συμβολικά, τελετουργικά χαρακτηριστικά. Κατοχύρωσαν την ταυτότητα, τη σημασία, το σκοπό, που υπηρετούσαν. Απέκτησαν μια νέα ζωή. Μνήμες της ιστορίας, συνέχιση της παράδοσης και έκφρασης της ταυτότητάς μας.

Στην έκθεση «Δημοτικά Τραγούδια: Ιστορία - Παράδοση - Ταυτότητα» που εγκαινιάζεται σήμερα, το Ίδρυμα της Βουλής υπηρετώντας συνειδητά τον παιδευτικό του στόχο, αναδεικνύει τον τρόπο που τα δημοτικά τραγούδια πλαισιώνουν τα έθιμα και τις τελετουργίες των διάφορων γιορτών του χρόνου (Χριστούγεννα, Αποκριές, Πάσχα, αλλά και των εποχών του χρόνου, θερινό ηλιοστάσιο κ.λπ.), όπως επίσης και τα “διαβατήρια” έθιμα που οριοθετούν τις αλλαγές και τα στάδια του ανθρώπινου βίου (γέννηση, παιδική ηλικία, γάμος, ξενιτιά, θάνατος). Παρουσιάζονται ακόμη τα ποικίλα είδη των τραγουδιών, οι χοροί και τα μουσικά όργανα που τα συνοδεύουν από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ιδιαίτερη ενότητα είναι αφιερωμένη στις προσπάθειες καταγραφής, μελέτης και έρευνας της λαϊκής αυτής δημιουργίας και παράδοσης.
Ευχαριστούμε όλους τους φορείς που προσέφεραν υλικό, όπως το Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μ. Μερλιέ, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα «Β. Παπαντωνίου», το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων, το Σύλλογο «Οι Φίλοι της Μουσικής», το Λύκειο των Ελληνίδων, το Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο-Αρχείο ΕΡΤ, το Ριζάρειο Ίδρυμα, την Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», όπως και όλους τους άλλους φορείς, όλους όσοι προσέφεραν μέσα από τις ιδιωτικές τους συλλογές. Εκφράζω θερμές ευχαριστίες προς τους συντελεστές της έκθεσης, το προσωπικό του Ιδρύματος και του Τηλεοπτικού Σταθμού της Βουλής».