(Σημείωση: Ο παρακάτω πίνακας περιεχομένων δεν αποτελεί το τελικό κείμενο, διότι εκκρεμούν ορθογραφικές και συντακτικές διορθώσεις) ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Η’ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΒ’ ΣΥΝΟΔΟΣ A’ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΡΚΖ’ Τετάρτη 16 Απριλίου 2008 ΘΕΜΑΤΑ Α. ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 1. Επικύρωση Πρακτικών, σελ. 2. Άδεια απουσίας του Βουλευτή κ. Κ. Καρτάλη, σελ. 3. Ανακοινώνεται ότι τη συνεδρίαση παρακολουθούν μαθητές από το Γενικό Λύκειο Ασπρόπυργου, το 14ο Γενικό Λύκειο Αθηνών, τα Δημοτικά Σχολεία Ξυνού Νερού, Αμυνταίου και Αγίου Παντελεήμονα Φλώρινας, το Δημοτικό Σχολείο Σίφνου και το Γυμνάσιο Λιμεναρίων Θάσου, σελ. 4. Ανακοινώνεται ότι ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος, κ. Γ. Παπανδρέου και οι 101 Βουλευτές του Κόμματός του, κατέθεσαν πρόταση για σύσταση εξεταστικής επιτροπής σχετικά με τη διερεύνηση της υπόθεσης των δομημένων ομολόγων, σελ. 5. Ανακοινώνεται ότι η Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας καταθέτει την έκθεσή της στην αίτηση της Εισαγγελικής Αρχής για τη χορήγηση άδειας άσκησης ποινικής δίωξης κατά Βουλευτού, σελ. Β. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Συζήτηση και ψήφιση επί της αρχής, των άρθρων, των τροπολογιών και του συνόλου του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης: «Βελτίωση και επιτάχυνση των διαδικασιών της δίκης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και άλλες διατάξεις», σελ. ΟΜΙΛΗΤΕΣ Επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης: ΑΜΟΙΡΙΔΗΣ Ι., σελ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΟΣ Γ., σελ. ΑΥΓΕΝΑΚΗΣ Ε., σελ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Ε., σελ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ Α., σελ. ΔΡΑΓΩΝΑ Θ., σελ. ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ Α., σελ. ΚΑΡΑΜΑΡΙΟΣ Α., σελ. ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ Γ., σελ. ΚΟΥΒΕΛΗΣ Φ., σελ. ΜΠΕΚΙΡΗΣ Μ., σελ. ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ Γ., σελ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ., σελ. ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ-ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ Α., σελ. ΠΑΤΡΙΑΝΑΚΟΥ Φ., σελ. ΠΛΕΥΡΗΣ Α., σελ. ΡΟΝΤΟΥΛΗΣ Α., σελ. ΣΚΡΑΦΝΑΚΗ Μ., σελ. ΤΖΑΒΑΡΑΣ Κ., σελ. ΤΖΑΚΡΗ Θ., σελ. ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ Σ., σελ. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ Η΄ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗ ΙΒ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΣ Α΄ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΡΚΖ΄ Τετάρτη 16 Απριλίου 2008 Αθήνα, σήμερα στις 16 Απριλίου 2008, ημέρα Τετάρτη και ώρα 10.35΄ συνήλθε στην Αίθουσα των συνεδριάσεων του Βουλευτηρίου η Βουλή σε ολομέλεια για να συνεδριάσει υπό την προεδρία του Γ΄ Αντιπροέδρου αυτής κ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΝΕΡΑΝΤΖΗ. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αρχίζει η συνεδρίαση. Εισερχόμαστε στην ημερήσια διάταξη της ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Συζήτηση και ψήφιση ενιαία επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης: «Βελτίωση και επιτάχυνση των διαδικασιών της δίκης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και άλλες διατάξεις» σύμφωνα με τα άρθρα 72 παράγραφος 4 του Συντάγματος και 108 παράγραφος 7 του Κανονισμού της Βουλής. Το νομοσχέδιο αυτό συζητήθηκε και ψηφίστηκε στην αρμόδια διαρκή επιτροπή, σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 70 παράγραφος 2 του Συντάγματος. Θα συζητηθεί σε μία συνεδρίαση ενιαία, όπως ορίζουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής στις προαναφερθείσες διατάξεις τους, μαζί με τις υπ' αριθμόν 202/8, 203/9, 204/10 υπουργικές τροπολογίες. