Ομιλίες Προέδρου Βουλής
Αθήνα, 13 Νοεμβρίου 2024
Χαιρετισμός του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων, κ. Κωνσταντίνου Τασούλα, στην ημερίδα «Η ελληνική Δικαιοσύνη και η μετάβαση στη Δημοκρατία»
«Κύριε Υπουργέ Δικαιοσύνης,
Κύριοι συνάδελφοι,
Κύριε Πρόεδρε του Συμβουλίου της Επικρατείας,
Κυρία και κύριοι Επίτιμοι Πρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας,
Κυρίες και κύριοι,
Το θέμα το οποίο πραγματεύεται η σημερινή ημερίδα του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και της Ένωσης Δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την παρέμβαση αξιόλογων, σημαντικών ομιλητών, για καίρια θέματα, είναι ένα θέμα το οποίο ίσαμε τώρα ήταν αλαμπές. Ένα θέμα το οποίο ήταν «υπό τον μόδιον», όπως λένε οι φιλακόλουθοι.
Η σχέση της Δικαιοσύνης με τη Μεταπολίτευση δεν έχει εξετασθεί όσο θα έπρεπε. Η Μεταπολίτευση σχετίζεται κυρίως με πολιτικές παραμέτρους, εθνικές παραμέτρους, κοινωνικές παραμέτρους, στρατιωτικές παραμέτρους, αλλά δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα μία εξέταση της σχέσεως της Μεταπολιτεύσεως με την πορεία της Δικαιοσύνης.
Και αυτό το κενό το καλύπτει η σημερινή εκδήλωση, γι’ αυτό και αξίζουν συγχαρητήρια ο Σύλλογος των Δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας και το Ίδρυμα της Βουλής που εξακολουθούν να συνεργάζονται όπως συνεργάζονται, κύριε συνάδελφε και προερχόμενε εκ της Δικαιοσύνης, κύριε Αθανασίου, και στο πολύ ενδιαφέρον θέμα της καταγραφής της Ιστορίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο βρίσκεται, κύριε Τσούκα, εις την φάση της εκδόσεως του πρώτου τόμου.
Η Ιστορία του Συμβουλίου της Επικρατείας, γραμμένη από κοινού, από το Ίδρυμα της Βουλής και από τον Σύλλογο των Δικαστών, είναι μία πολύ καλή αρχή η οποία αξίζει τον κόπο να εξετασθεί εάν μπορεί να εφαρμοστεί και για άλλα ανώτατα Δικαστήρια.
Για να καταλάβουμε τη σχέση της Δικαιοσύνης με τη ροή της Μεταπολιτεύσεως, τη ροή κυρίως των πρώτων μηνών της Μεταπολιτεύσεως, που ήταν ασθματικοί λόγω των εντόνων ρυθμών της, θα πρέπει να αντιληφθούμε πριν τη σημασία που απέδιδε στη Δικαιοσύνη ο πρωτομάστορας της Μεταπολιτεύσεως, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Αν δεν καταλάβουμε το πώς αντιμετώπιζε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τη Δικαιοσύνη, δεν θα καταλάβουμε πολύ και τις δικαιοπολιτικές παραδοχές της Μεταπολιτεύσεως όπως αυτές παρουσιάζονται μέσα από τη δίωξη των πρωταιτίων, μέσα από τις αλλαγές στη Δικαιοσύνη, μέσα από τις συντακτικές πράξεις που αφορούν εις την ευρυθμία της Δικαιοσύνης.
Είχε μια μεγάλη ευαισθησία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για την έννοια και για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, ίσως γιατί λίγο πριν γίνει Πρωθυπουργός μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου Παπάγου, τον Οκτώβριο του 1955, είχε υποστεί, κύριε Υπουργέ, και αυτός, τα αναγκαστικά διόδια που υφίσταται όποιος αναμειγνύεται εις τον δημόσιο βίο, τα αναγκαστικά διόδια της διαβολής.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στο βιβλίο του για την Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, γράφει ότι ο δημόσιος βίος είναι ο δρόμος όπου στήνονται οι πιο πολλές ενέδρες. Και μία βασική ενέδρα εις τους ακολουθούντες την πορεία του δημοσίου βίου είναι να υποστούν τα επίχειρα της διαβολής. Αλλά μην το πάρετε για κακό.
