Ενημέρωση

Ομιλίες Προέδρου Βουλής


Αθήνα, 4 Μαρτίου 2022

Ομιλία του Προέδρου της Βουλής κ. Κωνσταντίνου Τασούλα στην ημερίδα του ΕΚΠΑ με θέμα: «Οι περιπέτειες του Ελληνικού Κοινοβουλευτισμού. Με τα μάτια δύο Προέδρων: Η Βουλή στη δίνη των δύο κρίσεων (2010-2021)»

Οι περιπέτειες του Ελληνικού Κοινοβουλευτισμού είναι ένα θέμα πολύ γοητευτικό, συνάδει απολύτως με τον σκοπό αυτών των αναζητήσεων, των επιστημονικών του ΕΚΠΑ. Και ο Ελληνικός Κοινοβουλευτισμός είναι κάτι που έπαιξε βαρύνοντα ρόλο στην  πορεία του έθνους από πολύ νωρίς. Έστω ενίοτε θεωρητικώς, γιατί ο Ελληνικός Κοινοβουλευτισμός ως προς το θεσμικό του οπλοστάσιο υπήρξε πολύ πιο πρωτοποριακός από την κοινωνική κατάσταση, και πάντα προηγείτο το θεσμικό οπλοστάσιο της χώρας σε σχέση με την αντίληψη που είχαμε εμείς για τους θεσμούς, γιατί τελικά είμαστε και λίγο του ανομολόγητου εδώ στην Ελλάδα, εν σχέσει με το πώς πραγματικά αντιλαμβανόμασταν τα  πράγματα και προτιμούμε να κάνουμε τη δουλειά μας, εις την χορεία του ανομολόγητου, ενώ στην χορεία του δημόσιου λόγου, να επιζητούμε το ιδεώδες. Ενώ στην πράξη, «υπό τον μόδιον», να είμαστε αρκετά πιο κυνικοί, αρκετά πιο ιδιοτελείς, αρκετά πιο πελατειακοί.

Αυτή η διάσταση έγινε έκδηλη σε έναν από τους σημαντικούς μελετητές του ελληνικού πολιτικού φαινομένου, από τον Ζαν Μεϋνώ, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 έγραψε με τη βοήθεια των Νοταρά και Μερλόπουλου, το περίφημο βιβλίο για τις πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, το οποίο καταλήγει στο συμπέρασμα πως η πιο ισχυρή επαφή ανάμεσα στον πολίτη και τον πολιτικό, είναι αυτή η σιωπηρή διαπραγμάτευση για το περιώνυμο θέμα του ρουσφετιού. Είναι αυτό που εγώ χαρακτήριζα ως ανομολόγητο.

Δεν θα πάω στην κρίση που διαχειριστήκαμε ή  τις απανωτές κρίσεις που διαχειριστήκαμε ως Κοινοβούλιο τα τελευταία δέκα χρόνια, αν δεν οπισθοχωρήσω λίγο χρονικά για να δούμε για ποιο Κοινοβούλιο μιλάμε, για ποια χώρα μιλάμε, για ποιο εκλογικό σώμα μιλάμε, καθώς  και το πώς διαχειριστήκαμε όλοι μαζί, ο καθένας με τον τρόπο του, αυτή την πρωτόγνωρη -απανωτή- κρίση που μας χτύπησε από το 2010 και μετά, η οποία ελπίζουμε να μη τριτώσει με την παράταση και την διεύρυνση των επιπτώσεων που έχει η πολεμική σύρραξη που ξέσπασε από την πολεμοχαρή  εισβολή της Ρωσίας, στην ακίνδυνη θεωρώ εγώ, Ουκρανία.

 Ας ελπίσουμε, δηλαδή, ότι είναι δύο οι κρίσεις που καλούμεθα να μνημονεύσουμε και όχι ότι έρχεται κατά πάνω μας και άλλη μία εντελώς αφόρητη.  Αναφέρθηκε ο κ. Βούτσης στην  περίπτωση της διαχειρίσεως της κρίσης από το Κοινοβούλιο, της de facto χρεοκοπίας, είπε τις πλευρές που θεωρεί σημαντικές, και είναι. Εγώ θα ήθελα να διευρύνω αυτήν την οπτική και να πω ότι στην πραγματικότητα η διαχείριση της οικονομικής κρίσης ήταν ένα σοκ και για το λεγόμενο πολιτικό σύστημα της χώρας, που αναγκάστηκε ένα μέρος του τουλάχιστον, να αντικρίσει κατάματα αυτό που αρνείτο να αντικρίσει επί σειρά ετών, προ της εκδηλώσεως της κρίσεως, ακόμη και όταν η κρίση δηλαδή εκκολαπτόταν αρνούμασταν να το δούμε.

