Ενημέρωση

Ομιλίες Προέδρου Βουλής


OΜΙΛΙΑ

ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ κυρίας ΄Αννας ΜΠΕΝΑΚΗ-ΨΑΡΟΥΔΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ» 8-9 Φεβρουαρίου 2007

Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία αποδέχτηκε με χαρά την πρόταση της Γερμανικής Πρεσβείας να διοργανωθεί από κοινού αυτό το συμπόσιο. Η πρωτοβουλία εντάσσεται στο πλαίσιο των στόχων της Γερμανικής Προεδρίας, ανταποκρίνεται όμως απόλυτα στις προθέσεις και το ενδιαφέρον της ελληνικής πλευράς για την ενεργό συμμετοχή της χώρας μας στον διεξαγόμενο διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης.
Προκαταβολικά θα ήθελα να υποδεχθώ και να ευχαριστήσω θερμά τους Γερμανούς ομιλητές με επικεφαλής τον ίδιο τον Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας κ. Lammert και τους ομιλητές της ελληνικής πλευράς που δέχθηκαν όλοι να συμβάλουν, ο καθένας από την σκοπιά του, στον προβληματισμό για τις προοπτικές της Ευρώπης. Ευχή και προσδοκία είναι το συμπόσιο αυτό, του οποίου τις σκέψεις και τα πορίσματα το Ίδρυμα της Βουλής θα διαδώσει και θα αξιοποιήσει κατάλληλα, να βοηθήσει ώστε να αποσαφηνισθεί από ποια αφετηρία ξεκινούν οι προβληματισμοί, προς ποιους στόχους κατευθύνονται και με ποια μέσα μπορεί να επιτευχθεί το όραμα μιας Ενωμένης Ευρώπης, που όλοι, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, φαίνεται να επιθυμούν, αλλά που σε πολλά σημεία πολλές φορές οι αντιλήψεις τους δεν ταυτίζονται.
Τον κύριο λόγο έχουν οι ομιλητές του συμποσίου, θα μου επιτρέψετε όμως εν είδει εισαγωγής να εκθέσω κάποιες σκέψεις, αναφερόμενη μεταξύ άλλων και στη θεματολογία των εισηγήσεων που θα ακολουθήσουν, παρόλο που το περιεχόμενό τους είναι προϊόν και ευθύνη των ίδιων των ομιλητών.
Η προθυμία μας να συμβάλουμε στον διάλογο που διεξάγεται για το μέλλον της Ευρώπης δεν είναι προσχηματική, δεν εκδηλώνεται μόνο κατά καθήκον, αλλά είναι αποτύπωση της γενικότερης στάσης της Ελλάδας απέναντι στην προοπτική της Ενωμένης Ευρώπης. Οι λόγοι είναι πολλοί:
1. Η στάση της Ελλάδας απέναντι στην προοπτική μιας πραγματικά Ενωμένης Ευρώπης είναι στη συντριπτική πλειοψηφία κομμάτων και λαού θετική. Η επιμονή του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή να επιτύχει το 1981 την προσχώρηση της Ελλάδας στην ΕΟΚ, παρά τις αντιδράσεις μέρους της αντιπολίτευσης, δικαιώθηκε από τις μετέπειτα θετικές εξελίξεις. Η Ελλάδα επωφελήθηκε από την ΕΟΚ, προσαρμόστηκε παρά τις εγγενείς δυσκολίες στις κοινοτικές επιταγές και κατόρθωσε επί Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Σημίτη να ενταχθεί και στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Ως προς την Συνταγματική Συνθήκη η Ελλάδα ήταν μεταξύ των πρώτων κρατών-μελών που την επικύρωσαν. Έτσι η κοπιώδης, αλλά επωφελής, για τον τόπο πορεία είχε τις ευεργετικές επιδράσεις της στην ψυχολογία του λαού.
Η βασική θετική στάση της Ελλάδας δεν κλονίζεται ούτε από κάποιες σποραδικές νότες ευρωσκεπτικισμού. Απλά διατυπώνονται ενστάσεις για κάποιες εφαρμοζόμενες ή σχεδιαζόμενες πολιτικές και διατυπώνονται φόβοι, για το αν θα διαμορφωθεί μελλοντικά στο εσωτερικό της Ένωσης τέτοια ισορροπία δυνάμεων, ώστε να εξασφαλίζεται η αυτοτέλεια των κρατών και η κοινωνική συνοχή.