Η επιπολάζουσα τάση να διαβάλλουμε επιβεβαιώνει τη φυλετική συνέχεια των Ελλήνων. Οπότε, ο Φαλμεράυερ καταρρίπτεται μόνο και μόνο με τη δικομανία και την τάση μας να συκοφαντούμε. Δείτε την καλή πλευρά της συκοφαντίας!
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, λοιπόν, το καλοκαίρι του 1955, υπέστη μία τερατώδη κατηγορία εις βάρος του Υφυπουργού του και πρώτου Υπουργού Δικαιοσύνης της Μεταπολιτεύσεως –όλα αυτά έχουν σχέση– Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, βουλευτού Κορινθίας, ότι δήθεν εζήτησε από τον αντιπρόσωπο της Siemens –πάντα η Siemens– το 1955, Ιωάννη Βουλπιώτη, κατοχικό διευθυντή της Ραδιοφωνίας, 100.000 δολάρια, για να αναθεωρήσει μία σύμβαση με τη Siemens προς τα πάνω, η οποία είχε συναφθεί το 1953.
Ο Βουλπιώτης πήγε στο γραφείο του Παπάγου -ο Παπάγος ήταν ήδη σε πολύ άσχημη κατάσταση υγείας- και υπέβαλε την καταγγελία. Όταν έμαθε ο Καραμανλής ότι κατηγορείτο ο Υφυπουργός του, του εζήτησε να κάνει αμέσως μήνυση, η μήνυση δικάστηκε πολύ γρήγορα –να ένα θέμα που πρέπει να το ξαναδούμε, φανταστείτε αυτό να σερνόταν– και καταδικάστηκε και μπήκε φυλακή ο Βουλπιώτης δύο χρόνια.
Πάμε τώρα στην περίοδο που ο Καραμανλής ήταν στο Παρίσι, το 1966. Ο διακεκριμένος νομικός Αλέξανδρος Βαμβέτσος, βουλευτής Τρικάλων και σπουδαίος πράγματι νομικός, ήταν μάλιστα, κύριε Φλωρίδη, αρχηγός ενός κόμματος που ελέγετο «Τρίτη Κατάστασις», ο Βαμβέτσος, λοιπόν, δημοσίευσε μία κριτική για τη θητεία του Καραμανλή στην πρωθυπουργία και του καταλόγιζε φαυλότητα στις επιλογές. Δεν απαντούσε σε αυτά. Στον Βαμβέτσο απάντησε. Έχω την επιστολή αυτή, έγινε την 1η Νοεμβρίου του 1966, δεν πήρε δημοσιότητα, και γράφει:
«Αγαπητέ Αλέκο, διάβασα τα άρθρα σου. Επί της σκέψεως που διατυπώνεις, δεν έχω να κάνω παρατηρήσεις για το γενικό πρόβλημα της χώρας. Δεν μπορώ να αντιπαρέλθω ορισμένα σημεία των άρθρων τα οποία με αφορούν και τα οποία έχουν να κάνουν με ιστορικές ανακρίβειες και βαριές αδικίες. Μου καταλογίζεις φαυλότητα και με παραλληλίζεις με τον Δεληγιάννη. Σοβαρώς το υποστηρίζεις αυτό; Εάν ναι, τότε δεν αδικείς εμένα αλλά τον Βαμβέτσο. Αλάθητος δεν υπήρξα. Άλλο όμως σφάλμα και άλλο φαυλότης. Φαυλότης θα πει να βλάπτεις ενεπιγνώτως τον τόπο και να ωφελείς το κόμμα σου ή να αδικείς άλλους. Ημπορώ να σε βεβαιώσω ότι η πολιτική μου νοοτροπία υπήρξε εντελώς απηλλαγμένη από το πνεύμα αυτό. Αλλ’ εάν δεν σε πείθει η