ΑΦΙΕΡΩΜΑ 18 ΤΕΥΧΟΣ_058 Με την επανάσταση τού 1821 κατά τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μετά από ποταμούς αιμάτων των Ελλήνων επαναστατών, οι μεγάλες δυνάμεις τής Ευρώπης, επέτρεψαν να συσταθεί, εν έτει 1829, το πρώτο ελεύθερο ελληνικό κράτος πού, όμως, η εδαφική έκτασή του ήταν ελάχιστη, εφ’ όσον περιέλαβε στα όριά του μόνο τηνΠελοπόννησο, τήν Ρούμελη, την Εύβοια και τις νήσους Κυκλάδες και Σποράδες. Ο εν λόγω ορισμός των ορίων τού Ελληνικού κράτουςήτανεμφανώςάδικοςεφ’ όσονέμειναναλύτρωτες μεγάλες περιοχές, ελληνικές από αρχαιοτάτων χρόνων και με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς, όπως η Θεσσαλία, ηΉπειρος, ηΜακεδονία, η Θράκη, τά νησιά τού Ανατολικού Αιγαίου, καθώς και η μεγαλόνησος Κρήτη, για να μην αναφερθούμε στις ελληνικές πόλεις τής πρόσωΜικράς Ασίας, τού Πόντου και στην μεγαλόνησο Κύπρο. Έτσι λοιπόν, στη συνείδηση των Ελλήνων, η επανάσταση τού 1821 ήταν ημιτελήςως προς τα αποτελέσματά της, γι’ αυτό και εν συνεχεία, στη διάρκεια τού 19ου αιώνα, σεπολλέςαπότιςπαραπάνωαλύτρωτες περιοχές, οι σκλαβωμένοι Ελληνες κατ’ επανάληψη επαναστάτησαν προσπαθώντας να επιτύχουν την απελευθέρωσή τους και την ένταξή τους στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος. Ωστόσο, χάρη στις αλλεπάλληλες επαναστάσεις των Ραδοβυζίων -μιάς «ανταρτομάνας» ορεινής περιοχής τής Άρτας, στα 1854, στα 1866 και στα 1878 (οι οποίες αποτέλεσαν και έναυσμα για ευρύτερες επαναστατικές εξεγέρσεις σεάλλεςαλύτρωτεςπεριοχές), τοέτος1881εντάχθηκανστον εθνικόκορμό ηΘεσσαλία και μέρος τής Αρτας με όριο τον Αραχθο ποταμό. Χρειάσθηκαν αρκετά χρόνια και αλλεπάλληλοι επαναστατικοί αγώνες, για να έρθει η ώρα μιας ευρύτερης εξεγέρσεως των Βαλκανικών λαών κατά των Τούρκων δυναστών, οπότε, με τούς πολυαίμακτους Βαλκανικούς Πολέμους, υπερδιπλασιάσθηκαν τά σύνορα τού ελευθέρου Ελληνικού Κράτους, με την ενσωμάτωση τών αρχέγονων Ελληνικών εδαφών τής Μακεδονίας, τών νήσων τού Β.Α. Αιγαίου, τής Κρήτης και μέρους τής Θράκης. Ιδιαιτέρως για τηνΉπειρο, ηδιά τών όπλων κατάληψη τής φυσικής πρωτεύουσάς της, τής φημισμένης πόλεως τών Ιωαννίνων, καθώς και τών πέριξ αλύτρωτων ηπειρωτικών εδαφών, προσέδωσε (εννοείται μαζί με την παράλληλη κατάληψη τής Θεσσαλονίκης), στην Ελλάδα, κυρίαρχη θέση στα Βαλκάνια. Ωστόσο, ενώ στο πολεμικό μέτωπο της Θεσσαλίας, οι πολεμικές επιχειρήσεις ήσαν ραγδαίες, εφ’ όσον εκεί παρατάχθηκεοκύριοςόγκοςτώνδυνάμεωντού Ελληνικούστρατούμέεπτά (7) μεραρχίεςκαι