Ενημέρωση

Ομιλίες Προέδρου Βουλής


ΟΜΙΛΙΑ

ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ κυρίας ΑΝΝΑΣ ΜΠΕΝΑΚΗ ΨΑΡΟΥΔΑ ΣΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΜΕ ΘΕΜΑ : «ΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» (Μέγαρο Μουσικής, 2 Απριλίου 2007)

Οι Ανεξάρτητες Αρχές στο πολιτειακό σύστημα

Κυρίες και Κύριοι,
Είναι χρήσιμη και επιτυχής η σκέψη των διοργανωτών να αφιερωθεί το παρόν νομικό συμπόσιο στο θέμα των λεγόμενων «ανεξαρτήτων αρχών» (Α.Α.). Έχει παρέλθει αρκετός χρόνος, αφότου μερικές από αυτές απέκτησαν συνταγματική κατοχύρωση με την Αναθεώρηση του 2001, και αρκετός χρόνος πρακτικής εφαρμογής, αφότου η Βουλή ανέλαβε το ρόλο που της ανέθεσε ως προς αυτές το Σύνταγμα. Ακόμη υπάρχει ενδιαφέρουσα επιστημονική βιβλιογραφία και στην Ελλάδα επί του θέματος και ήδη μία τουλάχιστον ημερίδα (29.10.02) αφιερωμένη στο θέμα αυτό. Ακόμη η κοινωνία των πολιτών και οι πολιτικοί στους εναλλασσόμενους ρόλους τους έχουν λάβει θέσεις σε ζητήματα που απασχόλησαν τις Α.Α. Συνεπώς πέντε χρόνια επιστημονικής και πολιτικής ενασχόλησης με τις Α.Α. προσφέρουν το απαραίτητο υπόβαθρο για τις πρώτες εμπειρικές εκτιμήσεις.
Πρέπει επομένως να επαινεθεί η πρωτοβουλία του Megaron–Plus, να συγκεντρώσει όλους όσους έχουν ανάμειξη και έγκυρη γνώμη για το θέμα αυτό στο παρόν συμπόσιο. Καθώς μάλιστα συζητείται ήδη μία συνταγματική αναθεώρηση και διανύουμε επιπλέον τον τελευταίο χρόνο της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου μπορεί να προκύψουν χρήσιμες προτάσεις για το άμεσο μέλλον.
Καταρχάς επιθυμώ να οριοθετήσω την προσέγγισή μου στο θέμα, διότι οι πτυχές του είναι πολλές και ποικίλες:
Αντικείμενό μου είναι μόνο οι προβλεπόμενες στο Σύνταγμα πέντε A.A. (αν προχωρήσει η Αναθεώρηση, μπορεί να γίνουν και επτά με την προσθήκη της Επιτροπής Ανταγωνισμού και της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας). Δηλαδή δεν θα με απασχολήσουν οι συνιστώμενες διά νόμου Α.Α., οι οποίες συνεχώς αυξάνονται και οι οποίες παρουσιάζουν εξειδικευμένα προβλήματα έκτασης της «ανεξαρτησίας» τους και ελέγχου αυτών.
Δεν θα διαπραγματευθώ επίσης την αναγκαιότητα ύπαρξης των αρχών αυτών. Τόσο διεθνώς όσο και σε εθνικό επίπεδο έχει διαπιστωθεί ότι είναι αναγκαίες για την προστασία ατομικών δικαιωμάτων, για την εξασφάλιση της διαφάνειας σε ευαίσθητους τομείς της κοινωνικής ζωής, για την ρύθμιση της αγοράς κ.ο.κ.