διαβεβαίωσις, ελπίζω να σε πείσουν τα συγκεκριμένα γεγονότα που θα επικαλεσθώ». Και πρώτο αναφέρει το εξής: «Πρώτον για τα πρόσωπα. Την Δικαιοσύνην την ενεπιστεύθην στον Καυκά, στον Μητρέλια, στον Μαυρομιχάλη, στον Κυριακό, στον Σολιώτη και σε άλλους εις βάρος κομματικών μου φίλων και παρά τας ζωηράς αντιρρήσεις συνεργατών μου. Μετά τον θάνατο δε του Σουλιώτη, ηρνήθην εν όψει εκλογών να συμπληρώσω την θέσιν του, για να αφήσω την πρωτοβουλία στην κυβέρνηση που θα προήρχετο από τας εκλογάς. Το έκανε εν τούτοις η υπηρεσιακή κυβέρνησις».
Έχει δίκιο σ’ αυτό. Ο Σολιώτης, μετά από δέκα χρόνια υπηρεσίας στην προεδρία του Συμβουλίου Επικρατείας, πέθανε το 1961 και η υπηρεσιακή κυβέρνηση Δόβα των εκλογών του 1961, με Υπουργό Δικαιοσύνης τον Τσιριντάνη, έβαλε τον Μητρέλια, ο οποίος έμεινε μέχρι το 1966.
Εν συνεχεία αναφέρει άλλες τοποθετήσεις, που έκανε στο διπλωματικό σώμα, στο στρατό, για να αποδείξει αυτό. Το πρώτο που τον ενόχλησε, το πρώτο που τον ενόχλησε ήταν η κατηγορία της φαυλότητος, ότι έκανε προσωπικές επιλογές στη Δικαιοσύνη. Και το ανασκευάζει σ’ αυτή του την επιστολή.
Αυτή η ευαισθησία –και για όσους ξέρουν τα ονόματα έχει δίκιο που λέει ότι δεν ήταν φίλοι του αυτοί όλοι- αυτή η ευαισθησία πρέπει να συνεκτιμηθεί εν σχέσει με τη συμπεριφορά του εν συνεχεία ως κυβερνήτου της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος για τα πρώτα βήματα αποκαταστάσεως της ευρυθμίας στη Δικαιοσύνη.
Πριν, όμως, πω για αυτό, θέλω να ξέρετε ότι, εκτός από αυτήν την ευαισθησία στη Δικαιοσύνη, είχε και μια ευαισθησία σε μία αποκαθήλωση, που έπρεπε να γίνει στη χώρα.
Η πιο δύσκολη αποκαθήλωση, για την οποία και σήμερα παλεύουμε. Την αποκαθήλωση της νοοτροπίας του να είμαστε υποχρεωτικώς τσακωμένοι. Της νοοτροπίας να είμαστε διαρκώς σε ένα διχασμό. Της νοοτροπίας να είμαστε σε υπερένταση και στην τοξικότητα μέσα στο πολιτικό σκηνικό των αντιπαραθέσεων. Η χώρα είχε μείνει καρφωμένη στην ολέθρια χρονολογία 1915. Καρφωμένη στην ολέθρια χρονολογία της ενάρξεως του εθνικού διχασμού. Και έτσι προσπάθησε θεσμικά και με τη συμπεριφορά του, με τη Μεταπολίτευση και με το Σύνταγμα και με τις τοποθετήσεις που έκανε και στη Δικαιοσύνη, επιχείρησε την αποκαθήλωση αυτού του καρφώματος της χώρας στην ένταση και την υπερένταση και την τοξικότητα, που ερχόταν από την εποχή του διχασμού και το οποίο ανανεώθηκε, εν συνεχεία, με τον λεγόμενο εμφύλιο πόλεμο.