Αποφασίσαμε, λοιπόν, κάποιοι από εμάς να αγνοήσουμε το περιβόητο πολιτικό κόστος. Αυτό νομίζω ήταν μία από τις βασικές ειδοποιούς διαφορές της συμπεριφοράς του λεγόμενου πολιτικού συστήματος μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Η φοβία έναντι του πολιτικού κόστους, η διαρκής κολακεία, οι παροχές, ο συναγωνισμός σε επιδίωξη μεγαλύτερης απόκτησης συμπάθειας και διεύρυνσης της επιρροής μέσω παροχών, αλλά και μέσω της διεύρυνσης του  υπεραιωνόβιου πελατειακού συστήματος, ήταν η μία πλευρά. Αλλά η ξαφνική κρίση που ήρθε καταπάνω μας, η μετάβαση δηλαδή από την περίοδο του όταν «οι θεοί ευλογούσαν», σε μία περίοδο του όταν «οι θεοί ξεχνούσαν», ανάγκασε ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού συστήματος να απαρνηθεί την τρεμαλέα  του συμπεριφορά έναντι του πολιτικού κόστους.

Μία άλλη σημαντική επίπτωση, συνέπεια της de facto χρεοκοπίας, είναι ότι αναπτύχθηκε στον δημόσιο λόγο για πρώτη φορά, πρωτοποριακά και όχι με μισόλογα ή με διάφορες υπεκφυγές, η έννοια της ευθύνης που έχουμε στο να ορίζουμε τη μοίρα μας ως λαός και ως αντιπρόσωποι του λαού. Δηλαδή, παράλληλα από τις θεωρίες συνωμοσίας και τις θεωρίες ότι είμεθα θύματα συγκλονιστικών διαστάσεων τέλειας συνωμοσίας, αναπτύχθηκαν εύλογες και πολύ πιο πειστικές, κατά τη γνώμη μου θεωρίες, ότι αυτά που συμβαίνουν είναι αποτελέσματα της δικής μας κατ’ εξοχήν συμπεριφοράς και ότι είναι η δική μας συμπεριφορά, διορθούμενη, που θα μας οδηγήσει σε έξοδο από την κρίση αν αντιληφθούμε το πρόβλημα, αν πάψουμε να συμπεριφερόμαστε έτσι και αν αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν.

Μια άλλη εντυπωσιακή καινοτομία και καλό αποτέλεσμα της κρίσης, είναι ότι ένα μέρος της κοινής γνώμης, αυτό που κάποτε λέγανε σιωπηλή πλειοψηφία, αντελήφθη το πρόβλημα και έβαλε πλάτη, βαρυγκωμώντας οικονομικά, αλλά έβαλε πλάτη σε όλες αυτές τις θυσίες που υπέστη, προκειμένου η χώρα να αντικρίσει τις βαριές υποχρεώσεις της και να βγει στο ξέφωτο της οικονομικής ανάσας.