μεεπικεφαλής τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο, η επέλασή του υπήρξε θυελλώδης και εντός τού Οκτωβρίου 1912 απελευθερώθηκαν -μετά την Ελασσόνα- κατά σειράν η Κοζάνη, τά Γρεβενά, τά Σέρβια, η Βέροια και τήν 16η Οκτωβρίου η Κατερίνη, ενώ -με την ταχύτατη διάβαση τού Αξιού ποταμού- οι Ελληνικές δυνάμεις ήλθαν πρό τής Θεσσαλονίκης, την οποία και απελευθέρωσαν την 26η Οκτωβρίου 1912, μόλις προλαβαίνοντας -«σέαγώναταχύτητας»- τάΒουλγαρικάστρατεύματαπούέσπευδανπρόςκατάληψήτης από τον βορρά. Αντιθέτως, στο πολεμικό μέτωπο τής Ηπείρου, τά γεγονότα εξελίχθηκαν πιό αργά, εφ’ όσον τα Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα πού διατέθηκαν εκεί ήσαν μόλιςδυνάμεωςμίας (1)Mεραρχίας, μεεπικεφαλής. τόν Στρατηγό Σαπουντζάκη. Παρ’ όλα αυτά, την 12η Οκτωβρίου 1912 απελευθερώθηκε η Φιλιππιάδα, την 21η Οκτωβρίου η Πρέβεζα και την 26η Οκτωβρίου, μετά από σφοδρή αλλά νικηφόρα μάχη στα «Πέντε Πηγάδια», τά Ελληνικά τμήματαπροωθήθηκαν πρός τά Ιωάννινα, αλλά στην συνέχεια καθηλώθηκαν εμπρός από τά φημισμένα πυροβολεία τού οχυρού «Μπιζάνι», τά οποία είχαν κατασκευάσει Γερμανοί μηχανικοί γιά λογαριασμό τού Τουρκικού στρατού. (…) Για όποιον γνωρίζει να μελετά στρατιωτικούς χάρτες το ανάγλυφο τών Ηπειρωτικών εδαφών αποκαλύπτει ότι, η διάρρηξη διά μετωπικών επιθέσεων τών οχυρών τού Μπιζανίου ήταν -κυριολεκτικά- επιχείρηση αυτοκτονίας και αυτή την εσφαλμένη επιλογή, αρχικά υπό την ηγεσία τού Στρατηγού Σαπουντζάκη και από τού Ιανουαρίου 1913 υπό την ηγεσία τού διαδόχου Κωνσταντίνου, την πλήρωσαν με ποταμούς αιμάτων οι Ελληνες στρατιώτες και οι εθελοντές-μετανάστες, πού είχαν σπεύσει από τά πέρατα τής Γής γιά να πολεμήσουν υπέρ Πατρίδος. Και τούτο διότι, τά επιτιθέμενα Ελληνικά τμήματα τού τακτικούστρατού, μέσωτήςκοιλάδας τούποταμούΛούρου και στις «κλεισούρες» απόαριστεράμέν τών ορέων τού Σουλίου και από δεξιά τών Αθαμανικών ορέων ή «Τζουμέρκων», όχι μόνο καθηλώθηκαν επί τρείς μήνες εμπρός από τοαπόρθητο «Μπιζάνι», αλλά και διέτρεχαν συνεχώς τον θανάσιμο κίνδυνο ισχυρών πλαγιοκοπήσεων από τα ένοπλα σώματα ατάκτων μουσουλμάνων (κυρίως στην δυτική πλευρά τού μετώπου), τά οποία είχαν οργανώσει και Ο πρώτος εισελθών στα Ιωάννινα την 21η Φεβρουαρίο υ 1913 Έλλην οπλαρχηγός Ιωάννης Σωτ. Κοσσυβάκης αφηγείται ΓΡΗΓΌΡΗΣ ΝΙΚΗΦ. ΚΟΣΣΥΒΆΚΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΌΣ- ΣΥΓΓΡΑΦΕΎΣ « Τα πήραμε τα Γιάννινα» Γρηγόρης Ν. Κοσσυβάκης
RkJQdWJsaXNoZXIy MjYz