Αντάρτης (από τη ζωή μου) [2015]

ΑΝΤΑΡΤΗΣ

1 - ΜΙΚΡΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 1 Γενική Επιμέλεια: Μαρία Βλασσοπούλου Σχεδιασμός-Καλλιτεχνική Επιμέλεια: Δημήτρης Ζαζάς Στο εξώφυλλο: Γιάννης Ψυχάρης (φωτογραφία, αρχείο Ψυχάρη) Μακέτα εξωφύλλου: Ειρήνη Μανουσάκη Εκτύπωση: Διεύθυνση Εκδόσεων και Εκτυπώσεων Α΄ ΕΚΔΟΣΗ: Δεκέμβριος 2010 © ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ Τηλ.: 210 370.72.27, fax: 210 370.72.94 e-mail: reference@parliament.gr ISBN 978-960-560-126-3 μB

ΨΥΧΑΡΗΣ Αντάρτης (από τη ζωή μου) δ΄ έκδοση ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΗΝΑ 2018

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο Αντάρτης (απὸ τη ζωή μου) είναι ένα σύντομο κείμενο της περιόδου της ωριμότητας του Ψυχάρη, γραμμένο το 1925, λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του το 1929. Σε αυτό, αυτοβιογραφικά στοιχεία, άνθρωποι και τόποι, κυρίως από την παιδική του ηλικία και τη νιότη του, αναμιγνύονται με πληροφορίες για τις γλώσσες με τις οποίες διασταυρώθηκε, εκείνες που αγάπησε κι εκείνες που ξέχασε. Γαλλικά, ρούσσικα, ιταλικά, ελληνικά και ρωμαίϊκα συνθέτουν στον Αντάρτητο γλωσσικό γαϊτανάκι γύρω από το οποίο ο Ψυχάρης κινείται σε όλη του τη ζωή. Ο συγγραφέας του Αντάρτηγεννιέται στο β΄ μισό του 19ου αι., σε μία εποχή όπου τα εθνικά κράτη ορθώνουν θέσεις και αντιθέσεις στην προσπάθειά τους να αυτοπροσδιοριστούν και να χειραφετηθούν και ζει σε κοινωνίες όπου η γλώσσα αναδεικνύεται σε βασικό στοιχείο εθνικής και πολιτιστικής ταυ7

τότητας. Στη διαδρομή της ζωής του, με κύριους σταθμούς την Οδησσό, την Κωνσταντινούπολη, τη Μασσαλία και το Παρίσι, ο Ψυχάρης διαμορφώνει την προσωπικότητά του και αποκρυσταλλώνει τις απόψεις του μέσα από τη σύζευξη βιωμάτων και επιστημονικής γνώσης. Η εποχή δίνει και στην ενασχόλησή του με τη γλώσσα σαφή στόχο: «Γλῶσσα καὶ πατρίδα εἶναι τὸ ἴδιο. Ἕνα ἔθνος, γιὰ νὰ γίνῃ ἔθνος, θέλει δυὸ πράματα· νὰ μεγαλώσουν τὰ σύνορά του καὶ νὰ κάμῃ φιλολογία δική του. Ἅμα δείξῃ ποῦ ξέρει τί ἀξίζει ἡ δημοτική του γλῶσσα κι ἅμα δὲν ντραπῇ γι’ ἀφτὴ τὴ γλῶσσα, βλέπουμε ποῦ τόντις εἶναι ἔθνος. Πρέπει νὰ μεγαλώσῃ ὄχι μόνο τὰ φυσικά, μὰ καὶ τὰ νοερά του τὰ σύνορα. Γι’ ἀφτὰ τὰ σύνορα πολεμῶ» ( Τὸ Ταξίδι μου, Πρόλογος α΄ έκδ., σ. α). ΟΑντάρτηςεπαναλαμβάνει τη βασική θέση του Ψυχάρη ότι το γλωσσικό ζήτημα είναι εθνικό ζήτημα και η γλώσσα που δίνει ταυτότητα στο έθνος είναι εκείνη που προέρχεται από τα σπλάχνα του λαού. Από επιφανή αστική οικογένεια ο ίδιος, υποστηρίζει ότι ρωμαίϊκα έμαθε από τη γιαγιά του, τη μόνη συγγενή του με την οποία δε μιλούσε γαλλικά ( Ῥόδα καὶ Μῆλα, Γ΄, σ. 15), και από τους δούλους του πατρικού σπιτιού του. Στον αντίποδα της ρωμαίϊκης, της λαϊκής, της εθνικής γλώσσας –«δὲν πρέπει νὰ μιλοῦμε γιὰ γλώσσα δημοτική 8 ΑΝΤΑΡΤΗΣ