Συνήθως ασχολούμαστε στην Ελλάδα με αυτούς που κραυγάζουν, με αυτούς που διαμαρτύρονται, με αυτούς που επιμένουν, με αυτούς που ζητάνε, με αυτούς που κατηγορούν, με αυτούς που καταγγέλλουν, με αυτούς που κάνουν μηνύσεις και δεν ασχολούμαστε με αυτούς οι οποίοι τηρούν τις υποχρεώσεις τους και τηρούν τους νόμους, πληρώνουν τους φόρους τους, δεν σπάνε τζάμια, δεν φωνασκούν. Δεν είναι υποζύγια βέβαια ή δουλοπρεπείς, αλλά έχουν μια άλλη πιο σιωπηλή, πιο διακριτική, θα έλεγα με τη δική μου συντηρητική αντίληψη, συμπεριφορά. Αυτοί οι άνθρωποι θεωρώ ότι μέχρι πριν από λίγα χρόνια υποεκπροσωπούνταν από το ελληνικό πολιτικό σύστημα, είτε διότι θεωρούσε ότι τους είχε στο τσεπάκι, ιδίως η δική μου παράταξη, γιατί αυτοί οι άνθρωποι συνήθως είναι πιο παραδοσιακοί και πιο συντηρητικοί, είτε γιατί δεν είχε νόημα να ασχολείσαι μαζί τους, επειδή δεν φώναζαν, δεν διαμαρτύρονταν, δεν αγανακτούσαν. Νομίζω, όμως, ότι είναι λίγο άδικο να παραγνωρίζουμε και αυτή την πλευρά του λαού. Βεβαίως, υπήρχαν οι αγανακτισμένοι, βεβαίως υπήρχαν αυτοί που ήθελαν και φώναζαν να καεί η Βουλή, να καεί δηλαδή το απείκασμα  των επιλογών τους στην πραγματικότητα και μάλιστα το πιο φευγαλέο των επιλογών τους. Γιατί η Βουλή συντίθεται από πρόσωπα τα οποία φευγαλέα εκπροσωπούν το λαό, ενόψει της δυνατότητάς του μετά από λίγα χρόνια να τους ανακαλέσει. Αλλά εκτός από αυτούς, υπήρχαν και εκατομμύρια μη κραυγαλέοι συμπολίτες μας που υπέστησαν και αυτοί οικονομικές συνέπειες της κρίσης, πλήρωσαν υπέρογκους φόρους, έχασαν δουλειές, μειώθηκαν τα εισοδήματά τους, αλλά κρατήθηκε η χώρα χάρη και σε αυτούς τους ανθρώπους μέσα στην Ε.Ε.,  ώστε ξεπερνώντας σιγά - σιγά την κρίση να διεκδικήσουμε σήμερα ένα καλύτερο μέλλον. Και νομίζω πως μία συνέπεια αυτής της αναγνώρισης και αυτού του «σιωπηλού» κόσμου, είναι και το γεγονός ότι σήμερα αυτός ο κόσμος αισθάνεται ότι δεν υποεκπροσωπείται πια, αλλά έχει και αυτός μία εκπροσώπηση από πολιτικούς ή μάλλον από πολιτευόμενους. Το πολιτικός είναι το απόγειο που πρέπει κανείς να διεκδικεί, περισσότερο πολιτευόμενοι είμαστε, ελπίζω να καταστούμε πολιτικοί κάποτε.

Νιώθει, λοιπόν, αυτός ο κόσμος ότι και αυτός εκπροσωπείται, με έναν διαφορετικό λόγο μετά την κρίση, μετά τα διδάγματα της κρίσης, μετά τα παθήματα που έγιναν διδάγματα και όλος αυτός ο δημόσιος λόγος και από τους πολιτευόμενους  και από τους δημοσιογράφους, τους πανεπιστημιακούς περί ευθύνης, περί αλλαγών που πρέπει να γίνουν, περί μεταρρυθμίσεων, περί μιας οικονομίας η οποία πρέπει να είναι ισοζυγισμένη,  που δεν πρέπει να είμαστε σπάταλοι,  που πρέπει να σκεφτόμαστε τις επόμενες γενιές. Όλα αυτά που θεωρούνταν κάποτε σαν πεζά και μονότονα και καθόλου οραματικά, όλα αυτά στο δημόσιο λόγο απέκτησαν μια μεγαλύτερη βαρύτητα μετά τα παθήματα της χρεοκοπίας και ένα μέρος της κοινωνίας νιώθει ότι εκπροσωπείται περισσότερο ακούγοντας αυτά, παρά πριν που οι πάντες συναγωνίζονταν στο ποιος θα είναι περισσότερο δημοφιλής και γενναιόδωρος.