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφάσισε να διατεθεί συνολικός χρόνος επτά ωρών, πέντε ωρών για τις αγορεύσεις των εισηγητών, των ειδικών αγορητών και των εγγεγραμμένων στον κατάλογο ομιλητών και δύο ωρών για τις αγορεύσεις των Υπουργών και των Κοινοβουλευτικών Εκπροσώπων. Η εγγραφή των Βουλευτών στον κατάλογο των ομιλητών θα είναι ελεύθερη και θα γίνει σύμφωνα με το άρθρο 96 του Κανονισμού της Βουλής, δηλαδή, από την έναρξη της συζήτησης έως το τέλος της ομιλίας των εισηγητών. Για τη διάρκεια των αγορεύσεων και τη σειρά των ομιλητών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 97 και 64 του Κανονισμού της Βουλής. Κύριε Υπουργέ, έχετε να κάνετε κάποιες τροποποιήσεις; ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Μάλιστα, κύριε Πρόεδρε. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ορίστε, κύριε Υπουργέ, έχετε το λόγο. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Έχω κάποιες φραστικές και νομοτεχνικές βελτιώσεις στο σχέδιο νόμου. Θέλετε να τις διαβάσω ή να τις καταθέσω; ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Να τις καταθέσετε και να διανεμηθούν, κύριε Υπουργέ. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Μάλιστα. Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. (Στο σημείο αυτό ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Σωτήρης Χατζηγάκης καταθέτει για τα Πρακτικά τις προαναφερθείσες φραστικές και νομοτεχνικές βελτιώσεις στο σχέδιο νόμου, οι οποίες έχουν ως εξής: (να φωτογραφηθεί η σελ.4) ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Το λόγο έχει η εισηγήτρια της Πλειοψηφίας κ. Κατερίνα Παπακώστα-Σιδηροπούλου. Ορίστε, κ. Σιδηροπούλου, έχετε το λόγο. ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ-ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ: Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εξετάζουμε σήμερα ένα πραγματικά πολύ σημαντικό νομοσχέδιο. Ένα νομοσχέδιο που το αναμέναμε, ένα νομοσχέδιο το οποίο αφορά στη βελτίωση και στην επιτάχυνση των διαδικασιών στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και -θα προσέθετα εγώ- ένα νομοσχέδιο το οποίο συμβάλλει στην απλούστευση των διαδικασιών δίκης. Ο μεγάλος αριθμός υποθέσεων, η συσσώρευση υποθέσεων που εκκρεμούν, οι συνεχείς αναβολές των δικών και η τεράστια γραφειοκρατία που πλήττει τις διαδικασίες, έχουν συνθέσει με γλαφυρό τρόπο μία δικαστική πραγματικότητα η οποία είναι απαράδεκτη για μία ευρωπαϊκή χώρα. Η υφιστάμενη κατάσταση, αυτό που συμβαίνει δηλαδή σήμερα, αναγκάζει την Κυβέρνηση να πάρει τη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία. Επικαλούμενη τα στοιχεία της αιτιολογικής έκθεσης, σας λέω ότι, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, στα διοικητικά πρωτοδικεία εισάγονται κάθε χρόνο πάνω από εκατό χιλιάδες υποθέσεις. Από αυτές, περατώνονται από τους πεντακόσιους περίπου Προέδρους Πρωτοδικών και Πρωτοδίκες περί τις ογδόντα πέντε χιλιάδες υποθέσεις. Συνεπώς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το έλλειμμα των υποθέσεων που δεν εκδικάζεται, αντιλαμβάνεστε πως ανέρχεται κάθε χρονιά σε πάνω από τριάντα χιλιάδες υποθέσεις, με συνέπεια υποθέσεις που εκκρεμούσαν στα διοικητικά δικαστήρια στις 31-12-2005 να ανέρχονται σε διακόσιες πενήντα εννέα χιλιάδες εξακόσιες μία, την 31-12-2006 σε τριακόσιες εννέα χιλιάδες εκατόν εβδομήντα τέσσερις και την 31-12-2007 σε τριακόσιες πενήντα μία χιλιάδες εκατόν σαράντα έξι υποθέσεις. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Είναι προφανές, λοιπόν, πως αν δεν ληφθούν τα αναγκαία και απαραίτητα μέτρα, το πρόβλημα θα καταστεί δυσεπίλυτο. Το νομοσχέδιο αυτό τεχνικά αποτελείται από εβδομήντα εννέα άρθρα τα οποία ουσιαστικά μοιράζονται, κατανέμονται σε έξι κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο, στο οποίο περιλαμβάνονται τα άρθρα 1 έως 37, προτείνονται οι αναγκαίες τροποποιήσεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Στο δεύτερο κεφάλαιο, που αφορά τα άρθρα 38 έως και 51, έχουμε διατάξεις οι οποίες αποσκοπούν στην επιτάχυνση της διοικητικής δίκης. Στο τρίτο κεφάλαιο, που αφορά τα άρθρα 52 έως 57, περιλαμβάνονται οι αναγκαίες εκείνες αλλαγές που αφορούν στην λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και σε θέματα τακτικής διοικητικής δικαιοσύνης. Στο δε τέταρτο κεφάλαιο, που αφορά στα άρθρα 58 έως 63, ρυθμίζονται ζητήματα πολύ σημαντικά που αφορούν τη σωφρονιστική πολιτική της χώρας. Στο πέμπτο κεφάλαιο, που έχει να κάνει με τα άρθρα 64 έως 68, ρυθμίζονται θέματα του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Μεγάρων. Στο τελευταίο κεφάλαιο, από άρθρα 69 έως 79, αντιμετωπίζονται διάφορα επιμέρους θέματα που αφορούν στη λειτουργία της δικαιοσύνης εν γένει. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είμαι υποχρεωμένη να παρουσιάσω στην Εθνική Αντιπροσωπεία τις βασικές καινοτομίες του νομοσχεδίου, για να αντιληφθούμε τι ακριβώς πραγματεύεται και με ποιο τρόπο η Κυβέρνηση νομοθετεί, όσον αφορά την αναγκαία αυτήν νομοθετική πρωτοβουλία που πήραμε για την επιτάχυνση των διαδικασιών της δίκης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και τη βελτίωσή της, καθώς και τις υπόλοιπες διατάξεις. Οι βασικότερες, λοιπόν, καινοτομίες του νομοσχεδίου είναι οι εξής. Πρώτη καινοτομία. Καθιερώνεται ο θεσμός της λεγόμενης πρότυπης δίκης, η εφαρμογή του οποίου στη γερμανική διοικητική δικονομία έχει αποδειχθεί απολύτως πετυχημένη και έχει συμβάλει αποτελεσματικά στην ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων και κατά συνέπεια, στην εξυπηρέτηση των πολιτών. Κατά το νέο αυτό θεσμό, δηλαδή, το θεσμό της πρότυπης δίκης, ουσιαστικά, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, παρέχεται στο γενικό επίτροπο της επικράτειας στα διοικητικά δικαστήρια η δυνατότητα να ζητά τον κατά προτίμηση προσδιορισμό δικασίμου για υποθέσεις όπου ανακύπτουν νέα νομικά ζητήματα τα οποία χαρακτηρίζονται από μείζονα σπουδαιότητα ή αφορούν μεγάλο αριθμό εκκρεμών υποθέσεων. Το επιλαμβανόμενο, λοιπόν, δικαστήριο υποχρεούται να εκδώσει την απόφαση εντός τεσσάρων μηνών. Συνεπώς, η μείζονος σημασίας, σπουδαιότητας υπόθεση μπορεί σε συντομότατες προθεσμίες, με αίτηση αναιρέσεως, να αχθεί ενώπιον του Συμβουλίου επί της Επικρατείας και να επιληφθεί αμετακλήτως. Θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι με το θεσμό της πρότυπης δίκης έχουμε δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με το ισχύον καθεστώς. Το πρώτο συγκριτικό πλεονέκτημα είναι ότι αφ’ ενός μεν ενισχύεται η ασφάλεια του δικαίου, αφού περιορίζεται ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Κατ’ άλλους, αυτό θεωρείται υγεία. Εγώ θέλω να πω όλες τις απόψεις. Η Κυβέρνηση πιστεύει, όμως, ότι ενισχύεται η ασφάλεια του δικαίου. Αφ’ ετέρου, το δεύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα είναι ότι απαλλάσσονται από σημαντικό φόρτο τα πρωτοβάθμια, κυρίως, δικαστήρια, τα οποία πολλές φορές κατακλύζονται από εκατοντάδες ή και χιλιάδες, όμοιου περιεχομένου ένδικα βοηθήματα. Να θυμίσω εδώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, για όσους ενδεχομένως το έχουν λησμονήσει, τις υποθέσεις του Λ.Α.Φ.Κ.Α., τις υποθέσεις του οικογενειακού επιδόματος των δημοσίων υπαλλήλων και άλλες. Δεύτερη καινοτομία. Ως δεύτερη καινοτομία του νομοσχεδίου είναι το γεγονός ότι επεκτείνεται και στις διοικητικές διαφορές ουσίας. Θα πρέπει να σας πω ότι ο θεσμός αυτός εφαρμόζεται με επιτυχία από το 1999 για τις ακυρωτικές αποφάσεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο θεσμός της απορρίψεως, δηλαδή, με απόφαση που λαμβάνεται σε συμβούλιο, άρα, όχι με την μορφή δικαστικής απόφασης των ενδίκων μέσων που είναι προφανώς απαράδεκτα ή αβάσιμα. Άρα, επεκτείνεται και στις διοικητικές διαφορές ουσίας ο θεσμός της απόρριψης. Με την απλούστευση, δηλαδή, τι θέλουμε να κάνουμε; Το