Ομιλίες Προέδρου Βουλής
Αθήνα 24 Νοεμβρίου 2022
Ομιλία του Προέδρου της Βουλής κ. Κωνσταντίνου Τασούλα στα εγκαίνια της έκθεσης “Ιστορίες επιβίωσης” για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή
Πρώην Δημόσιο Καπνεργοστάσιο οδού Λένορμαν
Αθήνα 24 Νοεμβρίου 2022
Κυρία Υπουργέ,
κύριοι συνάδελφοι,
κύριοι συνεργάτες στη Βουλή των Ελλήνων,
αγαπητέ κύριε Θεοχαράκη, που τα “Προσφυγικά” σας, αυτός ο ωραιότατος πίνακας του προσφυγικού οικισμού, μας προϊδεάζουν για την έκθεση της Βιβλιοθήκης της Βουλής,
Το Σεπτέμβριο του 1923, κυρίες και κύριοι, στα τέλη Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα δέχτηκε δύο διαφορετικά μηνύματα από την Κοινωνία των Εθνών. Το ένα ήταν απογοητευτικό, το άλλο ήταν θετικό, παρηγορητικό είναι η σωστή λέξη. Τέλη Σεπτεμβρίου του ’23, μετά την αποτυχία της Κοινωνίας των Εθνών, που ήταν και νεοπαγής τότε θεσμός, να αποτρέψει την ιταλική κατάληψη της Κέρκυρας -για ένα μήνα- η Ελλάδα υποχρεωνόταν να καταβάλει σημαντικό ποσόν δεκάδων εκατομμυρίων λιρών αποζημίωση εις την ιταλική κυβέρνηση του Μουσολίνι, για τη δολοφονία ενός Ιταλού στρατηγού στα ελληνοαλβανικά σύνορα, κοντά στο χωριό Κακαβιά των Ιωαννίνων, τέλη Αυγούστου του ’23, στο πλαίσιο της τότε χαράξεως των συνόρων μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας. Υπήρξε μια ενέδρα και εδολοφονήθη ο Ιταλός στρατηγός Τελίνι και μέλη της ακολουθίας του.
Το γεγονός αυτό οδήγησε την Ιταλία να βομβαρδίσει την Κέρκυρα, να σκοτωθούν στο κάστρο της Κέρκυρας πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί. Φανταστείτε την τύχη αυτών των ανθρώπων: γλύτωσαν από την καταστροφή και τους βρήκαν οι ιταλικές βόμβες μέσα στο κάστρο της Κέρκυρας, αρχές Σεπτεμβρίου του ’23. Και τότε η αρτισύστατη Κοινωνία των Εθνών, μην μπορώντας να αποτρέψει αυτό για το οποίο είχε συσταθεί, συγκάλεσε την Πρεσβευτική Διάσκεψη, ένα θεσμό που προβλεπόταν, για να διαιτητεύσει, για να δικάσει τη διαφορά μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας. Πρόεδρος της Διασκέψεως αυτής ήταν Ιάπων αξιωματικός και επεδίκασε τελικά υπέρ της Ιταλίας ένα σημαντικό ποσό, το οποίο και καταβληθέν οδήγησε τέλη Σεπτεμβρίου εις την αποχώρηση των Ιταλών από την εκβιαστική κατάληψη-κατοχή της Κέρκυρας, για ένα μήνα.
Τον ίδιο μήνα, την ίδια περίπου ημερομηνία, τέλη Σεπτεμβρίου του 1923, μία άλλη επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών, η Δημοσιονομική Επιτροπή, έχοντας ασχοληθεί με το αίτημα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, υιοθετεί την πρόταση της ελληνικής κυβερνήσεως για τη δημιουργία ενός οργανισμού, που τελικά ήταν διεθνής οργανισμός, της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων στην Ελλάδα, η οποία λειτούργησε έως το 1930, διαχειρίστηκε δύο τεράστια προσφυγικά δάνεια τα οποία εδόθησαν γι’ αυτό το σκοπό, συνολικού ύψους άνω των 20.000.000 δολαρίων, παρήγαγε ένα συγκεκριμένο έργο, το οποίο αριθμητικά περιγράφεται εις το ότι διαχειρίστηκε τον πρωτοφανή αριθμό του 1.300.000 προσφύγων, που καθημαγμένοι συνέρρευσαν στην Ελλάδα, κυρίως στις μεγαλύτερες πόλεις και στη Μακεδονία, ασχολήθηκε με τη στεγαστική και επαγγελματική συνδρομή σε αυτούς τους ανθρώπους, τους μοίρασε σε αστικές και αγροτικές περιοχές με αναλογία περίπου μισούς-μισούς, 54% απερροφήθησαν σε πόλεις μεγάλες, 46% σε αγροτικές περιοχές. Κατασκευάστηκαν πάνω από 130.000 κατοικίες στις αγροτικές αποκαταστάσεις, 28.000 κατοικίες που αντικατέστησαν τα παραπήγματα στις αστικές περιοχές. Δόθηκαν εργαλεία, ζωοτροφές, σπόροι, δάνεια σε αυτούς οι οποίοι οδηγήθηκαν προς την αγροτική εκμετάλλευση. Προσπάθησαν να βρουν δουλειές σε αυτούς οι οποίοι οδηγήθηκαν στην αστική αποκατάσταση και το 1930 όταν έπαψε να υπάρχει η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων και έγινε απολογισμός, τα πράγματα είχαν μπει σε μία αρχική σειρά, η οποία όμως δεν ήταν ολοκληρωτική.