Πάμε τώρα στη διαχείριση της άλλης κρίσης που ήρθε καπάκι μετά την οικονομική, την κρίση την υγειονομική,  πολύ πιο απροσδόκητη και με πολύ μεγαλύτερη αμηχανία στη διαχείριση αυτής της κρίσης, δεδομένου ότι αυτό είχε να συμβεί τουλάχιστον 100 χρόνια. Η Βουλή τότε δεν είχε καμία ενασχόληση, δεν υπήρχε παγκόσμια υγειονομική κρίση. Ξεκινήσαμε τη Βουλή του 2019 με έναν καλπασμό στη νομοθεσία, υπήρχε μια ετοιμότητα νομοθετική από την πλειοψηφία, ο οποίος μετά τους πρώτους εννέα μήνες κόπασε λόγω του ξεσπάσματος της πανδημίας. Δεν σας κρύβω ότι δεν ήμουν ούτε εγώ ή  οι συνεργάτες μου, ούτε ο πρώην Πρόεδρος, ούτε η Διάσκεψη των Προέδρων, έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε κάτι τέτοιο. Αντιμετωπίσαμε  αυτή την κρίση απροετοίμαστοι μεν, αλλά όχι απροσάρμοστοι. Προσαρμοστήκαμε γρήγορα, ανάγκα και θεοί πείθονται, και φτάσαμε στο σημείο τις πρώτες εβδομάδες της κρίσης, να ακούμε βέβαια τους ειδικούς, μεταξύ των οποίων και τον κύριο Πρύτανη, και να προσαρμόσουμε την λειτουργία της Βουλής σε τέτοιο σημείο αριθμητικού περιορισμού που  σήμερα που το σκέφτομαι απορώ πώς βρήκαμε αυτή την αποφασιστικότητα να το κάνουμε.

Η Βουλή τους πρώτους μήνες της υγειονομικής κρίσης, όταν ψηλαφούσαμε το πρόβλημα της πανδημίας και δεν ξέραμε , ούτε οι υγειονομικοί,  ούτε εμείς πολύ περισσότερο, περί τίνος ακριβώς πρόκειται, έφτασε στο σημείο να συνεδριάζει η Ολομέλεια με έξι βουλευτές, ένας από κάθε κόμμα, με ομόφωνη απόφαση που πήραμε στη Διάσκεψη των Προέδρων. Αλλά για την οικονομία των αποφάσεων, αυτός ο ένας από κάθε κόμμα εκπροσωπούσε τις ψήφους όλου του κόμματός του, γιατί βεβαίως αν ψήφιζαν έξι και ήταν ένας από την πλειοψηφία και πέντε από την αντιπολίτευση, θα παρέλυε το σύστημα.

Αποδεχτήκαμε, δηλαδή, να γίνουμε  αντιπρόσωποι των αντιπροσώπων και να λειτουργεί η Βουλή στην αρχή, όταν επαναλαμβάνω ψηλαφούσαμε το πρόβλημα και δεν ξέραμε την έκτασή του, με 6 βουλευτές στην Ολομέλεια. Ο ένας της πλειοψηφίας εκπροσωπεί τους 158, ο δεύτερος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν 86, δηλαδή η ψήφος του λογάριαζε για 86. Και έτσι λειτουργήσαμε για αρκετούς μήνες, βάλαμε στη Βουλή πολύ πιο γρήγορα από ότι θα κάναμε αν τα πράγματα ήταν ομαλά, σύγχρονες τεχνολογικές  εγκαταστάσεις, ώστε να διευκολύνουμε την εξ αποστάσεως επικοινωνία μας. Και οι συζητήσεις  στις Επιτροπές και στην Ολομέλεια και οι λεγόμενοι φορείς όταν έρχονται να καταθέσουν την άποψή τους, ακόμη και τώρα που έχει κοπάσει αρκετά το πρόβλημα, αλλά δεν έχει εξαλειφθεί, επικοινωνούν και μετέχουν σε συνεδριάσεις της Βουλής μέσω τεχνολογίας, μέσω οθόνης. Γενικεύσαμε  την χρήση επιστολικής ψήφου προκειμένου να αποτρέψουμε την προσέλευση των βουλευτών στο βουλευτήριο.

Συμμαζευτήκαμε, λοιπόν, αριθμητικά, αλλάξαμε τον Κανονισμό της Βουλής, βάλαμε διατάξεις που έχουν σχέση με την διαχείριση πανδημίας που δεν υπήρχαν και εξοπλίσαμε αυτήν την περίφημη Διάσκεψη των Προέδρων με τέτοιες δυνατότητες και τέτοιες ευκαιρίες, ώστε να αντιμετωπίζει με μεγάλη ευελιξία και αποτελεσματικότητα και αποφάσεις γρήγορες, παρόμοιες καταστάσεις. Σήμερα ας πούμε και χθες στη Βουλή, είχαμε 600 τεστ για κορωνοϊό, και βγήκαν για να μην ανησυχείτε, μόνο τρεις θετικοί, πράγμα που σημαίνει ότι είμαστε  και τυχεροί και προσεκτικοί.