λέω, γιατί ακούστηκαν πολλά και επικρίθηκε η Κυβέρνηση γι’ αυτό. Εμάς μας ενδιαφέρει το εξής: Με την απλούστευση των διαδικασιών επιδιώκεται η επιτάχυνση στην έκδοση των αποφάσεων. Προβλέπεται, όμως, ότι αν εμμένει ο διάδικος, αν επιμένει ο διάδικος, η υπόθεση εκδικάζεται, αλλά με την καταβολή του τριπλάσιου παραβόλου από το προβλεπόμενο. Ο παραπάνω θεσμός, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν εισάγεται για πρώτη φορά. Εφαρμόζεται και στον Άρειο Πάγο. Είναι το άρθρο 571 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και είναι ευρύτατα διαδεδομένος στα αλλοδαπά δίκαια. Πρέπει δε να σας πω συγκεκριμένα και να το υπογραμμίσω ότι στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σχεδόν το 80% των υποθέσεων απορρίπτονται σε συμβούλιο, ως προδήλως απαράδεκτες ή αβάσιμες. Τρίτη καινοτομία. Περιορίζεται η δυνατότητα των διαδίκων να ζητούν συνεχείς αναβολές κατά τη συζήτηση μιας υπόθεσης, με αποτέλεσμα να έχουμε παρέλκυση της δίκης, να έχουμε πολλές φορές καθυστερήσεις. Αυτό πλέον σταματά. Για τι πράγμα νομοθετούμε εμείς; Λέμε ότι η συζήτηση πλέον μπορεί να αναβληθεί με αίτηση του διαδίκου μόνο μία φορά, με δυνατότητα μάλιστα του δικαστηρίου να επιδικάσει, σε βάρος του αιτούντος την αναβολή, τα έξοδα της δίκης. Τέταρτη καινοτομία. Καταργούνται όλες οι διατάξεις –κι εδώ πρέπει να υπογραμμίσω ότι αυτό είναι εξόχως σημαντικό- οι οποίες προβλέπουν υπέρ του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, κατά παραβίαση της αρχής της δικονομικής ισότητας, την αναστολή εκτέλεσης τελεσίδικων κατά αυτών δικαστικών αποφάσεων, μέχρις ότου αυτές καταστούν αμετάκλητες. Η ρύθμιση αυτή, πέραν της ισότητας των διαδίκων, λειτουργεί ως αντικίνητρο για το δημόσιο στο να καταθέτει αφειδώς, ακόμη και για λυμένα νομικά ζητήματα, αιτήσεις αναιρέσεως, προκειμένου να καθυστερήσει την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων. Πέμπτη καινοτομία. Παρέχεται για πρώτη φορά, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι –και το υπογραμμίζω αυτό- στην ελληνική έννομη τάξη το δικαίωμα στο διάδικο να αντιταχθεί στη χρήση και δημοσιοποίηση του ονόματός του, σε σχέση με ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα -είναι το άρθρο 2 του νόμου 2472/97- που τον αφορούν και να χρησιμοποιούνται, αντί των στοιχείων της ταυτότητάς του, για να προστατευθεί, κωδικά ψηφία ή αριθμοί. Με τον τρόπο αυτό, κατά την κρίση του Προέδρου του οικείου δικαστικού σχηματισμού, δεν αποκαλύπτονται τα στοιχεία της ταυτότητας, παραδείγματος χάριν, για να μην παρεξηγηθούμε θα πω ακριβώς τι εννοούμε, ασθενών του AIDS, ατόμων με ψυχικές νόσους κ.λπ., στοιχεία που είναι άκρως ευαίσθητα και τα οποία δεν αφορούν τους πολλούς, αλλά αφορούν εκείνον με τον οποίο έχουν να κάνουν. Έκτη καινοτομία. Τίθενται περιορισμοί στο όριο του εκκλήτου των αποφάσεων και αναπροσαρμόζονται σε εύλογα όρια τα παράβολα δίκης. Η επικρατούσα φιλοσοφία, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, του νομοσχεδίου είναι τα διοικητικά δικαστήρια πλέον να απασχολούνται σε δύο βαθμούς μόνο με τις σημαντικότερες υποθέσεις. Για το λόγο αυτό αναπροσαρμόζεται το όριο του εκκλητού των πρωτοβάθμιων αποφάσεων και προβλέπεται ότι οι μικρού αντικειμένου διαφορές, μέχρι δηλαδή και τα 5.000 ευρώ, δεν υπόκεινται, εκτός ειδικών περιπτώσεων, σε έφεση. Το όριο αυτό ορίζεται πλέον στο ποσό των 3.000 ευρώ, όταν πρόκειται για κοινωνικοασφαλιστικές ή για διαφορές από αποδοχές του προσωπικού του δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Περαιτέρω αναπροσαρμόζονται σε εύλογα όρια τα ποσά των παραβόλων. Για ποιο λόγο έχει καθιερωθεί το παράβολο στην ισχύουσα νομοθεσία; Προκειμένου να αποτρέπει τους διαδίκους από την άσκηση επιπόλαιων και αστήρικτων ενδίκων βοηθημάτων και μάλιστα, ας μου επιτρέψετε την έκφραση, «για ψύλλου πήδημα». Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει η πρόσβαση στα δικαστήρια να εκφυλιστεί σε πολυτελή διαδικασία και κυρίως, μόνο για τους οικονομικά ισχυρούς. Άρα, η Κυβέρνηση με τον τρόπο που νομοθετεί, προσπαθεί να εφαρμόσει αυτό που η φράση λέει «ταύτα δε έδει ποιήσαι κακείνα μη αφιέναι». Δηλαδή και να προσφεύγει ο πολίτης, αλλά για σπουδαίο και σημαντικό λόγο, στην προστασία της δικαιοσύνης και από την άλλη πλευρά, να μην αποτελεί αυτό προνόμιο μόνο των πλουσίων. Γίνεται συνεπώς μία λελογισμένη αύξηση των παραβόλων, όχι όμως σε σημείο τέτοιο που να μπαίνουν δυσχερείς φραγμοί στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών. Έβδομη καινοτομία και πολύ σημαντική, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Εισάγεται για πρώτη φορά στην ελληνική πραγματικότητα ο θεσμός της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης και παρέχεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής και διακίνησης δικογράφων και εν γένει δικαστικών εγγράφων. Έτσι ο δικηγόρος θα μπορεί από το γραφείο του, έχοντας βεβαίως ηλεκτρονική σφραγίδα που θα τον ταυτοποιεί, να καταθέτει την αγωγή του ή άλλα ένδικα βοηθήματα. Στη συνέχεια μάλιστα, θα μπορεί να παρακολουθεί μέσω του υπολογιστή του την πορεία της υπόθεσης, δηλαδή πότε αυτή θα εκδικαστεί, πότε θα εκδοθεί η απόφαση, πότε θα δημοσιευθεί κ.λπ., χωρίς να είναι υποχρεωμένος να τρέχει στο δικαστήριο και να συνωστίζεται στις γραμματείες. Είναι δεδομένο, λοιπόν, ότι η ηλεκτρονική κατάθεση των δικογράφων θα συμβάλλει αποφασιστικά στην επιτάχυνση των δικών, στη μείωση της γραφειοκρατίας, στον περιορισμό της ταλαιπωρίας των διαδίκων και των δικηγόρων και στην εξοικονόμηση γραμματειακού προσωπικού των δικαστηρίων. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης θεσμοθετείται και η δυνατότητα να εξετάζονται εκτός ακροατηρίου, με την παρουσία βεβαίως πάντοτε δικαστή και με ταυτόχρονη μετάδοση της εικόνας και του ήχου στην αίθουσα συνεδριάσεως του δικαστηρίου, μάρτυρες, πραγματογνώμονες και διάδικοι. Όγδοη καινοτομία. Αναπροσαρμόζεται στο ποσό των 20.000 ευρώ από 2.000.000 δραχμές η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου, ενώ η εκδίκαση των σχετικών εφέσεων περιέρχεται στα εφετεία από τα τριμελή πρωτοδικεία. Γιατί γίνεται αυτό; Γίνεται, διότι στο πλαίσιο της κοινωνικής αποστολής του κράτους και της ευαισθησίας προς τις ασθενέστερες οικονομικά ομάδες του πληθυσμού, παρέχεται η δυνατότητα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εφόσον ο διοικούμενος θεμελιώνει πράγματι αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια προς αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών διαβίωσης του ίδιου ή της οικογένειάς του, να κηρύξει εν όλω ή εν μέρει προσωρινά εκτελεστή την απόφασή του και να του καταβληθούν άμεσα από το κράτος τα χρήματα που διεκδικεί. Δέκατη ουσιαστική καινοτομία. Αυτό είναι ουσιαστικά ζήτημα επίλυσης οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών που αυξάνονται κατά εβδομήντα. Από αυτές οι σαράντα δύο αφορούν στον κλάδο των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και οι είκοσι οκτώ στον κλάδο των διοικητικών δικαστηρίων. Είναι, όμως, σημαντική ανακούφιση. Ενδέκατη καινοτομία. Μεταφέρονται κατηγορίες υποθέσεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας, είτε στα διοικητικά εφετεία ως ακυρωτικές, είτε στα διοικητικά πρωτοδικεία ως διαφορές ουσίας, με στόχο αφ’ ενός μεν την αποσυμφόρηση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου από κατηγορίες υποθέσεων που η φύση και η σπουδαιότητά τους δεν δικαιολογούν την απ’ ευθείας εκδίκασή τους από αυτό και αφ’ ετέρου, την ταχύτερη και βελτιωμένη απονομή της δικαιοσύνης με την αποκέντρωση του μηχανισμού της. Τα μέτρα αυτά, σε συνδυασμό με μέτρα που ήδη έχουμε λάβει, όπως ο εκσυγχρονισμός του πληροφοριακού συστήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η εγκατάσταση πληροφοριακού συστήματος στα μεγαλύτερα διοικητικά πρωτοδικεία