Ας δούμε τώρα ποιοι ήταν Υπουργοί Δικαιοσύνης, γιατί δεν είναι όλα θεσμικά και όλα θεωρητικά. Τα πρόσωπα κάνουν τη διαφορά. Υπουργός Δικαιοσύνης επί κυβέρνησης Παπάγου ήταν ένας διακεκριμένος ποινικολόγος, ο Μπαμπάκος. Ο Μπαμπάκος, σπουδαίος ποινικολόγος. Ο πρώτος, εν συνεχεία, ήταν ο Κωνσταντίνος Αδαμόπουλος. Μετά ο Παπακωνσταντίνου. Μετά ο Καλλίας. Μετά πάλι ο Παπακωνσταντίνου. Και τον Παπακωνσταντίνου τον βλέπουμε πάλι στη Μεταπολίτευση το 1974, τον μετέπειτα Πρόεδρο της Βουλής.
Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, ήταν εκείνος ο οποίος συνέβαλε τους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης, τους κεκαυμένους εκείνους μήνες, να ολοκληρωθούν κάποιες δικαιοπολιτικές πρωτοβουλίες, οι οποίες είχαν να κάνουν με δύο συντακτικές πράξεις, του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου, για την αποκατάσταση της ευρυθμίας στη Δικαιοσύνη και με την απαραίτητη διεξαγωγή των δικών, των πρωταιτίων του πραξικοπήματος, με βάση τις αρχές του δικαίου και όχι με βάση αναδρομικούς νόμους ούτε με βάση έκτακτα στρατοδικεία.
Δικάστηκαν από τακτικούς δικαστές όλοι. Και δικάστηκαν με βάση τη νομοθεσία που υπήρχε όταν διεπράττοντο τα αδικήματά τους. Η εσχάτη προδοσία ίσχυε το 1967, όταν έγινε το πραξικόπημα. Τα βασανιστήρια δεν ίσχυαν και αντιμετωπίστηκαν σαν βαριές σωματικές κακώσεις νομίζω. Αλλά όλα αυτά αντιμετωπίστηκαν όπως τα αντιμετώπιζε μια δυτική χώρα, που επανήλθε στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όπως έγινε και η Ελλάδα τότε το 1974.
Ακόμη και η Διεθνής Αμνηστία, που είναι τόσο δύσκολη στο να διατυπώσει μία επαινετική κουβέντα για το κράτος δικαίου, επήνεσε την Ελλάδα και την Πορτογαλία εκείνη την εποχή για εκείνες τις δίκες, οι οποίες δε συντήρησαν, δε συντήρησαν τον διχασμό και δε συντήρησαν την υπερένταση. Και δεν ήταν εκδίκηση, ήταν απονομή δικαιοσύνης.
Και κλείνω το χαιρετισμό συγχαίροντάς σας για την πρωτοβουλία σας, λέγοντας ότι ένα θέμα, που απασχόλησε τα πρώτα χρόνια της μεταπολιτεύσεως -και το οποίο θυμάμαι και εγώ ως νέος φοιτητής της νομικής- ήταν το θέμα της συχνότατης, τότε, επίκλησης του λεγόμενου κοινού περί δικαίου αισθήματος.
Ό,τι, τότε, δεν συμφωνούσε με μία αντίληψη, ότι πρέπει να εκτελεστούν οι χουντικοί και όχι να γίνει ισόβια δεσμά ή ότι πρέπει να δικαστούν πολλοί περισσότεροι από όσους δικάστηκαν ή ότι υπάρχει επιείκεια γι’ αυτούς.