2. Ένα δεύτερο στοιχείο που ωθεί την Ελλάδα να μετέχει ενεργά στον διεξαγόμενο διάλογο και να ενδιαφέρεται για την κατάληξή του είναι ότι η χώρα μας, καθώς είναι τοποθετημένη - τώρα μαζί με την Κύπρο - στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης, βρίσκεται ανέκαθεν εκτεθειμένη στις εντάσεις της περιοχής και έχει ανάγκη να διαθέτει ευρωπαϊκά νώτα τόσο για την ασφάλειά της, όσο και για να επιτελέσει έργο σταθεροποίησης και προόδου στην περιοχή.
Ο ρόλος αυτός γίνεται αισθητός σήμερα που η Ευρώπη διευρύνεται προς την ανατολική πλευρά της. Η Ελλάδα είναι ο καλύτερος αγωγός του πνεύματος της Ευρώπης προς τις εισελθούσες ή εισερχόμενες βαλκανικές χώρες, με τις οποίες, παρά το μακροχρόνιο διαχωριστικό τείχος που υψώθηκε μεταξύ αυτών και της χώρας μας στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, διατηρεί κοινές πολιτιστικές ρίζες και κοινές εμπειρίες από τους παράλληλους αγώνες για την διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και την δημιουργία και θεμελίωση του νεώτερου εθνικού κράτους της κάθε μιας.
Περιορίζομαι σε αυτές τις αναφορές, υπολογίζοντας ότι οι πολιτικές θέσεις της Ελλάδας απέναντι στην Ευρώπη θα διαφωτισθούν καλύτερα από την Υπουργό Εξωτερικών κυρία Μπακογιάννη.
3. Ένα άλλο στοιχείο, που κατά την προσωπική μου εκτίμηση εξηγεί το ενδιαφέρον των Ελλήνων για τα ευρωπαϊκά πράγματα, είναι και το ότι το ελληνικό κράτος από «γεννησιμιού» του – αν μπορώ έτσι να αναφερθώ στις απαρχές της κρατικής υπόστασης του σύγχρονου ελληνικού κράτους, με άλλα λόγια στο κράτος που γεννήθηκε μετά την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού (1821) – ήταν ανέκαθεν ευρωπαϊκά προσανατολισμένο. Είναι ιστορική πραγματικότητα η συμβολή των μεγάλων δυνάμεων (Γαλλίας, Αγγλίας, Ρωσίας) στην στήριξη και επιτυχή έκβαση του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα, ο ρόλος των Ευρωπαίων Φιλελλήνων, η ανάμειξη, άλλοτε καλή και εποικοδομητική, πολλές φορές κακή και αρνητική, ευρωπαϊκών κρατών στα ελληνικά πολιτικά και πολιτειακά πράγματα, η σύμπραξη της Ελλάδας με ευρωπαίους συμμάχους στη νικηφόρα έκβαση των δύο παγκοσμίων πολέμων, όλα αυτά συνέβαλαν ώστε ο ελληνικός λαός να προσβλέπει πάντα για όλα τα θέματα στην Ευρώπη - με εναλλασσόμενα βέβαια συναισθήματα - να είναι με άλλα λόγια μόνιμα ευρωπαϊκά προσανατολισμένος. Φυσικά δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς και τον τομέα του ευρωπαϊκού πνεύματος, των επιστημών και των τεχνών, η άμεση εισδοχή και κυκλοφορία των οποίων στην Ελλάδα ήταν πάντοτε μία πραγματικότητα. Έτσι, παρόλο που μέχρι πρότινος η Ελλάδα φαινόταν να έχει μια μοναδικότητα στην Ε.Ε. διαφοροποιούμενη ως προς τη γλώσσα, αλλά και ως προς την ορθόδοξη πίστη, πάντως ήταν ένα πραγματικά ευρωπαϊκό κράτος με λαό εμποτισμένο με σπέρματα ευρωπαϊκής συνείδησης. Αλλά γι’ αυτή τη συνείδηση, που είναι σήμερα και το κυρίως ζητούμενο, θα γίνει λόγος παρακάτω.
4. Τέλος, στοιχείο έντονα προωθητικό του διαλόγου για την Ευρώπη είναι η ευνοϊκή συγκυρία της Γερμανικής Προεδρίας υπό την Καγκελάριο Angela Merkel.