Δεν θα υπεισέλθω ακόμη ούτε στον επιστημονικό προβληματισμό σε σχέση με το είδος των εξουσιών που ασκούν οι Α.Α. και τις αρμοδιότητές τους καθώς και τη θέση τους μεταξύ των θεσμοθετημένων λειτουργιών του πολιτεύματος. Αρκούμαι στο ότι οι πέντε Α.Α. αντλούν απευθείας από το Σύνταγμα τη νομιμοποίησή τους, ασκούν ένα μέρος εκτελεστικής εξουσίας εκδίδοντας διοικητικές πράξεις εκτελεστές, καθώς επίσης έχουν κανονιστικές αρμοδιότητες στο πλαίσιο του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Με δεδομένο μάλιστα ότι βάσει των νόμων λειτουργίας τους έχουν εξουσία έκδοσης οδηγιών, υποδείξεων, γνωμοδοτήσεων και βέβαια ατομικών διοικητικών πράξεων που αν καταστούν οριστικές δημιουργούν νομολογία, καθώς επίσης ότι οι Α.Α. επιβάλλουν κυρώσεις και διενεργούν, ορισμένες από αυτές, ελέγχους σε ιδιωτικούς χώρους, γίνεται φανερό ότι βρισκόμαστε προ ενός ευρέος φάσματος εξουσιών, που έχει οδηγήσει και στην άποψη ότι μπορεί να βρισκόμαστε μπροστά σε μια τέταρτη πολιτειακή εξουσία, πέραν των γνωστών τριών.
Τέλος, τα πολύ ενδιαφέροντα συγκριτικά στοιχεία σε σχέση με τις άλλες χώρες που διαθέτουν Α.Α. (Ευρώπη, Αμερική) δεν θα με απασχολήσουν, παρά μόνο στο μέτρο που οι δικές μας ρυθμίσεις παρουσιάζουν ιδιορρυθμίες ή δεν βρίσκουν το όμοιό τους διεθνώς.
Έτσι οι παρατηρήσεις μου που θα ακολουθήσουν θα είναι παρατηρήσεις από την κοινοβουλευτική σκοπιά, δηλ. θα επιχειρήσω μια εκτίμηση του ρόλου της Βουλής σε σχέση με τις Α.Α., ρόλο τον οποίο της ανέθεσε ο συνταγματικός νομοθέτης αναζητώντας τον πόλο πολιτειακής εξουσίας υπό τον οποίο θα μπορούσε να θέσει αυτές τις αρχές.
Όπως προανέφερα, υπάρχει ήδη μία πενταετία εφαρμογής των συνταγματικών ρυθμίσεων από την οποία υπάρχουν παρατηρήσεις. Ό,τι επομένως θα ακολουθήσει είναι προϊόν και προσωπικής εμπειρίας από τη θητεία μου ως στελέχους της αντιπολίτευσης και Αντιπροέδρου της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας από συστάσεώς της, ως μέλους της Διάσκεψης των Προέδρων με την ιδιότητα του Δ΄ Αντιπροέδρου της Βουλής και τελευταία ως Προέδρου της Βουλής επί μία τριετία.
Ο προβληματισμός του συνταγματικού νομοθέτη όταν κατέστρωνε τη ρύθμιση περί Α.Α. (άρθρο 101 Α Συντ.) ήταν οφθαλμοφανώς εύλογος: Επί των αρχών αυτών δεν ασκείται κανενός είδους έλεγχος από την εκτελεστική εξουσία, ούτε ιεραρχικός, ούτε σκοπιμότητας, ούτε νομιμότητας, ούτε και οικονομικός – προληπτικός ή κατασταλτικός. Μόνο ο προϋπολογισμός των Α.Α. καταρτίζεται και εκτελείται από το Υπουργείο, στο οποίο υπάγεται η κάθε Α.Α. Μέσω του διαύλου αυτού θα μπορούσε, υποτίθεται, η εκάστοτε κυβέρνηση να ασκεί έμμεση πίεση στην Α.Α. πράγμα μάλλον εξωπραγματικό, διότι οι δυσκολίες των προϋπολογισμών έχουν κατά κανόνα σχέση με δημοσιονομικές ανεπάρκειες και όχι με τον έλεγχο της ουσίας.
Από την άλλη πλευρά, ο ασκούμενος δικαστικός έλεγχος (κατά κανόνα αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο Επικρατείας, την οποία ασκεί και ο Υπουργός), λόγω και του χρονοβόρου των διαδικασιών, δεν φαίνεται αρκετός. Συνεπώς, δεν έμενε άλλη διέξοδος παρά να υπαχθούν οι Α.Α. στη Βουλή, στην οποία εδόθησαν δύο σοβαρές εξουσίες: να ορίζει τη σύνθεσή τους και να ελέγχει τη δράση τους με κοινοβουλευτικό έλεγχο. (¶ρθρο 101 Α΄ Συντ. και 138 Α΄,13-14 του ΚτΒ). Ας δούμε λοιπόν τώρα πώς λειτουργούν αυτές οι αρμοδιότητες της Βουλής και τι περιθώρια βελτίωσης υπάρχουν.