και εφετεία, η πλήρωση των κενών θέσεων των διοικητικών πρωτοδικών που επιτεύχθηκε με την αύξηση των εισαγομένων στην Εθνική Σχολή Δικαστών, καθώς και η αύξηση των θέσεων των διοικητικών δικαστών, εκτιμάται ότι θα συνεισφέρουν σημαντικά στην επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης στον πρώτο και στο δεύτερο βαθμό. Τέλος, εκτιμούμε ότι ο χρόνος για την έκδοση αποφάσεων από τα διοικητικά πρωτοδικεία θα μειωθεί τουλάχιστον κατά ένα έτος, από τρία χρόνια δηλαδή σε δύο χρόνια και εκτιμούμε επίσης, ότι με την εφαρμογή των ρυθμίσεων του προτεινομένου σχεδίου νόμου, ο χρόνος για την έκδοση απόφασης από τα διοικητικά εφετεία θα μειωθεί στο ένα έτος, ενώ θα μειωθούν κατά οκτακόσιες περίπου οι υποθέσεις που εισάγονται ετησίως στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Κατά συνέπεια, θεωρούμε ότι το παρόν σχέδιο νόμου λύνει προβλήματα, θεωρούμε ότι επιτυγχάνει το σκοπό για τον οποίο αναλήφθηκε η νομοθετική πρωτοβουλία, εισάγει σημαντικές καινοτομίες και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να υπερψηφιστεί. Σας ευχαριστώ. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας) ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ευχαριστώ κι εγώ, κυρία Παπακώστα. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχω την τιμή να ανακοινώσω στο Σώμα δύο επιστολές που έχουν έρθει στο Προεδρείο από τα Κόμματα. Από τη Νέα Δημοκρατία ορίζεται Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος για τη συζήτηση του παρόντος σχεδίου νόμου ο Βουλευτής Λακωνίας κ. Γρηγόρης Αποστολάκος. Από το Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό ορίζεται ως ειδικός αγορητής ο Βουλευτής κ. Αθανάσιος Πλεύρης. Το λόγο έχει ο εισηγητής της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Βουλευτής Δωδεκανήσου κ. Γεώργιος Νικητιάδης. Ορίστε, κύριε συνάδελφε, έχετε το λόγο. Σας βλέπω πάνοπλο. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. καταψηφίζει επί της αρχής το συζητούμενο νομοσχέδιο, όχι επειδή διαφωνεί με την αναγκαιότητα της επιτάχυνσης της διοικητικής δίκης –απεναντίας- αλλά επειδή διαφωνεί παντελώς με τη φιλοσοφία, με τη μεθοδολογία, με τον τρόπο που η Νέα Δημοκρατία προσεγγίζει το τεράστιο αυτό θέμα. Κύριε Υπουργέ, στις τρεις συνεδριάσεις των επιτροπών καταβάλαμε τεράστιες προσπάθειες όλα τα κόμματα για να γίνουν κάποιες αλλαγές. Δυστυχώς, οι αλλαγές που έγιναν είναι κυρίως λεκτικές. Δεν έγινε καμμία αλλαγή επί της ουσίας και έτσι η προσπάθεια που έγινε προκειμένου να ψηφίσουμε και εμείς το νομοσχέδιο, έπεσε στο κενό. Επιτρέψτε μου, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να εξηγήσω την επί της αρχής διαφωνία του Κόμματός μας, που σχετίζεται –επαναλαμβάνω- με θέματα ιδεολογίας και πολιτικής, με τον τρόπο δηλαδή που αντιλαμβάνεται το κάθε κόμμα τη δίκη, το δικαστήριο, τον πολίτη και τον τρόπο που αυτός πρέπει να προστατεύεται. Ας έρθω, λοιπόν, στα επί της ουσίας του νομοσχεδίου. Σε κάθε ευνομούμενο κράτος είναι δεδομένο ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται πρέπει να είναι ορθές, για να αποδίδεται δίκαιο και να ικανοποιείται ο πολίτης. Παραλλήλως, οι αποφάσεις που εκδίδονται, πρέπει να εκδίδονται γρήγορα, με ταχύτητα. Και αν στην πολιτική ή στην ποινική δίκη υπάρχει αυτή η αναγκαιότητα μία φορά, στη διοικητική δίκη, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι πολλαπλάσια η αναγκαιότητα της έκδοσης αποφάσεων σε γρήγορο χρόνο. Γιατί; Διότι στη διοικητική δίκη οι διάδικοι είναι άνισοι. Στη διοικητική δίκη έχουμε από τη μία τον πολίτη, τον ανίσχυρο εν πολλοίς πολίτη, μπροστά στο ισχυρό κράτος. Έχουμε τον πολίτη που περιμένει γρήγορα να εκδοθεί μία απόφαση για να δικαιωθεί και έχουμε και το κράτος που, στο τέλος-τέλος, αν εκδοθεί μία απόφαση σε τρία, τέσσερα, πέντε, δέκα χρόνια, δεν πρόκειται και να το θίξει ιδιαιτέρως. Σ’ αυτό το σύστημα, λοιπόν, αντιλαμβάνεστε ότι εκ των πραγμάτων