Διαχειριστήκαμε, λοιπόν, το θέμα της πανδημίας με δύο στόχους: να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας, αλλά να δώσουμε και ένα παράδειγμα μιας Βουλής, η οποία παρά την κακουχία των περιστάσεων επιμένει να λειτουργεί, γιατί αυτό δεν είναι θέμα ενός κοινοβουλευτικού εγωισμού, αλλά είναι θέμα μιας θεσμικής υποχρέωσης που είχαμε, έστω και υπό χαλεπές συνθήκες, να επιτελούμε το καθήκον μας. Ήταν απαραίτητο το Κοινοβούλιο, γιατί έπρεπε να επικυρώσει τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, για τις οποίες οι συνθήκες ήταν ο ορισμός της ύπαρξης τους, αλλά και γιατί έπρεπε να νομοθετηθούν πολλές από τις πρωτοβουλίες που έπρεπε να παρθούν για την υγειονομική κρίση, αλλά και να συνεχισθεί η ζωή!

Ο κ. Βούτσης σας είπε ότι η Βουλή επιτέλεσε, μεταξύ άλλων, τα τελευταία χρόνια και επιτελεί ένα σημαντικό πολιτιστικό και κοινωνικό έργο. Η Βουλή επιχορηγεί συλλόγους και  συλλογικές δράσεις στους τομείς του πολιτισμού, στους τομείς της κοινωνικής ευθύνης. Η πανδημία αναπροσανατόλισε  τις προτεραιότητές μας, η Βουλή ανέλαβε πρωτοβουλία με ομόφωνη απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων, που και αυτή η Διάσκεψη των Προέδρων από εικοσιπενταμελής, έγινε εξαμελής -δεν ήμασταν και οι 25 ήταν 6 από κάθε κόμμα ένας, αλλά εκπροσωπούσαν και τους 25. Αποφασίσαμε λοιπόν ομόφωνα να ενισχύσουμε από τα οικονομικά αποθέματα της Βουλής, τη δημόσια υγεία  με ταχύτατες διαδικασίες, εκπληκτικά ταχύτατες για ελληνικό δημόσιο. Επιχορηγήσαμε το νοσοκομείο «Σωτηρία», που ήταν σημαιοφόρος της προσπάθειας για την αναχαίτιση της πανδημίας, με 8 εκατομμύρια ευρώ και χτίστηκε, μέσα σε δυόμιση μήνες παρακαλώ, ένα μικρό καινούργιο νοσοκομείο δυόμισι χιλιάδων τετραγωνικών που απετέλεσε ένα μεγάλο κτίριο εντατικής θεραπείας με 50 υπερσύγχρονες κλίνες εντατικής θεραπείας, που σήμερα και χθες και αύριο παίζουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Σώθηκαν ζωές χάρη σε αυτές τις 50 κλίνες που προστέθηκαν στο δημόσιο σύστημα και κάναμε και άλλες δράσεις υπέρ της υγείας, βοηθώντας νοσοκομεία με ασθενοφόρα και άλλα. Αναπροσανατολίσαμε, δηλαδή, το κοινωφελές έργο της Βουλής προς την κατεύθυνση της υποστήριξης της δημόσιας υγείας.

Αύριο έχουμε μια τηλεδιάσκεψη με τους Προέδρους των Κοινοβουλίων όλης της Ε.Ε. και τον Πρόεδρο της Βουλής της Ουκρανίας για να δούμε τι μπορούμε να προσφέρουμε στη χειμαζόμενη αυτή χώρα. Ελπίζω να γίνει τηλεδιάσκεψη. Δηλαδή τώρα αρχίζουμε να σκεφτόμαστε και τρόπους με τους οποίους θα βοηθήσουμε και αυτούς οι οποίοι πλήττονται από την ρωσική εισβολή.

Αυτά ως προς την άλλη παράξενη απροσδόκητη και παρατεταμένη κρίση της πανδημίας και τον τρόπο με τον οποίο η Βουλή το χειρίστηκε. Προφανώς κλείσαμε τη Βουλή σε όλες αυτές τις επισκέψεις που είπε ο κ. Βούτσης και την προηγούμενη περίοδο ήταν αθρόες. Είχαμε εποχές που στη Βουλή έρχονταν πάνω από 140.000 επισκέπτες, κυρίως νέοι για να καμαρώσουν όλο το μουσειακό έργο της Βουλής. Μέσα στην πανδημία κάναμε την περίφημη Έκθεση για το 2021, κυρίως στην αίθουσα των τροπαίων,  την οποία όμως κρατάμε και φέτος, θα την κρατήσουμε και του χρόνου για να μπορέσει να έρθει ο κόσμος αθρόα να την καμαρώσει. Κάναμε την Βουλή των Εφήβων ηλεκτρονικά, καμία σχέση προφανώς, τα συντηρούμε όσο μπορούμε μέχρι να περάσει αυτή η περιπέτεια.