Η προσπάθεια αποκαταστάσεως των προσφύγων, το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα του ελληνικού κράτους, όπως έχει σωστά χαρακτηριστεί, συνεχίστηκε και τελικά ολοκληρώθηκε περίπου στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν πλέον τα πράγματα είχαν πάρει μια σειρά, όχι μόνο στο πρακτικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα στους νεήλυδες, στους πρόσφυγες, και στους γηγενείς, διότι δυστυχώς η υποδοχή που υπήρξε δεν ήταν πάντα η υποδοχή της φιλοξενίας. Υπήρξαν λόγω της ανείπωτης φτώχειας της εποχής πολλές τριβές, πολλές συγκρούσεις ανάμεσα στους γηγενείς και στους πρόσφυγες, διότι εκτάσεις οι οποίες ήταν προορισμένες αρχικά για τους γηγενείς, τελικά μοιράστηκαν και στους πρόσφυγες αναγκαστικά.
Για να καταλάβουμε σήμερα, στην Ελλάδα του 2022, την αριθμητική διάσταση της προσφυγικής έλευσης, θα σας πω ότι θα ήταν αν γινόταν αυτή τη στιγμή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υποδοχή 65 εκατομμυρίων προσφύγων. Αν είχε μια τόσο προηγμένη χώρα την ανάγκη να διαχειριστεί ταυτόχρονη έλευση 65 εκατομμυρίων προσφύγων! Τα 1.300.000 πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα κακήν κακώς μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αντιπροσώπευαν κάτι περισσότερο από το ένα πέμπτο του τότε πληθυσμού της Ελλάδος, ο οποίος κατάκοπος κι αυτός και καθημαγμένος από άλλες αιτίες, κυρίως από τη συντριβή και την αυλαία μιας προοπτικής και μιας επιδιώξεως που κράτησε έναν αιώνα, της Μεγάλης Ιδέας, της αλυτρωτικής αυτής διάστασης της εξωτερικής μας πολιτικής, έπρεπε να υποδεχθεί και να ενσωματώσει έναν τέτοιο τεράστιο πληθυσμό.
Τι μας δείχνει αυτή η περίφημη έκθεση της Βιβλιοθήκης της Βουλής, που όντως αξίζουν συγχαρητήρια στην κυρία Καμηλάκη, που προΐσταται της Βιβλιοθήκης, στον κύριο Αγγελόπουλο που προηγήθηκε ακριβώς πριν από μένα, στην οργανωτική, στην επιστημονική επιτροπή; Τι προηγήθηκε αυτής της έλευσης των προσφύγων, στοιχεία της οποίας έλευσης και αποκατάστασης και επιβίωσης και ενσωμάτωσης θα δούμε στα 300 αυτά εμπράγματα και ψηφιακά εκθέματα που σε λίγο θα περιηγηθούμε; Προηγήθηκε κάτι το αφάνταστα συντριπτικό εις βάρος της πατρίδος μας. Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν ήταν μόνο το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, γιατί άλλαξε τις εθνολογικές βάσεις της επιδιώξεως αυτής και χωρίς τις εθνολογικές βάσεις δεν μπορούσε να υπάρξει εδαφική μόνο συνέχιση αυτής της βλέψεως, γιατί ήταν εθνολογικές οι βάσεις, όχι εδαφικές, σκέτο.