τὸ μόνο ὄνομα ποῦ τῆς ταιριάζει εἶναι ἐθνικὴ γλώσσα» (Ῥόδα καὶ Μῆλα, Α΄, σ. 178)– τοποθετεί την καθαρεύουσα, γλώσσα που αναπαράγεται από το κατεστημένο των «καλαμαράδων», μακριά από το λαό, μακριά και από τη ζωντάνια της αρχαίας. Καλαμαράς και ο ίδιος, επιδιώκει να γίνει «αντάρτης», όπως ο λαός, και ν’ αντιπαλέψει τις κυρίαρχες γλωσσικές συνήθειες, προσπάθεια που ξεκινά με τις Essais de Grammaire Ηistorique Néogrecque το 1886 και με Το Ταξίδι μουτο 1888: «Ἀπόγονοι τοῦ Περικλῆ, τοῦτα εἶναι τὰ γραικικά σας;! Μ’ ἀφτὰ εἶναι ποῦ θὰ μᾶς πιάσετε; Μὲ τὴν ψεφτοκαθαρέβουσα ποὺ μιλεῖτε, καλὰ τὴν κουρελλιάσετε τὴ γλῶσσα τοῦ Περικλῆ! Ἀλήθεια, καταντήσετε βάρβαροι, σὰν ποῦ τὸ λέτε κάποτες οἱ ἴδιοι. Κάτω τὸ κοντύλι! Πήρετε ἄσκημο δρόμο. Δὲν ἔχει τόπο γιὰ σᾶς μέσα στὸν πανάγιο, τὸ σοβαρὸ ναὸ τῆς ἐβρωπαίϊκης ἐπιστήμης.» ( Τὸ Ταξίδι μου, σ. 60) Ο Αντάρτης προέρχεται από το Αρχείο Ψυχάρη που φυλάσσεται, όπως και η Βιβλιοθήκη Ψυχάρη, στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη-Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Το κείμενο, γραμμένο με μελάνι από τον ίδιο τον Ψυχάρη στη recto πλευρά επτά λυτών φύλλων (28Χ19,5 εκ.) εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2010από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής, με την ευκαιρία της ολοκλήρωσης και της παρουσίασης του έργου 9 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Ταξινόμηση και τεκμηρίωση του Αρχείου Γιάννη Ψυχάρη». Η μεταγραφή του χειρογράφου έγινε από την παλαιογράφο Λένα Κορομηλά. Αποσπάσματα του κειμένου ωστόσο, έχουν κατά καιρούς βρει τη θέση τους μέσα σε άλλα δημοσιεύματα και ανέκδοτα δοκίμια του συγγραφέα στα ελληνικά και τα γαλλικά. Γενικά, ο Ψυχάρης συνήθιζε να ενθέτει αυτοβιογραφικά στοιχεία στα έργα του, με αποτέλεσμα τόσο τα μυθιστορήματά του όσο και τα επιστημονικά του κείμενα συχνά να αποτελούν πεδίο αναφοράς ή και πολύτιμες πηγές άντλησης πληροφοριών για τη ζωή του. Όπως έγραψε και ο ίδιος «ὁ ποιητὴς εἶναι ἀπὸ φυσικοῦ του πραχτικός. Χρησιμοποιεῖ γιὰ τὰ βιβλία του ὡς καὶ τὰ οἰκογενειακά του. Σιάζει κιόλας μερικά» (Ψυχάρηδες, σ. 825). Συγκεντρωμένες πληροφορίες για τα γενεαλογικά του στοιχεία, κυρίως για εκείνα που σχετίζονται με την πατρική του οικογένεια, έχει ο ίδιος καταγράψει στο κείμενό του Ψυχάρηδες, το οποίο συνέταξε μετά από παρότρυνση του φίλου του Δήμη Πετροκόκκινου και τύπωσε το 1928. Μελέτες, άρθρα, συνέδρια συνεχώς προσθέτουν ψηφίδες και προς αυτή την κατεύθυνση, με το έργο του Εμμανουήλ Κριαρά Ψυχάρης, ιδέες, αγώνες, ο άνθρωπος να αποτελεί αξεπέραστο σημείο αναφοράς. Αρκετές φορές οι ίδιες πληροφορίες επανέρχονται σε δια10 ΑΝΤΑΡΤΗΣ

φορετικό πλαίσιο και σε πολλά κείμενά του για τη γλώσσα υπάρχουν αναφορές στην προσωπική του «γλωσσική» εμπειρία, έτσι που οι απόψεις του για γλωσσικά ζητήματα και η πορεία της ζωής του να διασταυρώνονται. Στο σύντομο κείμενό του Ἑφτὰ Πατρίδεςπου ανασύρουμε από το Αρχείο του (Ι.Ι.024.016), ο Ψυχάρης συνοψίζει την «πολυπολιτισμικότητα» της καταγωγής του η οποία σφράγισε όχι μόνο τον χαρακτήρα του και τη βιωματική επαφή του με τον «κόσμο» των γλωσσών, αλλά και την αφοσίωσή του στην επιστήμη της γλωσσολογίας: Ἑφτὰ Πατρίδες Ἑφτὰ πατρίδες σὰν τὸν Ὅμηρο καὶ μάλιστα μιὰ παραπάνω φαίνεται πῶς ἔχω καὶ γώ. Κατέβηκε ἀπὸ τὴ Βενετιὰ ἕνας προπάππους μου στὴν Πάρο κ’ ἔτσι ἔχω πατρίδα τὴν Πάρο καὶ τὴ Βενετιά. Τράβηξε ἀπὸ τ’ Ἀργυρόκαστρο στὴν Πόλη ἕνας ἄλλος ἀπὸ τοὺς δικούς μου, ποῦ ἀρβανίτικα μόνο μι- λοῦσε, σὰν πρωτοῆρθε, ποῦ πῆρε πολίτισσα γυναίκα κ’ ἔτσι βαστῶ ἀπὸ τὴν Ἀρβανιτιὰ κι ἀπὸ τὴν Πόλη. Ἕνας Ψυχάρης πάλε πέρασε ἀπὸ τὴν Κρήτη στὴ Χιὸ καὶ Χιώτισσα ἀγάπησε κι ἀλλάξανε μαζὶ τὰ στεφάνια. 11 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Κ’ ἔτσι Χιώτης ἔγινα και Κρητικός. Εἶμαι ὁ ἴδιος κάτω κάτω στὴ Ῥουσσία γεννημένος. Καὶ μοῦ ἔδωσε τὸ πεῖσμα της ἡ Βενετιά –ἴσως καὶ τὸν κρυφὸ καημό της· ἡ Πάρο μοῦ γλύκανε τὴν ψυχή· ἀγριωμένη μοῦ τὴν ἔχει ἡ Ἀρβανιτιά· ἡ Πόλη μοῦ τηνὲ μαλάκωσε, ἡ Πόλη μ’ ἔμαθε νὰ τεμπελιάζω ποῦ καὶ ποῦ καὶ νὰ ψιλολογῶ. Ὀνειροπλέχτη μ’ ἔκαμε ὁ Ῥοῦσσος. Ἀπὸ τὴ Χιὸ κρατάω τὴ μαριολιά μου κι ἀπὸ τὴν Κρήτη τοῦ Τούρκου τὸ μῖσος, τῆς λεφτεριᾶς τὴν ἀγάπη. Ἔχω κι ἄλλη πατρίδα, ἄλλη μιά, ποῦ εἶναι ἡ πατρίδα μου ἡ αληθινή, ἀφοῦ ἐγὼ τὴ διάλεξα ὁ ἴδιος, ἀφοῦ τὴν ἔκαμα δική μου. Στῆς Γαλλίας μου τὸν οὐρανό, στὸ πνέμα καὶ στὸ νοῦ της τὸ χρωστῶ ποῦ ὅλα μου τὰ αἵματα ἀφτὰ μπόρεσα νὰ τὰ ζωντανέψω, νὰ τὰ δώσω ὕπαρξη καὶ φωνή.1 12 ΑΝΤΑΡΤΗΣ 1. Στα κείμενα του Ψυχάρη ακολουθείται η ορθογραφία και η στίξη των χειρογράφων. Στα υπόλοιπα αποσπάσματα ακολουθείται το μονοτονικό σύστημα. Οι υπογραμμίσεις των κειμένων του, κατά τη μεταγραφή, αποδίδονται με πλάγια γράμματα.