Α. Συγκρότηση των Α.Α.
Σε σχέση με την κατάρτιση της σύνθεσης των Α.Α. υπήρξε διχογνωμία κατά τις αναθεωρητικές εργασίες ως προς το ποιο όργανο της Βουλής θα έπρεπε να επιφορτισθεί με το έργο αυτό. Η τότε αντιπολίτευση υποστήριζε να δοθεί η αρμοδιότητα αυτή στις οικείες διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές, δεδομένου ότι οι επιτροπές αυτές έχουν συνταγματική κατοχύρωση και σύνθεση αναλογική των κομμάτων, η συμπολίτευση υπεστήριζε την λεγόμενη Διάσκεψη των Προέδρων. Επεκράτησε το τελευταίο και έτσι με το άρθρο 101Α΄ του Συντάγματος απέκτησε ως προς το θέμα αυτό συνταγματική περιωπή η λεγόμενη Διάσκεψη Προέδρων, δηλ. ένα όργανο που διαμορφώνεται εκάστοτε από τον Κανονισμό της Βουλής, έχει κυμαινόμενη σύνθεση και κύρια αποστολή έχει να αποφασίζει για θέματα διαδικαστικού χαρακτήρα (την οργάνωση των συζητήσεων) έπειτα από πρόταση του Προέδρου του σώματος και με τον κανόνα της πλειοψηφίας. Σε αυτή την αποστολή της Διάσκεψης προσετέθη, λοιπόν, και η επιλογή των μελών των Α.Α., για την οποία ορίσθηκε ότι πρέπει να επιτυγχάνεται ει δυνατόν ομοφωνία ή τουλάχιστον πλειοψηφία των 4/5. Η ρύθμιση αυτή υποχρεώνει τον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής να επιδιώκει σύμπτωση των απόψεων των κοινοβουλευτικών ομάδων, πράγμα αρκετά δυσχερές και χρονοβόρο.

Πάντως μέχρι στιγμής οι επιλογές όλες έχουν γίνει με ομοφωνία, διότι στην πραγματικότητα η προεργασία έγινε σε κάθε περίπτωση από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής σε διαβούλευση με τα κόμματα. Το προϊόν της διαβούλευσης επικυρώθηκε απλά από τη Διάσκεψη.
Τα κριτήρια της επιλογής των προσώπων που στελεχώνουν τις Α.Α. περιγράφονται στους οικείους νόμους και αυτά επιδιώκεται εκάστοτε να τηρούνται. Είναι κριτήρια ποιότητας, ικανότητας, εξειδίκευσης και προπαντός ακεραιότητας. Ωστόσο, επειδή η επιλογή γίνεται από πολιτικό σώμα, απαιτείται και η επίτευξη πολιτικών ισορροπιών, ώστε να εξουδετερώνεται κατά το δυνατόν η υποψία οποιασδήποτε κομματικής επιρροής.
Θα πρέπει πάντως στο σημείο αυτό να επισημανθεί, ότι το σύστημα που υιοθέτησε ο ελληνικός συνταγματικός νομοθέτης μοιάζει να είναι παγκοσμίως πρωτότυπο, υπαγορευμένο από τις ελληνικές πολιτικές συνθήκες. Από έρευνα που διεξήγαγε η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής έπειτα από ερώτημά μου, προκύπτει ότι κατά κανόνα η σύνθεση των Α.Α. των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών (Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία και Ιταλία) καθορίζεται είτε από την εκτελεστική εξουσία (Π.τ.Δ., Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου, Υπουργικό Συμβούλιο ή αρμόδιος Υπουργός) ή, όπου παρεμβάλλεται η Βουλή, τα αρμόδια όργανά της (Ολομέλεια ή Κοινοβουλευτικές Επιτροπές) αποφασίζουν κατά πλειοψηφία. Το εφεύρημα των 4/5, χωρίς μάλιστα να υπάρχει λύση εάν αυτό δεν επιτυγχάνεται, είναι πρωτοτυπία που μπορεί να οδηγήσει σε συνταγματικό αδιέξοδο. Γι’ αυτό και το κύριο βάρος εναποτίθεται στους ώμους του εκάστοτε Προέδρου της Βουλής, ο οποίος οφείλει κατά τρόπο νομοτελειακό να επιτύχει σύμπτωση των απόψεων των κοινοβουλευτικών ομάδων και να προκαλέσει εν συνεχεία την ομόφωνη επικύρωση της Διάσκεψης των Προέδρων. Σε τελική ανάλυση η λειτουργικότητα του συστήματος επαφίεται στην διαμεσολαβητική ικανότητα του Π.τ.Β. και στην υπευθυνότητα των κομμάτων, χωρίς να προβλέπεται μηχανισμός διεξόδου από ενδεχόμενη κρίση.