Τους στόχους της Γερμανικής Προεδρίας θα παρουσιάσει ο Υπουργός κ. Gloser, είναι όμως οφθαλμοφανής η κατεύθυνσή τους, όπως προκύπτει από τις μέχρι τώρα τοποθετήσεις της Καγκελαρίου Merkel. Υπάρχει, όπως φαίνεται, διττή στόχευση: από τη μία να αποσαφηνισθεί η ευρωπαϊκή ταυτότητα με ανάδειξη των αξιών που θεμελιώνουν την Ευρώπη και από την άλλη να προωθηθεί το πολιτικό-οργανωτικό σχήμα, δηλ. η Συνταγματική Συνθήκη ή όπως αλλιώς ονομασθεί, χωρίς το οποίο η Ενωμένη Ευρώπη δεν αποκτά την αναγκαία πολιτειακή υπόσταση.
Αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους που μας ωθούν να συμμετέχουμε στο διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης, οργανώνοντας και το παρόν συμπόσιο.
Όμως πέρα από αυτές τις διαπιστώσεις σημασία έχει περαιτέρω το να αποσαφηνίσουμε πώς τίθεται το ερώτημα για το μέλλον της Ευρώπης και κυρίως από ποιες οπτικές γωνίες θα το προσεγγίσουμε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε πια μπροστά σε ένα σταυροδρόμι, όπου άμεσα ή έμμεσα θα πρέπει να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις. Είναι η ώρα όπου αξιολογείται το παρελθόν, σταθμίζεται το παρόν και προγραμματίζεται το μέλλον.
Το παρελθόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μια θριαμβευτική πορεία προς τα εμπρός. Με παλινδρομήσεις και στασιμότητες, αλλά πάντως με αξιοθαύμαστα σταθερή εμμονή στην εκπλήρωση των σκοπών της, η τότε ΕΟΚ προχώρησε μπροστά και βήμα βήμα αναδείχθηκε σχεδόν ως μονόδρομος στους λαούς της Ευρώπης. Τους πρωτεργάτες και τους συνεχιστές του έργου των δεν χρειάζεται να τους αναφέρουμε. Χρειάζεται όμως να αναρωτηθούμε, αν η συνέχιση της πορείας προς τα εμπρός, που καλούμαστε σήμερα να διαγράψουμε, θα είναι κάτι σαν την μέχρι σήμερα διανυθείσα πορεία ή αλλάζουμε πια στόχευση.
Και μια και η συζήτηση περί στόχευσης, καλό είναι να θυμίσουμε το γνωστό, ότι το αρχικό κύτταρο της Ε.Ε. ήταν μια σύμπραξη κρατών που απέβλεπε στην οικονομική συνεργασία. Ήταν μια κοινότητα οικονομικών σκοπιμοτήτων που συν τω χρόνω εξελίχθηκε και σε κοινότητα δικαίου.
Αυτό συνέβη διότι η βαθμιαία εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς χρειάσθηκε να στηριχθεί σε ρυθμιστικούς κανόνες που μοιραία έγιναν κοινοί κανόνες δικαίου των κρατών-μελών. Οι τρεις θεμελιώδεις ελευθερίες της διακίνησης προσώπων, κεφαλαίων και υπηρεσιών στο πλαίσιο της ΕΟΚ για να αποκτήσουν δεσμευτική ισχύ έγιναν κανόνες δικαίου των κρατών-μελών, πράγμα που σημαίνει ότι πέραν της οικονομικής εγκαθιδρύθηκε και μία κοινότητα δικαίου. Δικαίου μάλιστα που είχε άμεση αναφορά στην πεμπτουσία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, δηλαδή στο εύρος των συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών.
Συν τω χρόνω η αρχικά αναγκαία για την λειτουργία της εσωτερικής αγοράς κοινότητα δικαίου επεκτάθηκε και έγινε κατά τη φρασεολογία της Συνθήκης «χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» δηλαδή χώρος, ο οποίος κατ’ αντίθεση με το ανελεύθερο καθεστώς των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης θα μπορούσε εν δυνάμει να δεχθεί όλες τις χώρες της Ευρώπης που διέθεταν φιλελεύθερα δικαιοκρατικά συστήματα. Με άλλα λόγια θα μπορούσαν να ενταχθούν στην Ε.Ε. χώρες με ανεπτυγμένη οικονομία που θα διέθεταν δημοκρατικά Συντάγματα και κατοχυρωμένες ατομικές ελευθερίες.