Αντάρτης (από τη ζωή μου) ΠΕΡΝΩ ΓΙ’ ΑΝΤΑΡΤΗΣ, παναστατικός, αναρχικός στο δημόσιο και θαρρώ πώς δεν είναι διόλου σωστό. Για να πειστήτε και σεις που με διαβάζετε, θέλω σήμερα να σὰς διηγηθώ πῶς έμαθα τη μητρική μας τη γλώσσα. Δε γνώρισα τη μάννα μου. Πέθανε όταν είμουνε δεκοχτώ μηνώ μωρουδάκι.1 Κάποτες φαντάζουμαι πώς τη βλέπω και με βαστά στην αγκαλιά της, κοντά σ’ ένα παράθυρο που κοίταζε τη μεγάλη τετράγωνη αβλή τοὺ σπιτιού, γιατὶ το σπίτι μας τότες είτανε στην Οδέσσα. Γεννήθηκα στη Ρουσσία και πρωτόκλαψα ρούσσικα. Ρούσσικα πρωτομίλησα.2 Όταν ο πατέρας3 μ’ έφερε στην Πόλη, δεν ήξαιρα παρά τα ρούσσικα. Θα είμουνε πεντέξη χρονώ παιδί, μπορεί πάλι και τεσσάρω. Σύχναζα σε μια ιταλική φαμελιά που καθότανε πλάϊ μας, τη φαμελιά 13

Στάμπα.4 Μοὺ μαθαίνανε τα ιταλικά, που ποτές μου δεν το κατάφερα να τα μιλήσω κανονικά, καθώς το ξήγησα στα περίεργα μου τα Fioretti επειδή μπορεί να ξαίρετε πώς έκαμα τόμο αλάκερο στίχους ιταλικούς –2175στίχους– χωρίς να είμαι σε θέση να ζητήσω μια μπιφτέκα ή αβγά μάτια σ’ ένα ξενοδοχείο ιταλικό, ακόμη λιγώτερο να κουβεντιάσω πέντε λεφτά χωρίς αφάνταστες δυσκολίες μ’ έναν Ιταλό.5 Στην Πόλη, ο πατέρας μοὺ έμαθε τα γαλλικά.6 Δε θυμούμαι να μεταχερίστηκα ποτές άλλη γλώσσα με τον μπαμπά παρά γαλλικά ή ρούσσικα όταν ήρθαμε από την Οδέσσα. Ρούσσικα μιλούσα ταχτικά με την νταντά μου τη Βαρβάρα, μια θεία γυναίκα που μ’ αγαπούσε λωλά.7 Εμεὶς καθόμεστα στο Γαλατά, σ’ ένα σπίτι που κατόπι το πουλήσανε οι θειοί μου, χωρὶς να είδα κάλπικο παρά.8 Τα κρατήσανε για λόγου τους, ή σαν προτιμάτε κυριολεξίες, με κλέψανε. Τἀγοράσανε και το κάμανε οφταλμογιατρείο. Νά τουλάχιστο που γιατρέβω μάτια. Και νομίζω τόντις πώς άνοιξα κάμποσα στη ζωή μου. Απάνω στο Σταβροδρόμι9 καθότανε η θεια μου η Marchand με τα τέσσερα τα παιδιά της, η Φιφίνα – κυρία Κρικότζο– η Κατερίνα –κυρία Κριβτσόβ– η Ελένη –κυρία Σπύρο Ζαβιτσιάνο από τοὺς Κορφούς, ο Αλέ14 ΨΥΧΑΡΗΣ

ξαντρος, που είτανε όμορφος σαν τον ομώνυμό του το Μακεδόνα.10 Είτανε δίπλα κ’ η άλλη φαμελιά Marchand, ο Γληγόρης κι ο Πολύβιος και η αδερφούλα τους, που ξεχνώ τὄνομά της, Ερωφίλη νομίζω. Με κανέναν απ’ αφτούς δε θυμούμαι να μίλησα ρωμαίϊκα. Πάντα και πάντα γαλλικά. Δεν πρέπει να πιστέψη κανείς πὼς είτανε από σνομπισμό. Η μητρική μου η φαμελιά όπως κι ο πατέρας μου είτανε αναφτυγμένοι αθρώποι. Λοιπόν τοὺς χρειαζότανε μια γλώσσα μεγάλη. Επειδή δεν έχουμε –ή δεν είχαμε– καταφέβγαμε στα γαλλικά. Είναι αξιοσημείωτο και τούτο, που ο πατέρας μου, αφού έχασε τη μάννα μου, που τὴς είχε σωστή λατρεία, ερχότανε κάθε μέρα κ’ έλεγε, κ’ έχυνε τον πόνο του σ’ ένα τετράδιο που τὄχω πάντα και που το μετάφρασα μάλιστα στὰ Δυο Ἀδέρφια12 (κεφάλαιο Η΄, σ. 149 κι ακόλουθες, τὴς πρώτης έκδοσης). Είτανε όλα γραμμένα γαλλικά! Είχανε καταντήσει γλώσσα τὴς καρδιάς του. Ποῦ τολοιπόν έμαθα τα ρωμαίϊκα; Το είπα σ’ ένα μου πεζό τραγούδι. Τἄμαθα στο σπίτι μας τοὺ Γαλατά ή στὴς Πρίγκιπος το ξοχικό μας, τἄμαθα με τα δουλικά, που ο Θεός και η ψυχή τους! Ας είναι καλά οι δούλες, οι μεσιές,13 οι πλύστρες, οι σιδερώτρες, οι ράφτρες, οι σεΐ15 ΑΝΤΑΡΤΗΣ

σηδες,14 οι μπαξεβάνηδες, οι μαγέροι, ακόμη και οι μαραγκοί, γιατί τότες είχαμε σπίτι μεγάλο, τόσο μεγάλο κιόλας που σήμερα δε μοὺ απόμεινε ούτε μικρό.15 Το χρωστώ σ’ αφτούς που έμαθα τη γλώσσα μας την αθάνατη. Ξύπνησε μέσα μου το αίμα το ρωμαίϊκο και σε διάστημα ενός χρόνου μιλούσα τα βέρα, τα γνήσια, τἄδολα τα ρωμαίϊκά μας. Τοὺς χρωστώ και κάτι άλλο, σημαντικώτερο, σπουδαιότερο. Σαν έγινα δεκάξη δεκαφτά χρονώ παλληκάρι, σα γύρισα στην Πόλη από το Παρίσι, λαχτάρα είχα να ξαναδιώ το παλιό μας σπίτι στην Πρίγκηπο. Έρημο το καημένο, ακατοίκητο. Αχ! τί σπαραχτικό που είναι να βρη κανείς παραιτημένο ένα σπίτι που το γνώρισε ζωντανό! ΄Ετρεχα παιδί στις σκάλες και τώρα πια τίποτα! Μια καλύβα μονάχα δίπλα, μ’ ένα μπαξεδάκι. Μέσα, ένας γέρος με τις βράκκες. Καθισμένος. Συλλογισμένος. Ζυγώνω. -«Γέρο, δε μοὺ λες; Ποιανού είναι το σπίτι αφτό;» -«Ποιανοῦ; Νά, τοὺ μεγάλου τοὺ Μισέ Γιάννη.16 Μα νέος σαν που είσαι τοὺ λόγου σου, ποῦ να τον έχης ακουστά;» -«Τον άκουσα! Μου είπανε κιόλας πώς είχε κάποιο 16 ΨΥΧΑΡΗΣ