Β. Κοινοβουλευτικός έλεγχος
Εάν η ρύθμιση του Συντάγματος και η μέχρι σήμερα πρακτική έχουν οδηγήσει σε μια ως επί το πλείστον ικανοποιητική λειτουργικότητα του συστήματος ως προς τη συγκρότηση των Α.Α. από τη Βουλή, το δεύτερο καίριο ζήτημα που είναι κατά τη γνώμη μου και το σπουδαιότερο, δηλ. ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των Α.Α., εμφανίζεται πιο περίπλοκο.
Το θέμα είναι καίριο, διότι, όπως προελέχθη, μη ασκουμένου ευθέως κανενός είδους ελέγχου από την εκτελεστική εξουσία, λόγω της κατοχυρωμένης προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των Α.Α. κατά την άσκηση του έργου τους, και με δεδομένο ότι ο δικαστικός έλεγχος είναι δυσκίνητος, ο μόνος τρόπος για να τεθεί και η δραστηριότητα των Α.Α. υπό τον έλεγχο της πηγής όλων των εξουσιών, που είναι η λαϊκή κυριαρχία, είναι ο έλεγχος του κοινοβουλίου.
Τί σημαίνει όμως κοινοβουλευτικός έλεγχος των Α.Α.; Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος που ανατίθεται από το Σύνταγμα και τον Κ.τ.Β. στη Βουλή είναι έλεγχος της Κυβέρνησης από κόμματα και βουλευτές. Διεξάγεται με ερωτήσεις (παροχή πληροφοριών), επερωτήσεις (κριτική για την ασκούμενη πολιτική), εξεταστικές επιτροπές, ή ενημέρωση από τους Υπουργούς των κοινοβουλευτικών επιτροπών κ.ο.κ. Προφανώς το είδος αυτό ελέγχου δεν αρμόζει στις Α.Α., παρόλο που έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο βουλευτής δεν στερείται σε καμία περίπτωση του δικαιώματος να απευθύνει οποιαδήποτε ερώτηση ή επερώτηση προς τον Υπουργό. Αλλά τι απάντηση θα πάρει στη συγκεκριμένη περίπτωση; Εάν μεν πρόκειται για τις υποχρεώσεις του Υπουργού έναντι της Α.Α. (προϋπολογισμός, έκδοση διοικητικών πράξεων, νομοθετικές παρεμβάσεις), έχει καλώς. ¶ν όμως ζητούνται πληροφορίες ή ασκείται κριτική για το ουσιαστικό έργο της Α.Α. ουδείς μπορεί να απαντήσει, ούτε και η Α.Α. μέσω του Υπουργού, λόγω της θεσμοθετημένης προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας της.
Γι’ αυτό και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των Α.Α. που θεσμοθετήθηκε με τον Κ.τ.Β. είναι η υποβολή ετήσιας έκθεσης προς τον Πρόεδρο της Βουλής για το έργο τους και η εν συνεχεία παραπομπή της έκθεσης αυτής στη Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας ή στην αρμόδια διαρκή επιτροπή ή σε ad hoc συνιστώμενη επιτροπή από τη Διάσκεψη των Προέδρων προκειμένου να μελετηθεί και να αξιολογηθεί.
Μέχρι στιγμής, η μόνη Επιτροπή που έχει ασχοληθεί κάπως συστηματικά με τις Α.Α. είναι η Θεσμών και Διαφάνειας. Ο έλεγχός της συνίσταται στη μελέτη και συζήτηση επί των εκθέσεων των Α.Α., η κλήση σε ακρόαση των Προέδρων και των μελών των Α.Α. και η σύνταξη έκθεσης της Επιτροπής Θεσμών σε σχέση με τον απολογισμό κάθε Α.Α. Τόσο η Έκθεση της Α.Α. όσο και η σχετική έκθεση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, που περιέχει και την τυχόν γνώμη της μειοψηφίας, μπορούν να εισαχθούν για συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής (άρθρο 107 Κ.τ.Β., ενδεχομένως και άρθρο 41 παρ. 8).