Αυτή ήταν η δεύτερη φάση της κρίσης και σας είπα πάνω κάτω πώς το κινήσαμε, να σκεφθείτε ότι υπήρξαν κουβέντες στην πρώτη Διάσκεψη που κάναμε όταν είχε επιβληθεί γενικευμένο lockdown,  υπήρξαν απόψεις πάνω στην άγνοια του πώς θα εξελιχθεί αυτό, οι οποίες έλεγαν να κλείσει εντελώς η Βουλή. Μάλιστα, είχαν βρει νομίζω και το άρθρο 40 του Συντάγματος, που λέει ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναστείλει τη λειτουργία της Βουλής για ένα χρονικό διάστημα. Δηλαδή, ήμασταν τόσο θορυβημένοι από αυτό που συνέβαινε, που ακούστηκαν και τέτοιες απόψεις. Προφανώς μετά ομόφωνα αποφασίσαμε ότι δεν μπορεί η Βουλή να δώσει το στίγμα της υποχώρησης, αλλά πρέπει να δώσει το στίγμα της προσεκτικής προσαρμογής και νομίζω πως το δώσαμε.

Πάω στο συνολικό θέμα, πριν κλείσω, στο συνολικό θέμα του πώς ένα Κοινοβούλιο αντιμετωπίζει μία περίοδο κρίσης. Εγώ έχω την άποψη ότι ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός είναι κατά βάση ώριμος και επιτυχημένος. Παρά τις γκρίνιες, παρά τα παράπονα, παρά τις κριτικές, αριστοφανικές κριτικές είναι πετυχημένος. Έχουν γίνει αν δεν κάνω λάθος, από το 1843, 67 εκλογές στη χώρα. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των εκλογών θεωρείται ότι έγιναν κανονικά και τίμια και ότι τα αποτελέσματα των εκλογών εκφράζουν το εκλογικό σώμα, γιατί η χώρα μας είναι ίσως από τις πρώτες δύο, τρεις χώρες της Ευρώπης που έχουν καθιερώσει νομοθετικά και κυριολεκτικά, με τα δεδομένα της εποχής, την καθολική ψηφοφορία. Είμαστε από τις πρώτες χώρες που είχαμε καθολική ψηφοφορία, των ανδρών στην αρχή, γιατί έτσι ήταν το κλίμα τότε, μιλάμε για αιώνες πριν, και αργότερα αυτό επεκτάθηκε μετά το 1956 και στις γυναίκες. Ωστόσο, η Ελλάδα υπήρξε πάντα θεσμικά πρωτοπόρος, υπήρχε όμως πάντα αυτό το ανομολόγητο το οποίο δεν συμβάδιζε με τους θεσμούς. Αυτό άλλοι το λένε  νεωτερικότητα των θεσμών, προνεωτερικότητα της κοινωνίας. Εγώ το λέω «το ανομολόγητο», είναι το ίδιο πράγμα. Η βασική πλευρά του ανομολόγητου είναι το πελατειακό κράτος. Ο Μεϋνώ λέει ότι το ρουσφέτι δεν ήταν μία μορφή πολιτικής, ήταν η ίδια  η πολιτική και ήταν  ο μόνος τρόπος για να αλλάξει κανείς τη ζωή του. Αυτό το ισχυρό όπλο από μία εποχή και μετά, και εδώ ο συνάδελφός σας ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου έχει γράψει μία πάρα πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη με τίτλο «Κράτος και ομάδες συμφερόντων», έπαψε να είναι μοναχικό ή ατομικό έγινε συντεχνιακό, συλλογικό. Δηλαδή από τη στιγμή που το πελατειακό κράτος δεν περιόρισε την επίδραση του σε ένα άτομο, αλλά άρχισε να είναι γενναιόδωρο προς όμιλο ανθρώπων, προς τους τραπεζικούς υπαλλήλους, προς τους υπαλλήλους μεγάλων οργανισμών λ.χ., τότε ανετράπη η ισορροπία και δεν ήταν πλέον ο πολιτικός που εξουσίαζε, σε αυτήν την ανομολόγητη σχέση, αλλά ήταν ο επωφελούμενος που εξουσίαζε τον πολιτικό λόγω του μεγάλου αριθμού του. Αυτό ήταν μία μεγάλη ανατροπή που έφερε και τραγικές επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά, αλλά και στην αλλαγή συσχετισμού δυνάμεως και επιρροής.