εγγόνι που ονομαζότανε Γιαννίκος. Τι έγινε και τι απόγινε;» -«Ο Γιαννίκος; Αχ! Είτανε ο φίλος μου, είτανε τἀφεντικό μου. Πήγε και είναι τώρα προφέσσορας στο Παρίσι.» -«Καλέ, δε βαριέσαι; Κανένας αχάριστος που άφησε τον τόπο του και που ξέχασε τοὺς δικούς του.» -«Σώπα, σώπα, ξένε, και δεν ταιριάζει να μιλάς έτσι για το παιδί μου!» -«Σταμάτη, γέρο Σταμάτη, τοὺ βροντοφωνώ, για να πνίξω τα δάκρια, Σταμάτη μου, δε με γνωρίζεις;» Σηκώνεται ο Σταμάτης ολόρθιος, με παίρνει στην αγκαλιά του και κλαίει. Και κλαίω και γω. Και κλαίμε οι δυο μας.17 Τότες μοὺ έμαθε ο Σταμάτης την καλοσύνη τοὺ Ρωμιού. Δεν τα φτειάνω τώρα. Δυο δούλες είχαμε στο Γαλατά, η μια Σοφία, η δέφτερη Αθηνά. Την Πόλη τολοιπόν και την Αθήνα, το Βυζάντιο και την Ελλάδα. Τώρα έβγαινε ο Σταμάτης, ο Ρωμιός, ο λαός μας. Έξη χρονώ αγωράκι, πρωτοπήγα στο Παρίσι. ΄Επειτα πια τελειωτικά, στα δέκα έντεκα, με βάλανε στο Λύκειο τὴς Μαρσίλιας.18 Φρόντιζε για μένα ο θειος μου 17 ΑΝΤΑΡΤΗΣ 2- Αντάρτης

ο Δημητράκης Μπαζίλης, αδερφός τὴς γιαγιάς μου, που μ’ αφτόνε ρωμαίϊκα μιλούσαμε, αφού τοὺ είχα βγάλει όνομα, ο μπαρμπαθειός. Βλέπετε, μαλλιαρός κι από τότες. Φρόντιζε για μένα και η γλυκειά μου η θειά, η θειά ΄Ολια.19 Μ’ αφτήνε πάντα γαλλικά! Γαλλικά και με τη θειά μου Χαρίκλεια Ζαφειρόπουλο, που μ’ έβλεπε μια φορά το χρόνο, το πολί πολί,20 11. Cours du Chapitre.21 Για τα Ελληνικάμου φρόντιζε ο αγαθός ο Νικοκάβουρας. Τοὺ έκανα χρέη στην καθαρέβουσα. Λυπούμαι που τἄχασα, εγώ που χαρτί χαρτάκι δε χάνω. Μια μέρα τονέ ρώτησα πῶς να πούμε το γαλλικό Je n’ y tiens pas, που τα συμμαθητούδια μου το λέγανε φυσικά τους κάθε τόσο. -«Οὐ περὶ πολλοῦ ποιοῦμαι», μοὺ αποκρίνεται ο άριστος άνθρωπος. Και μοὺ φαίνεται πώς από τη μέρα εκείνη τα πήγαμε ψυχρά με την καθαρέβουσα. Κατόπι, όταν άρχισα να σπουδάζω στο Παρίσι, πρώτα στο Λύκειο, ύστερα στο Πανεπιστήμιο, αργότερα όταν ο ίδιος έγινα καθηγητής, όταν ιδρύθηκε από τη γαλλική την κυβέρνηση για μένα μια έδρα, η πρώτη επιστημονική έδρα τὴς Νεοελληνικής, στην Εβρώπη,22 18 ΨΥΧΑΡΗΣ

έμαθα πια τότες, πήρανε τότες τἀφτιά μου, πήρε ο νους μου μια λέξη τρομερή, μια λεξη απέραντη, μια λέξη ωκεανό, το ξετύλιγμα. Ξετυλίγουνται τα πράματα κι αλλάζουνε.23 Αλλάζουνε και οι γλώσσες. Λίγο λίγο, για λόγους ωρισμένους, θετικούς, επιστημονικούς, απαράβιαστους, ο πατήργίνεται πατέρας, ο άρτος γίνεται ψωμί.24 Πατέρας, ψωμί κι άλλα χίλια και μύρια, καθώς τἄλεγε η Σοφία, καθώς τἄλεγε η Αθηνά, καθώς τἄλεγε ο γέρο Σταμάτης, καθώς τα λέει ακόμη και σήμερα ο μαθητής τους, ο Ψυχάρης. Ποιος, ποιός, τώρα στη ζωή σας, ποιος είναι ο αντάρτης, ο λαός ή ο καλαμαράς; Οι συντηρητικοί εμείς είμαστε και γω είμαι ο συντηρι<τι>κώτερος απ’ όλους. Σαββάτο, 31 τοὺ Οχτώβρη, 1925 Ψυχάρης25 19 ΑΝΤΑΡΤΗΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Μητέρα του Ψυχάρη ήταν η Φροσύνη Μπιάζη-Μαύρου. Γεννήθηκε στην Οδησσό σε ελληνικό περιβάλλον και ανατράφηκε με γαλλική παιδεία. Εκεί γνωρίστηκε και παντρεύτηκε τον πατέρα του. Ήταν κόρη του Σπύρου Μπιάζη-Μαύρου, βενετσιάνικης καταγωγής από την Πάρο, εγκατεστημένου στην Οδησσό, και της συνονόματής της Φροσύνης Βασιλείου (=«κοκόνα Φρόσο»), κόρης επιφανούς εμπόρου από το Αργυρόκαστρο, εγκατεστημένου στην Πόλη. Μετά τον πρόωρο θάνατό της στη Βιέννη το 1856, την ανατροφή του Ψυχάρη ανέλαβαν ο πατέρας και η γιαγιά Φρόσω. Το κοινό όνομα μητέρας και γιαγιάς έδωσε ο Ψυχάρης στην πρώτη του κόρη: «εἶναι ἀρκετὰ περίεργο, μιὰ βέρα παρισιάνα, μιὰ κυρία Revault d’Allonnes νὰ βαστᾶ τὄνομά της ἀπὸ τὴν κερὰ Φροσύνη ποὺ τὴν ἔπνιξε στὴ λίμνη τοῦ Γιάννενου ὁ ἀπαίσιος Ἀλὴ πασάς» (Ψυχάρηδες, σ. 835). 23