Ο απολογισμός των συζητήσεων αυτών στην Ολομέλεια είναι αρκετά πενιχρός. Από το 2001 που ισχύουν οι σχετικές διατάξεις μέχρι σήμερα έχουν γίνει μία συζήτηση στις 15.5.2003 για την έκθεση του ΑΣΕΠ και δύο συζητήσεις για την έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη (23.4 και 6.5.2003). Έκτοτε δεν έγινε καμία συζήτηση, διότι ουδείς (Κυβέρνηση και κόμματα) την εζήτησε. Όσο για τις ακροάσεις των Προέδρων και μελών των Α.Α. ενώπιον της Επιτροπής, αυτές παρουσιάζουν μεγαλύτερη πυκνότητα, δεν μπορεί όμως κανείς να διακρίνει, αν είναι ακροάσεις για τον έλεγχο του έργου τους ή για την παροχή πληροφοριών σε σχέση με υποθέσεις που ενδιαφέρουν τον κοινοβουλευτικό έλεγχο εναντίον της Κυβέρνησης.
Συνεπώς η εικόνα που παρουσιάζει μέχρι σήμερα ο ασκούμενος «κοινοβουλευτικός έλεγχος» των Α.Α. δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής, ικανός να αναπληρώσει το θεσμικό κενό ελέγχου που εμφανίζει ο έλεγχος των Α.Α.
Η ασχολούμενη με το θέμα σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας με τα 13 μέλη της έχει ως αποστολή, σύμφωνα με τον ΚτΒ, πέρα από την εποπτεία των Α.Α. και την «έρευνα και αξιολόγηση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη μελέτη και επεξεργασία προτάσεων που συμβάλλουν στη διαφάνεια της πολιτικής και γενικότερα της δημόσιας ζωής της χώρας και η παρακολούθηση της εφαρμογής τους. Στην ίδια επιτροπή ανήκει και ο κατ’ άρθρ. 15 παρ. 2 του Συντ. κοινοβουλευτικός έλεγχος των Μ.Μ.Ε.». Είναι προφανές ότι μια επιτροπή με τόσο ευρεία κλίμακα δραστηριοτήτων δεν είναι δυνατόν να εστιάσει, όπως θα όφειλε, το ενδιαφέρον της στις Α.Α.
Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι είναι δεδομένος ο φυσιολογικός εθισμός των Βουλευτών να αντιλαμβάνονται τον κοινοβουλευτικό έλεγχο ως κριτική στη Κυβέρνηση, τότε είναι πρόδηλο ότι ο επιζητούμενος – θα έλεγα – εξ αποστάσεως και με την οφειλόμενη αυτοσυγκράτηση έλεγχος των Α.Α. δεν είναι δυνατό να διεξαχθεί στο προπεριγραφέν πλαίσιο. Έχει γίνει π.χ. αισθητή η διολίσθηση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας σε επιτροπή έντονου κοινοβουλευτικού ελέγχου της Κυβέρνησης στο θέμα των υποκλοπών, μέρος μόνο του οποίου υπήρξε η εκτίμηση του έργου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών μέσω της ακρόασης μελών της.
Εν κατακλείδι μπορεί να λεχθούν τα εξής:
Έχει νομίζω συλλεγεί η απαραίτητη εμπειρία, ώστε να επανεξετασθεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των Α.Α. στο πλαίσιο του ΚτΒ μια και το συνταγματικό πλαίσιο είναι δεδομένο. Είτε μέσω της σύστασης μιας ad hoc Επιτροπής από τη Διάσκεψη των Προέδρων, είτε προτιμότερο μέσω της πρόβλεψης μιας Ειδικής Επιτροπής στον ΚτΒ αυτοτελώς ή ως Υποεπιτροπής της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, διευρυνόμενης καταλλήλως, θα πρέπει να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον και κυρίως να προσδιοριστεί κατά περιεχόμενο τόσο το είδος όσο και η έκταση του κοινοβουλευτικού ελέγχου των Α.Α. Η σύνθεση και οι κανόνες λειτουργίας αυτής της Επιτροπής πρέπει να γίνουν αντικείμενο προσεκτικής μελέτης, καθώς η Επιτροπή αυτή, πέραν των ακροάσεων, θα πρέπει να μπορεί να διενεργεί και επιτόπιους ελέγχους στηριζόμενη κατά περίπτωση από κατάλληλο εξειδικευμένο προσωπικό.