Προφανές είναι ωστόσο, όπως απέδειξαν και οι τελευταίες εντάξεις, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αρκέσθηκε ούτε αρκείται κατά τη διαδικασία διεύρυνσης μόνο στα Συντάγματα και τις νομοθεσίες, αλλά ορθώς απαιτεί και πραγματική διαβίωση των υπό προσχώρηση λαών σύμφωνα με τους δικαιοκρατικούς κανόνες που ισχύουν στις χώρες της Ε.Ε. Γι’ αυτό και ελέγχονται, πέραν των οικονομικών δεικτών, το επίπεδο σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων, η ακεραιότητα στη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, η απονομή του δικαίου κ.λπ. στις υποψήφιες χώρες.
Και ερχόμαστε τώρα στο τελευταίο στάδιο μετασχηματισμού της Ε.Ε, το οποίο διανύουμε πλέον σήμερα και που είναι η διαμόρφωσή της, πέρα από κοινότητα οικονομικών συμφερόντων και πέρα από κοινότητα δικαίου, σε κοινότητα αξιών. Η μνεία αυτή έγινε στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2003 και στο αντίστοιχο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2004 και ορίζεται πάντως ρητά στο άρθρο 6 παρ.1 της ισχύουσας Συνθήκης.
Αποκορύφωμα είναι η Συνταγματική Συνθήκη, όπου η Ε.Ε. προβάλλεται πλέον ως Ένωση Αξιών, με προμετωπίδα ένα αξιακό σύστημα που στηρίζεται στις αξίες-θεμέλια των Ευρωπαϊκών Συνταγμάτων, όπως η ελευθερία, η δημοκρατία, η ισότητα, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, το κράτος δικαίου.
Φυσικά, μια Ένωση αξιών δεν είναι δυνατό να αρκείται στη διακήρυξή τους, αλλά προϋποθέτει την μορφοποίησή τους σε οργανωτικά και νομικά δεσμευτικούς κανόνες δικαίου, εξοπλισμένους με κυρώσεις. Το βήμα αυτό επεχείρησε μεταξύ άλλων η Συνταγματική Συνθήκη, αλλά έμεινε στα μισά του δρόμου. Ποια θα είναι η συνέχεια που ενδέχεται να δοθεί στο εγχείρημα της Συνταγματικής Συνθήκης είναι ακόμη άγνωστο. Όλες οι πιθανές εκδοχές έχουν διατυπωθεί και δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν.
Παρήγορο είναι πάντως, ότι στις προθέσεις της Γερμανικής Προεδρίας είναι να προκύψει στο τέλος του εξαμήνου ένα χρονοδιάγραμμα, που θα μπορούσε να οδηγήσει στο ίδιο ή κάποιο βελτιωμένο συνταγματικό κείμενο με ελπίδες επικύρωσης.
Η αναγκαιότητα ενός θεμελιώδους συνταγματικού κειμένου προκύπτει από την επιδιωκόμενη βελτίωση της λειτουργικότητας της Ένωσης, αλλά κυρίως από την επιδίωξη, η Ένωση να υπερβεί το στάδιο της απλής διακυβερνητικής συνεργασίας, στο οποίο βρίσκεται ακόμη και στο οποίο μερικοί εταίροι προτιμούν να μείνει – μοντέλο για το οποίο στο κάτω κάτω της γραφής ένα αξιακό θεμέλιο δεν είναι και τόσο απαραίτητο – και να γίνει ένας υπερεθνικός οργανισμός με πολιτειακά χαρακτηριστικά.
Το ερώτημα είναι, τι είδους μόρφωμα μπορεί να είναι τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με τα μέχρι τούδε γνωστά, μόρφωμα μοναδικό και πρωτόγνωρο – και γι’ αυτό συναρπαστικό – ερώτημα, στο οποίο αναμένουμε τις σκέψεις του καθηγητή κ. Τσούκαλη.