2. Ο Ψυχάρης γεννήθηκε στην Οδησσό στις 3 Μαΐου 1854 και εκεί έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Γι’ αυτό και μέχρι έξι περίπου ετών μιλούσε με άνεση τα «ρούσσικα», όμως, όπως υποστηρίζει, τα ξέχασε μεγαλώνοντας. «Παθολογία της πνευματικής του περιπέτειας»χαρακτηρίζει με χιούμορ ο Ψυχάρης την επιλογή του να μη γράφει τα έργα του στα ρούσσικα, τη μητρική του γλώσσα, αλλά σε τρεις άλλες γλώσσες: γαλλικά, ελληνικά και ιταλικά (Quelques travaux, σ. 1262, 1268). 3. Πατέρας του Ψυχάρη ήταν ο Νικόλαος (Νικολάκης) Ψυχάρης (1823/4-1897). Με καταγωγή από τη Χίο, μεγαλωμένος στην Πόλη, ασχολήθηκε με εμπορικές και τραπεζικές επιχειρήσεις, και υπήρξε για μεγάλο διάστημα ανώτατος υπάλληλος της Γενικής Οθωμανικής Εταιρείας. Άνθρωπος καλλιεργημένος, αναθρεμμένος στη Γαλλία, συνέγραψε το δίτομο έργο «La Génie de l’Homme et ses Oeuvres», που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1866. «Βέρος Ρωμιός», ωστόσο, «μάλιστα σωστὸς Πολίτης» (Ψυχάρηδες, σ. 828), ασχολήθηκε με τα κοινά ως έφορος του Εθνικού Ζαππείου Παρθεναγωγείου, του Παρθεναγωγείου της Κοινότητας Σταυροδρομίου και των 24 ΑΝΤΑΡΤΗΣ

Σχολών Γαλατά. Έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από Χριστιανούς και Οθωμανούς της Πόλης, με αποτέλεσμα να λάβει από το Πατριαρχείο το οφφίκιο του «μεγάλου χαρτοφύλακος του Οικουμενικού Θρόνου» και να διατελέσει για ένα διάστημα γενικός πρόξενος της Πύλης στο Παλέρμο. Οι σχέσεις του Ψυχάρη με τον πατέρα του φαίνεται πως ήταν τεταμένες, τουλάχιστον προς το τέλος, καθώς σε γράμμα του στον Εφταλιώτη στις 13 Οκτωβρίου 1897 γράφει: «Σοῦ εἶπα πῶς πέθανε ὁ πατέρας μου; Καλὰ ποῦ τὸ θυμήθηκα. Δὲν πιστέβω ποτὲ κανένας νὰ μοῦ ἔκαμε τὸ κακὸ ποῦ μοῦ ἔκαμε στὴ ζωή μου» (Αρχείο Ψυχάρη, Ι.ΙΙ.132.18) και παραθέτει τις πιθανές αιτίες σε επιστολή του λίγες μέρες μετά, στις 21 Οκτωβρίου: «... ὅπως σοῦ τὄλεγα φίλε μου· ὁ πατέρας μου μ΄ἄφησε χρέη ὡς ἐκεῖ (μαζὶ μὲ τὴν ἐφκή του). Ἄφησε καὶ τὸ σπίτι του κι ὅσα εἶχε μιᾶς δούλας. Τὰ εἴπαμε· μπερμπάντη μεγαλήτερο δεν εἶδα» (Αρχείο Ψυχάρη, Ι.ΙΙ.132.19). 4. Αναμνήσεις του με την ιταλική οικογένεια των Στάμπα, που εκτός από την πρώτη επαφή με την ιταλική γλώσσα, του πρόσφεραν και «τὶς πρῶτες ἀρχὲς τῆς ἠθικῆς» (Ψυχάρηδες, σ. 846), καταγράφει 25 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ο Ψυχάρης στο μυθιστόρημά του Τὰ Δυὸ Ἀδέρφια(σ. 10 κ.εξ). 5. Το έργο Fioretti per Francesca τυπώθηκε στο Παρίσι το 1925 από την Libreria Italiana. Περιλαμβάνει δύο βιβλία που εκδόθηκαν μαζί σε ένα τόμο, τα Fioretti per Francesca, βιβλίο του βασανιστικού πάθους και τα Fioretti con Francesca, βιβλίο του ευτυχισμένου πάθους. Ο τόμος ολοκληρώνεται με ένα σονέτο αφιερωμένο στη δεύτερη σύζυγό του Irène Baume. Καθοριστικός είναι ο ρόλος του Δάντη στην ιταλική παιδεία του Ψυχάρη. Φαίνεται, λοιπόν, ότι κάθε άλλο παρά τυχαία είναι και η επιλογή της Francesca, καθώς στο πέμπτο άσμα της Κόλασης, ο Δάντης καταγράφει την ιστορία της Francesca και του Paolo που σφραγίζεται με ένα φιλί στο στόμα, από τα πρώτα στην παγκόσμια λογοτεχνία. Άλλωστε για το φιλί και την ιστορία του ο Ψυχάρης συνέθεσε το ξεχωριστό, ομώνυμο, δοκίμιο («Τὸ Φιλί», Ῥόδα καὶ Μῆλα, Β΄, σ. 43-92), το οποίο μετέφρασε και στα γαλλικά («Le Baiser», Autour de la Grèce, σ.93159). 6. Όπως γράφει και στην «Ἀπολογία» του: «Καὶ γὼ τὰ γαλλικὰ τἄκουσα πάντα νὰ τὰ μιλοῦνε οἱ δικοὶ μου. 26 ΑΝΤΑΡΤΗΣ