Εξάλλου, δεν μπορεί η Ολομέλεια της Βουλής να μένει αμέτοχη του ελέγχου αυτού, ούτε η συζήτηση περί της κάθε Α.Α. να επαφίεται στην πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης, που είναι φυσικό να ελαύνεται περισσότερο από την επιθυμία άσκησης κριτικής στην Κυβέρνηση μέσω των Α.Α. Η υποχρεωτική αφιέρωση πέντε συνεδριάσεων κατά Σύνοδο, με θέμα τον απολογισμό κάθε Α.Α. μαζί με τη σχετική έκθεση της ειδικής Επιτροπής, θα ήταν ένα εποικοδομητικό μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου. Οι ελεύθερες τοποθετήσεις των Βουλευτών θα έδιναν μια εικόνα και για το πώς αντιμετωπίζει εκάστοτε η κοινή γνώμη τις πρωτοβουλίες ή τη δράση των Α.Α., οι οποίες φυσικά έναντι του πολίτη δεν είναι στο απυρόβλητο.
Γ. Λειτουργικότητα των Ανεξάρτητων Αρχών
Το πλαίσιο λειτουργίας των Α.Α. καθορίζεται πέραν του Συντάγματος και του Κ.τ.Β. από τον εκτελεστικό νόμο του Συντάγματος, που έχει υποστεί βελτιώσεις, και ειδικούς νόμους ή διατάξεις νόμων που έχουν προταθεί από τα Υπουργεία, στα οποία υπάγεται η κάθε Α.Α. Τρία υπουργεία εμπλέκονται βασικά στα της λειτουργίας των Α.Α. (Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Τύπου). Από αυτά και τους σχετικούς νόμους εξαρτάται ο προϋπολογισμός των Α.Α., ο ειδικότερος καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους, ο αριθμός και η εξειδίκευση των προσώπων που στελεχώνουν τις αρχές και γενικά η διοικητική διεκπεραίωση των υποθέσεών τους.
Η εμπειρία από τη μέχρι τώρα πρακτική έχει καταδείξει ορισμένες δυσλειτουργίες, όπως επικάλυψη αρμοδιοτήτων (π.χ. μεταξύ Αρχής Προσωπικών Δεδομένων, Απορρήτου των επικοινωνιών και ΕΣΡ ή μεταξύ Αρχής Προσωπικών Δεδομένων και ΑΣΕΠ), ανόμοια μεταχείριση μεταξύ των Α.Α. σε θέματα διοίκησης και κατάστασης προσωπικού κ.ο.κ.
Κυρίως όμως δεν υπάρχει παρακολούθηση, συνολική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και προπαντός συντονισμός των Α.Α., ακριβώς λόγω της διοικητικής διασποράς σε περισσότερα Υπουργεία.
Συντονισμός και αξιολόγηση των Α.Α. είναι έργα που θα μπορούσε συμβουλευτικά να αναλάβει η Βουλή μέσω της ειδικής επιτροπής, προτείνοντας στα αρμόδια υπουργεία τη λήψη μέτρων.

Κυρίες και Κύριοι,
Οι Α.Α. είναι και στην Ελλάδα μια πραγματικότητα, που άρχισε να γίνεται αισθητή στην πολιτεία και στην κοινωνία. Οι αρχές αυτές εξακολουθούν να είναι και για πολύ καιρό θα παραμείνουν υπό παρατήρηση. Η ευδοκίμησή τους ή όχι είναι συνάρτηση όλων των παραγόντων που προανέφερα, αλλά κυρίως της ακεραιότητας, της σωφροσύνης και της αξιοπιστίας των μελών τους.




Επιστροφή
 
Η Διαδικτυακή Πύλη της Βουλής των Ελλήνων χρησιμοποιεί cookies όπως ειδικότερα αναφέρεται εδώ