Αυτό που κάνει την καταστροφή ακόμη πιο ανυπόφορη και ακόμη πιο αβάσταχτη, είναι ότι δεν ολοκλήρωσε μια πολιτική, την οποία κήρυξε για πρώτη φορά στην Εθνοσυνέλευση στις 14 Ιανουαρίου 1844 ο Ιωάννης Κωλέττης, λέγοντας ότι η ευθύνη της Εθνοσυνέλευσης δεν είναι μόνο οι Έλληνες πολίτες, αλλά η φυλή των Ελλήνων, εννοώντας και τους έξω της Ελλάδος, λέγοντας ότι αυτή η φροντίδα είναι η Μεγάλη Ιδέα. «Της μεγάλης ταύτης ιδέας», είπε ο Κωλέττης, «είμεθα κοινωνοί γιατί μεριμνούμε όχι μόνο για τον ελληνικό πληθυσμό, αλλά και για την ελληνική φυλή». Δεν ήταν λοιπόν μόνο αυτό που τέλειωσε, ήταν στην ουσία η κυριολεκτική, η ιστορική, η εθνολογική αυλαία της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, αν το σκεφτείτε. Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως ολοκληρώθηκε με τη Μικρασιατική Καταστροφή, γιατί τότε ερήμωσε η Μικρά Ασία, αυτή η δυτική χερσόνησος της Ασίας, από το ελληνικό στοιχείο, το οποίο συνέχιζε και μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως να έχει μια παρουσία, η οποία είχε ξεκινήσει τρεισήμισι τουλάχιστον χιλιάδες χρόνια πριν από τώρα. Είναι συνεπώς ασύλληπτης ιστορικής διάστασης αυτή η αλλαγή, στοιχεία της οποίας μέσα από την ανθρώπινη πλευρά της θα δούμε, θα συγκινηθούμε, θα ενημερωθούμε από την περίφημη έκθεση της Βιβλιοθήκης της Βουλής.
Όταν πέθανε ο Πλήθων ο Γεμιστός, ένα χρόνο πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, το 1452, ένας από τους σπουδαιότερους μαθητές του, ο Ιερώνυμος Χαριτώνυμος, γνωστότερος ως “ο Σπαρτιάτης”, έγραψε μια ποιητική υμνωδία για τον Πλήθωνα Γεμιστό, με τον τίτλο «Μονωδία» και σε αυτή τη «Μονωδία» γράφει προφητικά για το γένος των Ελλήνων: «Διασπαρησσόμεθα ημείς οι των λόγων ερασταί εις την της Οικουμένης εσχατιάν». Το ελληνικό γένος θα διασπαρεί στα άκρα της Οικουμένης και αυτή είναι η αποστολή και αυτός είναι ο προορισμός μας. Το ελληνικό έθνος δεν είναι έθνος κατακτητικό, δεν εξαπλωνόμαστε, διασπειρόμεθα, μοιραζόμαστε παντού. Είμαστε έθνος ατόμων, δεν είμαστε στίφη, δεν είμαστε μάζες. Αυτή είναι η διαφορά και αυτή η μοίρα της διασποράς, η οποία σήμερα έχει τη διάσταση που όλοι ξέρουμε σε όλη τη γη, είναι αυτό που σήμερα μας καθοδηγεί και που μας συμβαίνει.
Μετά το 1922, η εξωτερική πολιτική μας εν σχέσει με τα σύνορά μας ήταν συντηρητική, ήταν αμυντική, ήταν διατήρησης. Έναν αιώνα πριν, ήταν επέκτασης με βάση και τα όνειρα και το ρεαλισμό. Και τώρα είμαστε ένα έθνος όπου πρυτανεύει το άτομο, αυτός που ξεχωρίζει, η διάκριση. Δεν είμαστε μάζες, δεν είμαστε στίφη και είμαστε διασπαρμένοι παντού. Εδώ όμως, είναι ο βασικός μας κορμός, το εθνικό μας κέντρο, τα σημερινά σύνορα του ελληνισμού, τα οποία και τα προστατεύουμε και τα υπηρετούμε.
