Ομιλίες Προέδρου Βουλής
29 Νοεμβρίου 2021
Ομιλία του Προέδρου της Βουλής κ. Κωνσταντίνου Τασούλαστα εγκαίνια της έκθεσης του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατια «Εγώ την αλήθεια…» Απομνημονεύματα, Υπομνήματα, Ενθυμήματα,Αναμνήσεις, Διηγήσεις.
Κυρίες και κύριοι, το 1821 δεν αναμετρήθηκε μόνο με την οθωμανική αυτοκρατορία, επιτυχώς τελικά, έμελλε δύο αιώνες μετά να αναμετρηθεί και με μια αλλόκοτη και πολύ επικίνδυνη κατάσταση η οποία μας έζωσε τα δύο τελευταία χρόνια και που, παρά ταύτα, δεν εμπόδισε τον προσεκτικό εορτασμό, τον προσεκτικό αναστοχασμό, τον πλούσιο αναστοχασμό και τις πολύ πλούσιες και εντυπωσιακές εκθέσεις που έγιναν και γίνονται γύρω από αυτό το γενέθλιο γεγονός του νεοελληνικού κράτους.
Παρά λοιπόν αυτή την αλλόκοτη, επικίνδυνη και ζοφερή ψυχολογικά εμπειρία που περνάμε τους τελευταίους είκοσι τρεις μήνες, η τιμή που αποδίδουμε σε αυτόν τον μοναδικό και ανεπανάληπτο για πολλές γενιές εορτασμό είναι η προσήκουσα και η Βουλή των Ελλήνων είναι μέσα στους σημαιοφόρους αυτής της τιμής και μέσω του Ιδρύματός της και μέσω της Βιβλιοθήκης και μέσω της Ολομέλειάς της και μέσω των σκέψεών της.
Και μία ακόμη εντυπωσιακή πτυχή αυτής της τιμής που η Βουλή αποδίδει στη μνήμη του ’21 είναι η σημερινή έκθεση εδώ, από το Ίδρυμα της Βουλής, για την ανάμνηση του ’21, όπως κατεγράφη από τους πρωταγωνιστές του. Επελέγησαν 21 κείμενα απομνημονευμάτων, ξεκινώντας από τον Περραιβό, τα οποία παρουσιάζονται μπροστά σας και παρουσιάζονται αρκετά στοιχεία που αφορούν αυτά τα απομνημονεύματα, τα κίνητρα, τις αιτίες, τους σκοπούς, την απήχηση και το πότε εμφανίστηκαν αυτά τα απομνημονεύματα.
Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης έγραψε μία πολύ ενδιαφέρουσα και αξιόλογη ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Την παρουσίασε το 1966. Στον πρόλογό του, ως επίλογο έχει την αναμέτρηση ανάμεσα στη σχολαστική και στη ζωντανή αφήγηση, γιατί ένα σημείο της ιστορίας του αφορά την περίοδο που ήταν ο ίδιος δρων πολιτικός. Άρα μία πτυχή της ιστορίας του δεν αφορά έρευνα, αφορά απομνημόνευμα κι αναρωτιέται, θα έλεγα με ευπρεπή αγωνία, αν μπορεί να πετύχει κάποιος τη χρυσή τομή ανάμεσα στη διήγηση της ιστορίας και στην προσωπική αφήγηση της ιστορίας στην οποία συμμετέχει ο ίδιος. Και τελειώνει λέγοντας ότι αυτό έχει κινδύνους, η ζωντανή αφήγηση, δηλαδή, του πρωταγωνιστή, αλλά μπροστά στο κέρδος να παρουσιαστεί μια προσωπική εκδοχή αυτός ο κίνδυνος είναι δευτερεύων.
Πάμε λίγο πιο πίσω, τον Ιανουάριο του 1948. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ παρουσιάζει τα απομνημονεύματα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία πήραν και βραβείο Νόμπελ. Στον πρόλογο πάλι, ο Τσώρτσιλ εξηγεί ότι διδάχθηκε και ακολούθησε το παράδειγμα του Ντεφόε από το έργο «Απομνημονεύματα ενός ιππότη», όπου τα γεγονότα τα σημαντικά, τα πολιτικά και στρατιωτικά, παρουσιάζονται μέσα από την αφήγηση ενός μόνο ατόμου, όπως τα έζησε ο ίδιος. Εξηγεί όμως ο Τσώρτσιλ, για να δώσει αντικειμενικότητα προκαταβολικά στον αναγνώστη για τα απομνημονεύματά του, ότι “σεβάστηκα όλες τις αποφάσεις που ελήφθησαν από σημαντικούς ανθρώπους εκείνη τη δύσκολη περίοδο και δεν έκανα κριτική σε καμία απόφαση εκ των υστέρων με την άνεση που μου δίνει η ιστορική γραφίδα, παρά μόνο εάν είχα κάνει κριτική ως δρων πολιτικός τη στιγμή που εξελίσσετο αυτό το οποίο κριτικάρω”, εισάγοντας και την έννοια της επιείκειας και της κατανόησης αλλά και της σηματοδότησης των δικών μας ευθυνών όταν μετέχουμε στο ιστορικό γίγνεσθαι αντί από το να επισημαίνουμε μόνο τις ευθύνες των άλλων. Τον απασχολούσε δηλαδή πάρα πολύ η αντικειμενικότητα των απομνημονευμάτων.