Προφανώς υπήρχαν και άλλοι λόγοι και φτάσαμε σε αυτό που φτάσαμε στην περίοδο της ουσιαστικής χρεοκοπίας της χώρας. Έτυχε να είμαι εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας, ως γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στη συζήτηση της 6ης Μαΐου 2010, όπου ψηφίστηκε μέσα σε απίστευτες εκδηλώσεις κοινωνικής αναστάτωσης -τότε που κάηκαν ζωντανοί τέσσερις συνάνθρωποι γιατί μία από τις κοπέλες ήταν και έγκυος σε τράπεζα στο κέντρο των Αθηνών- το πρώτο μνημόνιο. Ξεκίνησα την ομιλία μου, ενώ έβραζε το Σύνταγμα, λέγοντας ότι ενώ είμαστε συνηθισμένοι άνθρωποι, καλούμαστε να διαχειριστούμε ασυνήθιστες καταστάσεις και εύχομαι να γίνουμε και εμείς ασυνήθιστοι από δω και πέρα και να διαχειριστούμε σωστά αυτή την κρίση. Και ανέφερα σε εκείνη την ομιλία της 6ης Μαΐου του 2010 μια επιστολή που είχε δημοσιευθεί πριν από λίγες ημέρες στην εφημερίδα «Καθημερινή» και αξίζει να σας πω δυο τρεις σειρές από αυτή την επιστολή για να καταλάβετε τι κλίμα επικρατούσε τότε στην κοινωνία: «Κύριε Διευθυντά»,  λέει ένας αναγνώστης της εφημερίδας, «να λοιπόν που έγινε κατορθωτό οι εκπαιδευτικοί να είναι εναντίον των στρατιωτικών διότι οι τελευταίοι παίρνουν σύνταξη στα 45, οι στρατιωτικοί εναντίον των δικηγόρων γιατί δεν αποδίδουν ΦΠΑ, οι δικηγόροι εναντίον των βενζινοπωλών διότι δεν εκδίδουν αποδείξεις, οι βενζινοπώλες εναντίον των λιμενεργατών διότι λειτουργούν συντεχνιακά, οι τελωνειακοί εναντίον των εκπαιδευτικών διότι δεν εργάζονται τους καλοκαιρινούς μήνες, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι εναντίον των δημοσίων».

Υπήρχε ένα απίστευτο κλίμα κοινωνικού αυτοματισμού και υποκινούμενο,  αλλά και αυθόρμητο. Μια αγωνία στην κοινωνία για το πού πάμε, ο ένας υπέβλεπε τον άλλον και όλοι μαζί, όπως ελέχθη, αδιακρίτως τα έβαζαν με το λεγόμενο πολιτικό σύστημα. Έφτασε στιγμή κυρίες και κύριοι όπου για να φύγεις από τη Βουλή, και δεν πρέπει να τα ξεχνάμε αυτά, έπρεπε να περάσεις με το αυτοκίνητό σου με μεγάλη ταχύτητα ανάμεσα σε έναν διάδρομο που σχημάτιζαν κλούβες της αστυνομίας, που αυτός ο διάδρομος σχηματιζόταν από την έξοδο της Βουλής στα ανθοπωλεία και έφτανε μέχρι το ξενοδοχείο Χίλτον. Και πίσω από αυτό το διάδρομο υπήρχαν διαδηλωτές οι οποίοι δεν είχαν και τις πιο αγαθές προθέσεις για όλους εμάς οι οποίοι φεύγαμε ή εισερχόμασταν  στη Βουλή. Ήταν λοιπόν μια δύσκολη περίοδος, με την οποία επαναλαμβάνω, όλοι έπρεπε να αναμετρηθούμε με κάτι πρωτοφανές που εγώ θεωρώ ότι αυτό το πρωτοφανές ήταν η ανάληψη αποφάσεων οι οποίες παραγνώριζαν το πολιτικό κόστος που μέχρι τότε ήταν ο εξάντας μας, ήταν η πυξίδα μας. Πετάξαμε αυτή την πυξίδα, αρκετοί από εμάς όχι όλοι.