Όλα αυτά ελέγοντο κυρίως πάνω στη βάση του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Τότε κι εγώ, ως νεαρός φοιτητής, προσπάθησα να καταλάβω πως θα ήταν τα πράγματα αν άκουγαν οι δικαστές το λεγόμενο κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Αν μπορούσε κάποιος να το εκφράσει βέβαια, γιατί ετίθετο και θέμα ποιος το εκφράζει αυτό. Και θυμάμαι τότε ότι έγιναν πολλές τέτοιες συζητήσεις και από τον υπουργό Δικαιοσύνης και από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Μπλέτσα, για το ότι οι δικαστές δεν μπορούν να υποκύπτουν εις την αντίληψη του κοινού περί δικαίου αισθήματος, όσο δημοφιλής κι αν είναι αυτή η έκφραση, όσο συμπαθής είναι αυτή η έκφραση.
Δεν υπήρξε αυτή η ανταπόκριση και υπάρχει, μάλιστα, στις 29/12 του 1975 και μια εγκύκλιος προς τους εισαγγελείς εφετών όλης της χώρας, τους επικεφαλής των εισαγγελιών, από την εισαγγελία του Αρείου Πάγου, που προσπαθούσε να τους ενθαρρύνει εις το να μη νιώθουν ότι διαπράττουν έγκλημα καθοσιώσεως, αν δε συνάδει η γνώμη τους με το λεγόμενο κοινό περί δικαίου αισθήματος. Ήταν μια πολύ δύσκολη εποχή, πάρα πολύ δύσκολη εποχή, έπρεπε να τηρηθούν κάποιες ισορροπίες.
Η δικτατορία δεν έπεσε το βράδυ της 24ης. Έπεσε σιγά σιγά, με πολλή προσοχή και πολύ αριστοτεχνικές κινήσεις, πολύ αργότερα. Θα μπορούσε κάλλιστα η δικτατορία να επανέλθει, αν δεν υπήρχαν αυτές οι αριστοτεχνικές, μετρημένες κινήσεις.
Και οφείλω, σαν ένα μνημόσυνο και μια πράξη δικαιοσύνης, να αναφέρω τα ονόματα των δικαστών, που στις 6 Σεπτεμβρίου του 1975 το Υπουργικό Συμβούλιο τοποθέτησε στην κορυφή της Δικαιοσύνης.
Τοποθέτησε το Υπουργικό Συμβούλιο, στις 6 Σεπτεμβρίου του 1975, Πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας τον Μαραγκόπουλο. Αντιπροέδρους τον Τσιμαράτο, τον Κυριακό, τον Αγγελίδη και τον Μπουρόπουλο. Πρόεδρο του Αρείου Πάγου τον Μαργέλο και αντιπρόεδρο τον Κωνσταντίνο Ζαχαρή, ο οποίος την επόμενη χρονιά έγινε Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.
Όλη αυτή η αναδρομή στο πως αντιλαμβανόταν τον ρόλο της Δικαιοσύνης και τι υπόληψη είχε στη Δικαιοσύνη ο πρωτομάστορας της Μεταπολιτεύσεως Καραμανλής, όλη αυτή η αναφορά στα πρόσωπα τα πρώτα της Δικαιοσύνης στη Μεταπολίτευση ή στο πως χειρίστηκαν, με τρόπο που προσιδίαζε σε δυτική δημοκρατία και όχι σε δημοκρατία που κατέφευγε σε στρατοδικεία και σε εκδίκηση, την τιμωρία των πρωταιτίων της δικτατορίας, δείχνει ότι η συμβολή της Δικαιοσύνης στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας ήταν σημαντική.
Και αν το θέμα αυτό παρέμεινε αλαμπές και ανεπεξέργαστο μέχρι σήμερα, όσα είπα και όσα, κυρίως, θα πείτε εσείς αναδεικνύουν το πόσο σπουδαία είναι αυτή η ημερίδα και πόσο δικαιοσύνη απονέμουμε στην ίδια τη Δικαιοσύνη για τη συμβολή της στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Σας ευχαριστώ»
Επιστροφή