Το 1821 είναι σήμερα διάπλατα μπροστά μας και η Βουλή των Ελλήνων ήδη από το 2017 ετοιμάζεται και τιμά αυτή τη μεγάλη επέτειο. Το Ίδρυμα της Βουλής με συνέδρια, με έρευνες, με εκδόσεις, με εκθέσεις, όπως η σημερινή, η Βιβλιοθήκη της Βουλής, με εκθέσεις που έχουμε στο κεντρικό κτίριο. Όλα αυτά μαζί αποτελούν μία απολύτως φυσιολογική συνεισφορά του πρώτου δημόσιου θεσμού της Ελλάδας, όπως ήταν η Βουλή, που συνέβαλε στη συγκρότηση και στην καταγραφή της μνήμης για το ’21, χάρη στον αρχειοφύλακα της Βουλής, τον Τερτσέτη, ο οποίος από το 1850 και μετά άρχισε να επιμελείται των αρχείων της παλιγγενεσίας. Δεν μπορούσε, συνεπώς, η εθνική αντιπροσωπεία να λείπει από αυτήν την πρόκληση καταγραφής και περιγραφής της ιστορίας.
Και πρέπει να δούμε αυτά τα απομνημονεύματα, καθώς θα διασχίζουμε την πολύ καλά τοποθετημένη και υγειονομικά, θα έλεγα, έκθεσή μας, να τα δούμε υπό το πρίσμα ότι εγράφησαν από ανθρώπους που τα έζησαν, που είχαν πάθη, που είχαν μια προσωπικότητα, που είχαν αντιθέσεις, αλλά που η συνισταμένη όλων αυτών των περιγραφών και όλων αυτών των συμμετοχών οδήγησε στο νεοελληνικό κράτος.
Ακόμη και ο Ιούλιος Καίσαρ, όταν έγραψε για τον Γαλατικό Πόλεμο, κατέγραψε τις στρατιωτικές του εμπειρίες, τις πολιτικές του κρίσεις και είχε έναν στόχο που έγραψε αυτές τις αναμνήσεις. Ήθελε να απευθυνθεί μέσω των απομνημονευμάτων του στους πληβείους, στο λαό της Ρώμης, ώστε να έχει μια άμεση εκτίμηση της δράσης του και να μην αφεθεί το έργο του στα χέρια της αριστοκρατίας η οποία έβλεπε την άνοδό του με μεγάλη ανησυχία.
Όλα δηλαδή τα απομνημονεύματα, από τον Καίσαρα μέχρι τον Ντε Γκολ, συνεπώς κι αυτά εδώ που θα δούμε, προφανώς έχουν και τη σκοπιμότητά τους. Επ’ ουδενί όμως αυτή η σκοπιμότητα, αυτή, αν θέλετε, ακόμη και η μονομέρεια, δεν βλάπτει την ιστορική τους αξία, αρκεί να τα βλέπουμε μέσα από αυτό το πρίσμα, γιατί άλλο απομνημόνευμα, άλλο ιστορία.
Παραδίδουμε, λοιπόν, μετά πολλών επαίνων προς τους εκλεκτούς συνεργάτες του Ιδρύματος, τον κ. Χατζηβασιλείου κι όλους τους συνεργάτες που συνέβαλαν σ’ αυτό, παραδίδουμε στο αθηναϊκό κοινό αυτή την καταπληκτική έκθεση για το ζωντανό υλικό που δίνει μέσα από μία κοχλάζουσα γραφή τα γεγονότα του ’21. Αυτά μου θυμίζουν λίγο αυτόν τον στίχο που λέει “μισό πραγματικές, μισό γυρνάμενες μέσ’ στο μυαλό ήσαν”. Προφανώς τα γεγονότα που περιγράφονται είναι πραγματικά, ίσως κάποτε και μισογυρνάμενα μέσα στο μυαλό τους. Αλλά και οι δύο αυτές εκδοχές απεικονίσεως είναι αξιέπαινες, είναι χρήσιμες, είναι διαφωτιστικές και γι’ αυτή τη διαφωτιστική συμβολή του Ιδρύματος στη σύγχρονη ματιά του μεγαλύτερου γεγονότος της νεοελληνικής ιστορίας, επιτρέψτε μου και πάλι, κ. Χατζηβασιλείο, να συγχαρώ εσάς και τους συνεργάτες σας.
Επιστροφή