Η Βουλή των Ελλήνων παρουσίασε την έκθεση για την Παλιγγενεσία, την έκθεση για τη γένεση του νεοελληνικού κράτους με έναν εκπληκτικό τρόπο και σκέφτεται κανείς επισκεπτόμενος την Αίθουσα των Τροπαίων της Βουλής ότι αυτό το κτίριο, αυτή η αίθουσα, κύριε Κακλαμάνη, κύριε συνάδελφε, κύριε Πρόεδρε, αυτή η αίθουσα είχε φτιαχτεί, λες, γι’ αυτήν την έκθεση. Και σήμερα που τα σχολεία κατακλύζουν τη Βουλή, μετά τη διετή σιωπή της πανδημίας, αντιλαμβάνεται κανείς τη χρησιμότητα και την ωφελιμότητα αυτής της παρουσίασης μέσα από τα κείμενα και τα έγκατα τα αρχειακά της Βουλής, τα οποία δείχνουν ακριβώς όλη αυτή τη διαδικασία γένεσης του νεοελληνικού κράτους. Και τώρα εδώ στο Καπνεργοστάσιο, σε ένα άλλο τοπόσημο της Βουλής των Ελλήνων, που το έχουμε και το αξιοποιούμε από το 2000, εδώ θα δούμε μια άλλη διάσταση, μια άλλη μνήμη, μια άλλη αφετηρία της σημερινής Ελλάδος. Θα δούμε το πώς στάθηκαν στα πόδια τους αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν εδώ καθημαγμένοι.
Και για να καταλάβετε τη δυσκολία της δικής τους ενσωμάτωσης, θυμάμαι ότι σε ένα από τα εφηβικά, από τα νεανικά αναγνώσματα -ήταν και τηλεοπτικό πρόγραμμα κάποτε- το μυθιστόρημα του Αντώνη Τραυλαντώνη «Η λεηλασία μιας ζωής», σε αυτό το μυθιστόρημα ο δημοτικιστής πεζογράφος, Αντώνης Τραυλαντώνης, περιγράφει την πνιγηρή ατμόσφαιρα στην Αθήνα του Μεσοπολέμου και παρουσιάζει τον ήρωα του μυθιστορήματός του να ψάχνει να βρει στο κέντρο της Αθήνας κάποιον γνωστό του. Δεν μπορεί να τον βρει κι όταν ρωτάει γι’ αυτόν του απαντούν ότι «εδώ ήταν ο κύριος τάδε», που το επίθετό του τέλειωνε σε –ογλού, ένας δεύτερος κύριος που το όνομά του τέλειωνε και αυτό σε –ογλού και γράφει ο Τραυλαντώνης στο μυθιστόρημα «Η λεηλασία μιας ζωής» ότι αυτή η «ογλοκρατία, που επικρατεί στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια να μην σας παραξενεύει». «Ογλοκρατία» έγραψε, παίζοντας με τη λέξη «οχλοκρατία». Το γεγονός ότι άκουγαν αυτά τα καινούργια επίθετα, και σας το λέω όχι για να κριτικάρω, όχι για να επιτιμήσω, αλλά για να καταλάβουμε μέσα από αυτή τη λέξη τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτοί οι άνθρωποι πέτυχαν την επιβίωση, πέτυχαν την ενσωμάτωση, πέτυχαν να μπολιάσουν τη νέα Ελλάδα στη νέα της μορφή, στη νέα της αποστολή, η οποία είναι η σημερινή της αποστολή: η νέα μεγάλη ιδέα του έθνους, η προκοπή, η ανόρθωση και η προστασία της κυριαρχίας μας.
Αντιλαμβανόμενοι, κυρίες και κύριοι, και κλείνω εδώ, το τι πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι, το πώς προσαρμόστηκαν, το πώς έγιναν δεκτοί, το πώς βοηθήθηκαν, αλλά και το πώς αυτενέργησαν στην αγροτική και αστική τους αποκατάσταση, μέσα από τα πολύτιμα εκθέματα της Βιβλιοθήκης της Βουλής, αντιλαμβανόμεθα το δεύτερο: τη δεύτερη κοτυληδόνα του δικοτυλήδονου έθνους μας. Το έθνος μας είναι δικοτυλήδονο, στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Η μία από αυτές τις κοτυληδόνες ήρθε όπως ήρθε στην Ελλάδα και μας μπόλιασε. Δεν ήρθε σαν κάτι ξένο, δεν ήρθε σαν κάτι αλλότριο, σαν κάτι ενοχλητικό. Ήρθε σαν μια άλλη Ελλάδα, η οποία ενσωματώθηκε και μας δυνάμωσε.
Αντιλαμβανόμενοι λοιπόν τη μικρασιατική Ελλάδα, αντιλαμβανόμενοι τη μικρασιατική συνείδηση, δεν αντιλαμβανόμεθα κάτι καινούργιο, κάτι άλλο, κάτι ξένο, κάτι αλλότριο που ενσωματώθηκε σε εμάς, αλλά αντιλαμβανόμεθα καλύτερα τον ίδιο μας τον εαυτό.
Και πάλι συγχαρητήρια για την καταπληκτική έκθεση που σε λίγο θα θαυμάσουμε.
Επιστροφή