Ὁ πατέρας μου κ’ ἡ μητέρα μου γαλλικὰ μιλούσανε τὸ περισσότερο. Μὲ τὸν πατέρα, μίλησα πάντα γαλλικά˙ γαλλικὰ τοῦ ἔγραφα καὶ γαλλικὰ μοῦ ἀπαντοῦσε» (Ῥόδα καὶ Μῆλα, Γ΄, σ. 15). 7. Με συγκίνηση περιγράφει ο Ψυχάρης στο έργο του Γιὰ τὸ Ῥωμαίϊκο Θέατρο (σ. 98 κ.εξ) τη σχέση με τη «γριά μου, τὴν καλή μου, τὴ λατρεμένη μου τὴ νταντά», που άφησε την οικογένειά της στη Ρωσία για να τον φροντίσει μικρό στην Κωνσταντινούπολη. 8. Μεγάλη συνοικία της Κωνσταντινούπολης στη νότια κλιτύ του λόφου του Πέραν, στην είσοδο του Κεράτιου Κόλπου, ο Γαλατάς, κατοικημένος ήδη από τη βυζαντινή περίοδο, εκσυγχρονίστηκε με έργα υποδομής στο δεύτερο μισό του 19ου αι. Τότε, αναδείχθηκε σε κύριο εμπορικό λιμάνι της Κωνσταντινούπολης και στο σημαντικότερο χρηματιστικό και εμπορικό κέντρο της. Εκεί εγκαταστάθηκαν επιφανείς αστικές οικογένειες της Πόλης και στεγάστηκαν εταιρείες, το χρηματιστήριο, το λιμεναρχείο, το υγειονομείο και οι τράπεζες. Σε ένα τριώροφο κτήριο απέναντι από το Αγγλικό Διοικητήριο, βρισκόταν και το πατρικό σπίτι του Ψυχάρη, «ποὺ πάντα 27 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΑΝΤΑΡΤΗΣ 28 μου στὰ μάτια μου τὸ βλέπω, ποὺ τἀγάπησα τόσο καὶ τἀγαπῶ ακόμη» (Ψυχάρηδες, σ. 847). Με την ελπίδα να του προσφέρει αθανασία, το περιέγραψε σε δύο έργα του, στη Ζούλια και Τὰ Δυὸ Ἀδέρφια. 9. Ονομασία με την οποία αποκαλούσαν κατά τον 19ο αι. οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης την περιοχή Πέραν, αλλά και την ορθόδοξη ελληνική κοινότητα της συγκεκριμένης περιοχής. Στην εποχή του Ψυχάρη το Σταυροδρόμι ή Beyoğlu όπως το ονόμαζαν οι Τούρκοι, όριζε τον οικισμό που είχε χτιστεί στο λόφο πάνω από τον Γαλατά. Η περιοχή πήρε την ονομασία της από τη διασταύρωση των δύο μεγάλων αρτηριών που τη διέσχιζαν και άκμασε ιδιαίτερα κατά τον 19ο αι., όταν αναδείχθηκε σε κέντρο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και απέκτησε μεγάλη κοινωνική και εμπορική ζωή. 10.Η Μαρία Marchand ήταν αδερφή της μητέρας του Ψυχάρη. Απέκτησε τέσσερα παιδιά, τη Φιφίνα, υποκοριστικό από το Φροσύνη, όπως η γιαγιά, την εξαιρετικής ομορφιάς Κατερίνα, τον Αλέξανδρο, αγαπημένο ξάδερφο του Ψυχάρη, «ὄμορφο σὰν τὸ κλασσικὸ τὸ νόμισμα», ο οποίος αυτοκτόνησε στη Βιέννη (Ψυχάρηδες, σ. 835), και την Ελένη. Η τελευταία ήταν παν-

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 29 τρεμένη με τον γιατρό Σπύρο Ζαβιτσιάνο, ο οποίος φρόντισε τον πατέρα του Ψυχάρη, στα τελευταία του χρόνια, στην Κωνσταντινούπολη. 11.Ο Ψυχάρης κατέγραψε στα κείμενά του την επικρατούσα στους αστικούς κύκλους της εποχής του άποψη ότι τα ρωμαίϊκα ήταν «γλώσσα παρακατιανὴ ποὺ τὴ μιλεῖ κανείς, σὰ δὲν ξέρει ἀκόμα καμιὰν ἄλλη» (Ῥόδα καὶ Μῆλα, Γ΄, σ. 15). Γι’ αυτό και η οικογένειά του, ακολουθώντας τη συνήθεια των καλλιεργημένων οικογενειών της Αθήνας και της Πόλης, χρησιμοποιούσε ως κύρια γλώσσα επικοινωνίας τη γαλλική. «Εἶναι ἀδύνατο εἴτε στὴν Ἀθήνα εἴτε στὴν Πόλη, ἅμα πιάσῃς κουβέντα μὲ ἀθρώπους καλλιεργημένους, ἀδύνατο, στὶς δέκα λέξεις, νὰ μὴ σοῦ ποῦνε καὶ μιὰ γαλλική. Τὸ περίεργο εἶναι ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς ἀναγκάζουνται κιόλας νὰ παραδεχτοῦνε χίλιες λέξες γαλλικές» (Ῥόδα καὶ Μῆλα, Γ΄, σ. 15). 12.Το έργο αυτό, «μεγάλο ἐθνικὸ ἠθογραφικὸ μυθιστόρημα» όπως το επιγράφει ο ίδιος ο Ψυχάρης, ξεκίνησε να γράφεται το 1903 και ολοκληρώθηκε το 1911, οπότε και εκδόθηκε για πρώτη φορά από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Περιλαμβάνει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία.

ΑΝΤΑΡΤΗΣ 30 13.Οι καμαριέρες. 14.Οι αμαξάδες, οι ιπποκόμοι, από την τουρκική λέξη seyis = ιπποκόμος. 15.Πραγματικούς δασκάλους του στα ρωμαίϊκα θεωρούσε ο Ψυχάρης τους δούλους του σπιτιού. Σε πεζοτράγουδό του με τίτλο οἱ Δάσκαλοί μου και ημερομηνία 18 Μαΐου 1924 που είχε στείλει για δημοσίευση στην Αβγή του Αιμ. Χουρμούζιου, βρίσκουμε σχεδόν πανομοιότυπες αναφορές με τις αντίστοιχες του Αντάρτη(Χουρμούζιος 1954, σ. 676). Σχεδόν ίδιο και το γαλλικό απόσπασμα από την εργασία του «Comment je travaille» (Quelques travaux, σ. 1262-3). 16.Πρόκειται για τον Ιωάννη Ψυχάρη, παππού του από πατέρα. Διακεκριμένος Έλληνας της Πόλης, με καταγωγή από τη Χίο, ο μισέ Γιάννης έχαιρε σεβασμού τόσο από τους Οθωμανούς αξιωματούχους όσο και από τους συμπατριώτες του. Από τη Χίο βρέθηκε στην Πόλη σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Ξεκίνησε ως μικροπωλητής για να καταλήξει σπουδαίος έμπορος με μεγάλη περιουσία και δύναμη στην κοινωνία της Κωνσταντινούπολης. Με ενέργειες των δημογερόντων της Χίου διορίστηκε έφορος του νησιού το 1832,