Επιτρέψτε μου όμως τώρα να επανέλθω στο θέμα των αξιών, επί των οποίων φέρεται ότι θεμελιώνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση και να προβληματισθώ για τούτο: οι αξίες αυτές, που μόλις προαναφέραμε, καθώς είναι αξίες παγκόσμιας αποδοχής, αποτελούν το θεμέλιο και άλλων εννόμων τάξεων μακράν της Ευρώπης. Ασφαλώς η προέλευσή τους είναι «ευρωπαϊκή», στην Ευρώπη γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν οριστικά ως πολιτειακά θεμέλια μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με πρωτοπόρο τον θεμελιώδη νόμο -δηλαδή το Σύνταγμα- της Γερμανίας, πλην όμως είναι παγκόσμιες αξίες. Αρκούν συνεπώς μόνες αυτές για να αποτελέσουν το ενοποιητικό στοιχείο που θα ενώσει τους ευρωπαίους πολίτες και θα τους διαφοροποιήσει από πολίτες άλλων «εξωευρωπαϊκών» χωρών, που στηρίζονται στις ίδιες αξίες;
Ποιο είναι το ενοποιητικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την Ευρώπη, ποιες είναι οι κοινές ρίζες που τροφοδοτούν την Ευρώπη και μπορούν να εμπνεύσουν στους πολίτες των χωρών της Ένωσης μια ευρωπαϊκή συνείδηση ικανή να συμπορευθεί με την εθνική συνείδηση;
Το ερώτημα αυτό είναι χρήσιμο, προκειμένου να δοθεί απάντηση και στο βασανιστικό πρόβλημα: που σταματά η Ευρώπη. Το γεωγραφικό κριτήριο δεν είναι ασφαλές διότι τα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης προς την Ασία έχουν πολλάκις μετακινηθεί.
Το πολιτικό κριτήριο είναι σημαντικό αλλά είναι απρόσφορο, διότι συμμόρφωση με τους κανόνες λειτουργίας της Ε.Ε. θα μπορούσε να επιδειχθεί από πολλούς. Συνεπώς αλλού πρέπει να αναζητηθεί ο συνεκτικός ιστός που ενώνει τους λαούς εκείνους, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως λαοί της Ευρώπης.
Έτσι ερχόμαστε στο κεντρικό μέρος του συμποσίου, που θα ασχοληθεί με τις ρίζες της Ευρωπαϊκής ταυτότητας. Πιστεύουμε ότι η συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης πρέπει να συμπεριλάβει την εμβάθυνση στις ιστορικές αξίες και στην ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πολυπολιτισμική και πολυθρησκευτική φυσιογνωμία της Ένωσης οδηγεί στην ανεκτικότητα (Toleranz).
Την ανεκτικότητα που η Angela Merkel χαρακτήρισε ως την ψυχή της Ευρώπης στην πρώτη της ομιλία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως Προεδρεύουσα του Συμβουλίου και αυτή η ανεκτικότητα μπορεί να πηγάσει μόνο από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Είναι λοιπόν απαραίτητη μια βαθιά έρευνα και συζήτηση για τις ρίζες της Ευρώπης, ρίζες πολιτισμού, δημοκρατίας, πίστεως και κοινών παραδοχών. Σε αυτό το συναρπαστικό ταξίδι θα μας εισαγάγει ο καθηγητής Nida-Rümelin, θα μας ξεναγήσει η αρχαιολόγος καθηγήτρια κ. Λίλα Μαραγκού, ενώ ο καθηγητής Wünsche από την γλυπτοθήκη του Μονάχου θα ασχοληθεί με το πώς λειτουργεί ο μύθος ως διαφανές ένδυμα νοητών και φυσικών πραγματικοτήτων, όπως καταγράφονται στην κοινή ευρωπαϊκή μνήμη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είμαι βέβαιη ότι θα έχει η συμβολή του Μακαριωτάτου Αλβανίας κ. Αναστασίου για την πολυθρησκευτική Ευρώπη σε σχέση με τις χριστιανικές ρίζες της. Η γνωστή περιπέτεια του Προοιμίου της Συνταγματικής Συνθήκης, όπου οι χριστιανικές ρίζες μπήκαν και βγήκαν, για να παραμείνουν ως θρησκευτικές ρίζες, είναι χαρακτηριστική. Η ετικέτα δεν έχει νομίζω τόση σημασία, όσο η ουσία. Οι ρίζες του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, όπως είπε σε σχετική ομιλία της στο Βερολίνο το 2006 η Benita Ferrero-Waldner, Επίτροπος για τις εξωτερικές σχέσεις και την ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας, μπορεί να είναι κατά την ρήση του Paul Valery η Αθήνα, η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ, αλλά είναι ρίζες που όχι μόνο δεν αποκλείουν, αλλά οδηγούν μεταξύ άλλων οπωσδήποτε και σε μια κουλτούρα της διαφορετικότητας.