Η φιλοδοξία εξόδου από την κρίση, για να ολοκληρώσω, με ένα Κοινοβούλιο το οποίο θα παίξει αυτόν το ρόλο, είναι η λεγόμενη επιβολή της κανονικότητας. Η κανονικότητα έχει να κάνει με τον παραμερισμό του πελατειακού κράτους, ενός συστήματος που διήρκεσε περίπου δύο αιώνες και το οποίο έφτασε τη χώρα στα όριά της. Είναι η μόνη χρεοκοπία, από τις πολλές που είχαμε, που ευτυχώς συμπαρέσυρε στην συντριπτική του έκταση το πελατειακό κράτος. Επεβίωσε όλων των άλλων χρεοκοπιών, αλλά λόγω των αποκαλυπτικών συνθηκών που ακολούθησαν της τελευταίας χρεοκοπίας, υπέστη και αυτό πάρα πολλές επιπτώσεις, και τολμώ να πω ότι, στη μεγάλη του την ολοκληρωτική του έκταση που υπήρχε στο παρελθόν, σήμερα δεν υφίσταται. Υφίσταται όμως ακόμη ως νοσταλγία, μην υποτιμούμε αυτή την πλευρά και υφίσταται και ως υπόσχεση ανομολόγητη, γιατί επαναλαμβάνω, η πολιτική διεργασία στην Ελλάδα έχει και τα στοιχεία του ανομολόγητου.

 Η  επιβολή της κανονικότητας είναι η νέα μας μεγάλη ιδέα, της ευρωπαϊκής κανονικότητας. Η κανονικότητα, όμως, δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη, η πανδημία έφερε μεγάλες εξελίξεις στον τομέα τον ψηφιακό, απίστευτες εξελίξεις και βελτιώσεις, εντυπωσιακές και καθολικά αναγνωριζόμενες, αλλά άφησε πίσω άλλα πράγματα μοιραία, γιατί απορρόφησε πολύ ικμάδα λειτουργίας του κράτους και έγνοια. Η κανονικότητα ως στόχος, για να επικρατήσει πρέπει να πείσει τον ελληνικό λαό, το πολιτικό σύστημα όχι ότι είναι σωστή, αλλά ότι τον συμφέρει. Μόνο όταν εξηγήσουμε με παραδείγματα ότι η κανονικότητα συμφέρει, τότε θα γίνει πολύ περισσότερο αντιληπτή και τότε θα αγκαλιαστεί πολύ περισσότερο. Δεν ομιλώ περί μιας δύσκολης πειθούς γιατί στην πραγματικότητα ένα νοσοκομείο που δουλεύει με πλήρεις όρους, ένα σχολείο που δουλεύει με όλο το προσωπικό που έχει προβλεπόμενο, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι είναι κάτι προτιμότερο από ένα νοσοκομείο που έχει προσωπικό που του λείπει. Αυτά όλα χτίζονται σιγά σιγά και το πολιτικό προσωπικό της χώρας, παρά τις αντιθέσεις του, δεν έχει αντίρρηση σε αυτά και τα στηρίζει λίγο πολύ. Αυτά όμως θέλουν χρόνο για να επιτευχθούν και αυτός ο χρόνος είναι πάντα σε όφελος και των σειρήνων της παλιάς εποχής, της εποχής του πελατειακού συστήματος, και των σειρήνων του λαϊκισμού και της συνωμοσιολογίας και των σειρήνων εύκολων λύσεων.

Πρέπει λοιπόν να επιμείνουμε σε αυτή την προσπάθεια της κανονικότητας, πρέπει να ολοκληρώσουμε τα μαθήματα από τα παθήματα της χρεοκοπίας και της κρίσης, που και ως Βουλή βιώσαμε, και για να τα ολοκληρώσουμε πρέπει να στηρίξουμε την πορεία προς την κανονικότητα, μια πορεία που πρωτίστως συμφέρει τον ελληνικό λαό.





Επιστροφή
 
Η Διαδικτυακή Πύλη της Βουλής των Ελλήνων χρησιμοποιεί cookies όπως ειδικότερα αναφέρεται εδώ