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 31 αξίωμα το οποίο διατήρησε έως το θάνατό του το 1861. Τέτοια ήταν η συνεισφορά του στην τόνωση της ζωής του νησιού μετά την καταστροφή που υπέστη κατά την Ελληνική Επανάσταση, ώστε να θεωρηθεί ότι «ο βίος… του Ἰωάννου Ψυχάρη είνε και της Δημογεροντίας Χίου ο βίος˙ εκείνου θανόντος, μικρόν έτι και κατελύθησαν ολοτελώς προνόμια και Δημογεροντίαι και ήθη και έθιμα» (Κανελλάκης 1890, σ. 524). Σε δική του πρωτοβουλία φαίνεται ότι οφείλεται και η ίδρυση της Εμπορικής Σχολής Χάλκης. 17.Η ίδια σκηνή της επιστροφής του Ψυχάρη στην Πρίγκηπο, στο πατρικό εξοχικό του σπίτι που είχε ερημώσει και καταρρεύσει, αλλά και η συνάντησή του με τον γερο-Σταμάτη, εικόνα που θυμίζει σκηνή ομηρικής αναγνώρισης, περιγράφονται λογοτεχνικά στο μυθιστόρημά του Τὄνειρο τοῦ Γιαννίρη(σ. 146 κ.εξ). 18.Ο Ψυχάρης εγκαταστάθηκε στη Μασσαλία με τη γιαγιά του Φροσύνη, στα μαθητικά του χρόνια, όταν εκείνη θεώρησε πως «προκοπὴ γιὰ μένα δὲν ἔβγαινε στὴν Πόλη» (Ψυχάρηδες, σ. 831). Μετά από τη Μασσαλία συνέχισε τη γυμνασιακή του εκπαίδευση στο Παρίσι.

ΑΝΤΑΡΤΗΣ 32 19.Η αγαπημένη θεία του Ψυχάρη, σύζυγος του Δημητράκη Μπαζίλη. Στο σπίτι τους έμενε ο Ψυχάρης κατά την παραμονή του στη Μασσαλία. Η οικογένεια είχε τέσσερα παιδιά: τον Μιχάλη που είχε γεννηθεί με «σαλεμένα τὰ μυαλά», τη «θεόμορφη» Σμαράγδα, τον Αλέξανδρο και την Έφη (Ψυχάρηδες, σ. 830). Πορτραίτα του θείου και της θείας του παρουσιάζονται στο έργο τουΤὰ Δυὸ Ἀδέρφια(σ. 57 κ.εξ). Ο Ψυχάρης παραδέχεται πως είχε πραγματική αδυναμία στην οικογένεια της μητέρας του, ενώ «ἀπὸ τοὺς Ψυχάρηδες κανένα καλὸ ποτές μου δὲν εἶδα» (Ψυχάρηδες, σ. 852). 20.Η μεγαλύτερη αδερφή του πατέρα του, σύζυγος του Στέφανου Ζαφειρόπουλου, η οποία «εἴτανε τρομερὴ καθαρεβουσιάνα» (Ψυχάρηδες, σ. 844). 21.Παράταιρη, μάλλον, σημείωση στο κείμενο. Η Cours du Chapitre αποτελούσε στις αρχές του 20ού αι. μία από τις πιο σκιερές και ιδανικές για περίπατο λεωφόρους στην περιοχή Chapitre της Μασσαλίας. 22.Στο Παρίσι ο Ψυχάρης πήγε σε ηλικία 14-15 χρόνων. Παρακολούθησε μαθήματα στο Lycée Bonaparte (1868-1870) και στη συνέχεια γράφτηκε για σπουδές στην École [Pratique] des Hautes Études. Σ’ αυτό το εκπαιδευτικό ίδρυμα ανέλαβε τον Απρίλιο 1885 και

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 33 την έκτακτη έδρα (maitrise de conférence) μεσαιωνικής και νεοελληνικής φιλολογίας που ιδρύθηκε ειδικά για εκείνον. Από τον θάνατο του Émile Legrand το 1904 έως το 1928 ήταν καθηγητής νέας ελληνικής στην École Nationale des Langues Orientales στο Παρίσι. 23.Η λέξη ξετύλιγμα φαίνεται ότι έγινε αφορμή σχολίων εις βάρος του Ψυχάρη. Τον [Ψυχάρη] παραλαμβάνει ακόμη και το σοβαρό ημερολόγιο του Σκόκου: κι ευτούνος δάσκαλος τρανός και άνθρωπος του γραμμάτου και δουλευτής της ξάπλωσης και του ξετυλιγμάτου(Σταύρου 1954, σ. 612) 24.Λέξεις καθημερινής χρήσης, όπως πατέρας, ψωμί, νερό, κρασί αποτελούν τα συνηθέστερα παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Ψυχάρης, όταν υποστηρίζει την ανάγκη εθνική γλώσσα να γίνει εκείνη «ποὺ νὰ μπορῇ ὁ καθένας νὰ τὴ μάθῃ, νὰ τὴ μιλῇ καὶ νὰ τὴ γράφῃ» («Τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερό», Ῥόδα καὶ Μῆλα, Δ΄, σ. 274). Επιχείρημα που αποκτά μεγαλύτερη δύναμη όταν οι λέξεις αντιδιαστέλλονται με τις αντίστοιχες της καθαρεύουσας: «Πάω στὴν Ἀθῆνα! Ἄβριο, ἄβριο ἀναχωρέω. Πρέπει νὰ προσέξω καλὰ 3- Αντάρτης

ΑΝΤΑΡΤΗΣ 34 νὰ μὴν πῶ ἀνοησίες, νὰ λέω ἄρτοςἀντὶς ψωμὶ, ἀντὶς κρασὶ νὰ λέω οἶνος, νὰ μιλῶ κορακιστὶ κ’ εὐγενιστὶ, νὰ μὴν πειράξω κανένα δάσκαλο, ...νὰ μὴ μοῦ ξεφύγει ἄξαφνα καμιὰ βάρβαρη λέξη - νὰ ξεχάσω τὴ γλῶσσα μας καὶ νὰ μάθω τὴν καθαρέβουσα» (Τὸ Ταξίδι μου, σ. 162). 25.Ο τόπος γέννησής του, η Οδησσός, καθόρισε και το όνομα του Ψυχάρη: «Ἐπειδὴ γεννήθηκα στὴ Ρουσσία, μὲ βγάλανε Βάνια. Ἐμένα τὄνομα κατόπι μοῦ φάνηκε χαχόλικο μὲ τὸ παραπάνω˙ τὸ Γιάννη δὲν τονὲ συνήθισα ποτές μου, καὶ μοῦ ἔρχεται σὰν ὄνομα ξένο. Γιὰ τοῦτο ὑπογράφουμαι ἁπλὰ Ψυχάρης κ’ ἔτσι θέλω νὰ μὲ λένε» (Ψυχάρηδες, σ. 854).