Η κατάφαση για μια Ευρωπαϊκή Ένωση που θα αποτελέσει μια αυθύπαρκτη ισχυρή πολιτική, οικονομική και στρατιωτική δύναμη είναι δεδομένη. Οι σύγχρονες επιτακτικές ανάγκες για μια κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας, για ενεργό συμμετοχή στο παγκόσμιο εμπόριο, για αντιμετώπιση της ενεργειακής
ανεπάρκειας και της προϊούσης καταστροφής του περιβάλλοντος επιβάλλουν την πορεία προς τα εμπρός. Πώς θα συντελεστεί η πορεία αυτή και με ποιους;
Πιστεύω ότι από το συμπόσιό μας θα προκύψουν τα δύο σημαντικά κλειδιά για αυτή την πορεία. Είναι οι νέοι, μέσω της παιδείας και της έρευνας, και είναι συνολικά οι πολίτες των χωρών της Ευρώπης.
Για τους νέους στην Ενωμένη Ευρώπη το λόγο έχει ο συνάδελφος Αντιπρόεδρος Φ. Πετσάλνικος, ενώ για την συμβολή της επιστήμης και της έρευνας που θα μας εξοπλίσει με τον αναγκαίο ψύχραιμο επιστημονικό στοχασμό θα μας ενημερώσει ο καθηγητής von Beyme.
Όσο για την συμμετοχή των πολιτών της Ευρώπης, οι δυσκολίες είναι αυταπόδεικτες. Στην θριαμβευτική πράγματι πορεία από την ΕΟΚ στη σημερινή Ε.Ε. είναι βέβαιο ότι οι πολίτες δεν είχαν καμία συμμετοχή. Η πορεία αυτή συντελέσθηκε από το διοικητικό μηχανισμό των Βρυξελλών με την έμμεση δημοκρατική νομιμοποίηση και τις εντολές των Κυβερνήσεων και με συμμετοχή σε πολύ μικρό βαθμό αρχικά, τώρα κάπως περισσότερο, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, διότι αν υπήρχε δυνατότητα να τηρηθούν στην διαδικασία αυτή οι δημοκρατικοί κανόνες που ισχύουν στα κράτη-μέλη, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν ακόμη στη σφαίρα της φαντασίας. Από την άλλη πλευρά, και τα εθνικά κοινοβούλια που εκφράζουν τον πολίτη μόλις τώρα θα αποκτούσαν ουσιαστική συμμετοχή μέσω της Συνταγματικής Συνθήκης, αλλά η πορεία τους ανεκόπη. Στα θέματα αυτά, με τα οποία έχω ιδιαίτερη ενασχόληση, δεν θα αναφερθώ. Ο Α΄ Αντιπρόεδρος κ. Σ. Χατζηγάκης ως Πρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων έχει μακρά εμπειρία.
Η Α΄ Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Ρόδη Κράτσα θα εξετάσει τη σχέση των πολιτών με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώ ο Πρόεδρος κ. Lammert θα αναφερθεί στο ρόλο των Εθνικών Κοινοβουλίων στην Ε.Ε. σε ξεχωριστή εκδήλωση.
Κυρίες και Κύριοι,
Ελπίδα μας είναι με το συμπόσιο αυτό να συμβάλουμε στην αφύπνιση του πολίτη της Ευρώπης. Σε ό,τι επετεύχθη μέχρι σήμερα ο πολίτης έμεινε αναγκαστικά απ’ έξω. Και τώρα που φθάσαμε στο κρίσιμο σταυροδρόμι προς μια Ευρώπη των πολιτών και η συμμετοχή του είναι αναγκαία, τώρα μόλις του ζητούμε την γνώμη του, την ψήφο του, τη συμπόρευσή του. Αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο. Είμαι βέβαιη πως ο πολίτης του κάθε εθνικού κράτους θα συμμετάσχει ενεργά στην οικοδόμηση της Ευρώπης, μόνο αν ξυπνήσει μέσα του παράλληλα με την εθνική και η λανθάνουσα αλλά υπαρκτή ευρωπαϊκή του συνείδηση. Εκεί πρέπει να κατευθυνθούν οι προσπάθειες σύμφωνα με το ωραίο σύνθημα που ακούγεται παντού: να δώσουμε ψυχή στην Ευρώπη.






Επιστροφή
 
Η Διαδικτυακή Πύλη της Βουλής των Ελλήνων χρησιμοποιεί cookies όπως ειδικότερα αναφέρεται εδώ