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

37 Κ. Άμαντος, «Ο Μισέ Γιάννης Ψυχάρης», Νέα Εστία, «Ο Ψυχάρης (1854-1954)», τ. 644 (1 Μαΐου 1954), σ. 627629. Γ.Π. Γεωργιάδης, Ο εν Γαλατά Ιερός Ναός του Αγίου Ιωάννου των Χίων, Κωνσταντινούπολη 1898. Δ. Γληνός, «Γιάννης Ψυχάρης. Βιογραφικό και Κριτικό Σημείωμα», στο Γ. Ψυχάρη, Ἁγνή, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1930, σ. 7-31. Α. Θρύλος, «Ο Ψυχάρης (1854-1929). Ο άνθρωπος - ο Λογοτέχνης», Νέα Εστία, «Ο Ψυχάρης (1854-1954)», τ. 644 (1 Μαΐου 1954), σ. 701-723. Hommage à Jean Psichari (1854-1929), Παρίσι 1950. Κ. Κανελλάκης, Χιακά Ανάλεκτα, Αθήνα 1890. Εμ. Κριαράς, Ψυχάρης, ιδέες, αγώνες, ο άνθρωπος, Αθήνα, Εστία, 1981. Νέα Εστία, «Ο Ψυχάρης (1854-1954)», τ. 644 (1 Μαΐου 1954).

ΑΝΤΑΡΤΗΣ 38 Νέα Εστία, «Ψυχάρης (1854-1929)», τ. 1260-61 (Πρωτοχρονιά 1980). G. Rouillard, Notice Biographique et Bibliographie, École Pratique des Hautes Études, Imprimerie Administrative, 1930. Τ. Σταύρου, «Μια ηρωϊκή μορφή (Πώς βλέπουμε τον Ψυχάρη σήμερα)», Νέα Εστία, «Ο Ψυχάρης (18541954)», τ. 644 (1 Μαΐου 1954), σ. 612-615. Γ. Ψυχάρης, Τὸ Ταξίδι μου, Αθήνα, Τυπογραφείο Σ.Κ. Βλαστού, 1888. —, Ζούλια, Αθήνα [1891]. —, Τὄνειρο τοῦ Γιαννίρη, Αθήνα, Εστία, 1897. —, Γιὰ τὸ Ῥωμαίϊκο Θέατρο, Αθήνα, Εστία, 1901. —, Ῥόδα καὶ Μῆλα, τ. Α΄, Αθήνα, 1902. —, Ῥόδα καὶ Μῆλα, τ. Β΄, Αθήνα, Εστία, 1903. —, «Τὸ Φιλί», Ῥόδα καὶ Μῆλα, τ. Β΄, Αθήνα, Εστία, 1903, σ. 43-92. —, Ῥόδα καὶ Μῆλα, τ. Γ΄: Ἀπολογία, Αθήνα, Εστία, 1906. —, Ῥόδα καὶ Μῆλα, τ. Δ΄, Αθήνα, Εστία, 1907. —, Ῥόδα καὶ Μῆλα, τ. Ε΄, Αθήνα, Εστία, 1908. —, Τὰ δυὸ ἀδέρφια, Αθήνα, Εστία, 1910-11. —, Οἱ Ψυχάρηδες (Τὰ Γενεαλογικά μου), Αθήνα, Π.Δ. Σακελλάριος, 1928. (=Απόσπασμα από την Ιστορία της

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 39 ΧίουΖολώτα-Σάρου, Τόμος Γ΄, Μέρος ΙΙ) Ο Ψυχάρης και η εποχή του, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2005. Πρωτοπορία, «Ψυχάρης», τ. 11 (Νοέμβρης 1929), χρ. Ιφυλλάδιο ΙΙ. J. Psichari, Essais de Grammaire Ηistorique Néogrecque, Παρίσι, Ernest Leroux, 1886. —, Essais de Grammaire Ηistorique Néogrecque, τ. 2, Παρίσι, Ernest Leroux, 1889. —, «Le Baiser», Autour de la Grèce, Παρίσι, C. Lévy, 1895, p. 93-159. —, Fioretti per Francesca, Παρίσι, Libreria Italiana, 1925. —, «Comment je travaille», Quelques Travaux de linguistique, de philologie et de littérature helléniques 1884-1928, T. I, Παρίσι, Les Belles Lettres, 1930, 1262-1268. Ν. Psihari, La Génie de l’Homme et ses Oeuvres, Κωνσταντινούπολη, Djeridei-Havadis, 1866. Κ. Φλώρης, Ο Ψυχάρης και το έργο του, Κάιρο, Τυπογραφείο Ι. Πολίτη, 1916. Αιμ. Χουρμούζιος, «Ο άνθρωπος, ο αγώνας, το σύστημα», Νέα Εστία, «Ο Ψυχάρης (1854-1954)», τ. 644 (1 Μαΐου 1954), σ. 670-677.

41

42

43

44

45

46

47

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

51 Ο Ψυχάρης σε παιδική ηλικία

52 Οι γονείς του, Φροσύνη Μπιάζη-Μαύρου και Νικολάκης Ψυχάρης

53 Άποψη της ακτής του Κερατίου από το Κασίμ Πασά Χαρακτικό από το βιβλίο: Constantinople and the Scenery at the Seven Churches of Asia Minor. Illustrated in a series of drawings from nature by T. Allom with an historical account of Constantinople and description of the plates by the Rev. R. Walsh, Λονδίνο/Παρίσι 1838.

54 Άποψη του Παρισιού, 1878 Χαρακτικό από το βιβλίο: M.F. Hoffbauer, Paris: A Travers Les Ages. Aspects Successifs des Monuments et Quartiers Historiques de Paris depuis le XIIIe siècle jusqu'à nos jours, Παρίσι 1885.

55 Σκίτσα του Ψυχάρη από τους μαθητές του

Ο ΑΝΤΑΡΤΗΣ (ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ) ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΨΥΧΑΡΗ (ΜΠΕΝΑΚΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, ΑΡΧ.ΨΥΧ.Ι.ΙΙ.ΙΙΙ.087) ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΖΑΖΑ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ 500 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ 2010 ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ «ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΨΥΧΑΡΗ» Β΄ ΕΚΔΟΣΗ: ΙΟΥΝΙΟΣ 2015 (500 αντίτυπα) Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ: ΙΟΥΝΙΟΣ 2016 (500 αντίτυπα) Δ΄ ΕΚΔΟΣΗ: ΙΟΥΝΙΟΣ 2017 (500 αντίτυπα) Α΄ ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ: ΙΟΥΝΙΟΣ 2018 (500 αντίτυπα) Β΄ ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ: ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2018 (500 αντίτυπα)  

RkJQdWJsaXNoZXIy MjYz