τα κόμματα οφείλουν να προσεγγίσουν το ζήτημα με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε να διασφαλίσουν ότι πράγματι θα προστατεύεται πάνω απ’ όλα ο πολίτης απέναντι στο ισχυρότατο κράτος που έχει να αντιμετωπίσει. Τα προβλήματα με την πληθώρα των εκκρεμών υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια κατ’ αρχάς έχουν ως αίτιο το γεγονός ότι το κράτος μας είναι δύσκαμπτο. Το κράτος μας δεν έχει εκείνες τις επιτροπές που θα δίδουν τη δυνατότητα στον πολίτη να μην αναγκάζεται να πηγαίνει στα δικαστήρια. Πέραν της πολυνομίας, πέραν της αμφιβολίας σε σχέση με το τι μπορεί να προβλέπει κάποιος νόμος, πέρα από τις αντιτιθέμενες, τις διαφορετικές δικαστικές αποφάσεις, πάνω απ’ όλα και κυρίως ο πολίτης έχει να αντιμετωπίσει αυτό το δύσκαμπτο κράτος. Και αυτός είναι ο κυρίαρχος λόγος για τον οποίο έχουμε τόσο μεγάλο αριθμό εκκρεμών υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα πρέπει να καταδείξω τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο Κόμματα σε σχέση με τον τρόπο που προσεγγίζουν το ζήτημα. Η Νέα Δημοκρατία το ξεκαθάρισε εξ αρχής. Η δικομανία των Ελλήνων είναι αυτή που κυρίως οδηγεί σε αυτήν την πληθώρα των προσφυγών στα διοικητικά δικαστήρια. Οι δικομανείς Έλληνες! Έγινε προφανώς κάποια ψυχολογική παρέμβαση στο κοινωνικό υποσυνείδητο όλων των Ελλήνων, απεφάνθησαν οι ειδικοί του Υπουργείου Δικαιοσύνης ότι οι Έλληνες είναι δικομανείς και εντοπίσαμε ότι αυτό είναι το αίτιο για το οποίο στρέφονται στα δικαστήρια. Και για να μην έχει καμμία αμφιβολία, ο κύριος Υπουργός, ότι αυτά είναι δικές τους εκφράσεις, του Υπουργείου, εγώ καταθέτω εδώ το δελτίο Τύπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης στο οποίο αναφέρεται με τον πλέον περίτρανο τρόπο ότι η βασική αιτία της υπερπληθώρας εκκρεμών αποφάσεων στα διοικητικά δικαστήρια είναι η δικομανία των Ελλήνων. (Στο σημείο αυτό ο Βουλευτής κ. Γεώργιος Νικητιάδης καταθέτει για τα Πρακτικά το προαναφερθέν δελτίο Τύπου, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο του Τμήματος Γραμματείας της Διεύθυνσης Στενογραφίας και Πρακτικών της Βουλής) Και τι κάνει λοιπόν; Επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με το σωστό τρόπο το αίτιο, έρχεται και ακριβαίνει τη διαιοσύνη. Γίνεται πιο ακριβή η δικαιοσύνη. Μπορεί πιο δύσκολα να προσφύγει ο οικονομικά ασθενής και έτσι καταντάμε το ισχυρό κράτος να μπορεί οποτεδήποτε να κάνει εφέσεις, γιατί δεν έχει οικονομικό πρόβλημα. Ο οικονομικά ισχυρός να μπορεί να κάνει εφέσεις, γιατί δεν έχει πρόβλημα οικονομικό και ο οικονομικά ασθενέστερος είναι αυτός που τελικά πληρώνει τη νύφη. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να παρακολουθήσει –επαναλαμβάνω- την αναγκαιότητα να ενδυναμώσουν οι ενδικοφανείς επιτροπές του Δημοσίου. Δεν διανοείται ότι θα μπορούσε να κάνει δευτεροβάθμιες επιτροπές, να ενδυναμώσει τις υπάρχουσες επιτροπές στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στον Ο.Γ.Α., στους δήμους. Είναι διαφορετική η προσέγγισή της. Άρα, δεν καταλήγει στο σωστό συμπέρασμα και δεν οδηγείται στο σωστό τρόπο αντιμετώπισης του φαινομένου. Και γι’ αυτό, το νομοσχέδιο θα αποτύχει. Πολύ γρήγορα θα υπεισέλθω στις βασικές μας διαφωνίες στα άρθρα του νομοσχεδίου. Κατ’ αρχάς, διαφωνούμε με το πρώτο άρθρο, όπου μπορεί μεν να συμφωνούμε στην αύξηση του ποσού για να είναι μία ποινή εφέσιμος, αλλά διαφωνούμε τελείως με το γεγονός ότι καταργείται η εφετειακή δυνατότητα των Τριμελών Διοικητικών Πρωτοδικείων και πάνε όλες οι υποθέσεις στα Εφετεία. Και γιατί διαφωνούμε; Το είπαμε και στην επιτροπή, κύριε Υπουργέ. Με εννέα Εφετεία σε ολόκληρη τη χώρα, το μόνο που καταφέρνετε είναι να ταλαιπωρείτε τους Έλληνες και να πληρώνουν ακριβότερα τη δικαιοσύνη. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα που αφορά στο Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς. Ο Πειραιάς, η Χαλκίδα, η Λαμία, η Λειβαδιά, η Σύρος, η Ρόδος, όλη η Δωδεκάνησος, η Μυτιλήνη, όλοι αυτοί θα πρέπει να πηγαίνουν στο Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς. Αυτή είναι η επιτάχυνση λοιπόν της διοικητικής δίκης; Το καταθέτω και αυτό για τα Πρακτικά. (Στο σημείο αυτό ο Βουλευτής κ. Γεώργιος Νικητιάδης καταθέτει για τα Πρακτικά το προαναφερθέν έγγραφο, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο του Τμήματος Γραμματείας της Διεύθυνσης Στενογραφίας και Πρακτικών της Βουλής) ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Τι προτείνετε, κύριε συνάδελφε; ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Περισσότερα Διοικητικά Εφετεία, κύριε Υπουργέ, αφού ρωτάτε τι προτείνουμε. Οι προτάσεις έχουν έρθει και από τους συλλόγους των δικαστών. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Θα ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν, κύριε συνάδελφε. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Εντάξει. Πέραν τούτου, στο άρθρο 7 η διαφωνία μας είναι νομική. Την εξηγήσαμε και στην επιτροπή και κατά συνέπεια, δεν θέλω να επεκταθώ. Ας έρθουμε στο άρθρο 10, όπου με απεγνωσμένες προσπάθειες επεδίωξα να εξηγήσω ότι ένας πολίτης που με μία παράβαση οδηγείται σε τέσσερα πρόστιμα των 19.800 ευρώ δεν θα έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στο Εφετείο. Δυστυχώς, παρά το ότι δείξατε ενδιαφέρον να δείτε τι ακριβώς εννοούμε, δεν αλλάξατε ούτε μία γραμμή. Και οδηγούμαστε στο εξής συμπέρασμα: Ο απλός καταστηματάρχης που θα ξεχάσει να ανακοινώσει στην Επιθεώρηση Εργασίας, που θα ξεχάσει να αναρτήσει στον πίνακα και που θα ξεχάσει να ανακοινώσει στον Ο.Α.Ε.Δ. την πρόσληψη ενός εργαζόμενου, θα οδηγείται να πληρώσει 14.800 ευρώ –φέρνω ένα τυχαίο παράδειγμα- και δεν θα μπορεί να κάνει έφεση, διότι τα ποσά είναι τέτοια που είναι απαγορευτικά, πέραν του ότι από 590 ευρώ, έρχεσθε να εννεαπλασιάσετε στην κυριολεξία το ποσό για την έφεση. Στο άρθρο 13 επιβάλλετε τριπλάσιο παράβολο στην επανυποβολή του ενδίκου μέσου και δεν μπορούμε να μη διαφωνήσουμε και το εξηγήσαμε. Επίσης, στο άρθρο 15 που αφορά την αναβολή, έχουμε να πούμε ότι θα το βρείτε μπροστά σας στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, κύριε Υπουργέ. Δεν μπορεί κάποιος που για λόγους ανωτέρας βίας ζήτησε μία αναβολή και τη δεύτερη φορά συνέβη να έχει ένα άλλο ατύχημα, να μη δικαιούται αναβολής και να καταδικάζεται ερήμην. Αυτά είναι ζητήματα που τα κρίνουν τα δικαστήρια. Δεν τα κρίνουν οι Υπουργοί, δεν τα κρίνουν οι συνεργάτες μέσα σε κάποια γραφεία. Τα δικαστήρια μπορούν να κρίνουν πότε κάποιος πρέπει να πάρει ή να μην πάρει αναβολή, όχι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, όχι ο νομοθέτης, όχι η ελληνική Βουλή. Επίσης, στο άρθρο 21 που αφορά στην αναστολή, είπαμε και επιμείναμε ότι πρέπει να ακούγεται ο διάδικος. Εσείς το αρνείσθε. Είναι θετικό μεν το μέτρο, αλλά αν δεν ακούγεται ο διάδικος για να αναπτύξει την επιχειρηματολογία του, αντιλαμβάνεσθε ότι εμείς δεν μπορούμε να το ψηφίσουμε. Στο άρθρο 29 που αφορά τα Εφετεία, όπου επίσης διαφωνούμε, αναφερθήκαμε ήδη, ενώ στο άρθρο 36 είμαστε αντίθετοι με την επιβολή αναλογικού παραβόλου. Είναι πρόστιμο, είναι ποινή και δεν μπορείτε για να επισπεύσετε τη διοικητική δίκη, να επιβάλλετε πρόστιμα στους διαδίκους. Και ας έρθουμε στην περίφημη πιλοτική δίκη. Εδώ, όχι επιτάχυνση δεν θα επιτευχθεί, αλλά εκτροχιασμός του δικαίου θα επιτευχθεί. Διότι ναι μεν ο θεσμός της πιλοτικής δίκης είναι θετικός και θα μπορούσαμε να τον αποδεχθούμε, αλλά μόνο όταν υπάρχουν εκείνα τα αντικειμενικά εχέγγυα που επιτρέπουν να λειτουργήσει και όχι όταν ο γενικός επίτροπος θα παίρνει μία υπόθεση που θα διαλέγει ο ίδιος, χωρίς να ξέρουμε ποια είναι η σπουδαιότητα που τον οδήγησε να πάρει τη συγκεκριμένη υπόθεση, χωρίς να ξέρουμε γιατί επέλεξε το συγκεκριμένο δικαστήριο και χωρίς να ξέρουμε αν είναι νομικώς και πραγματικώς επαρκής η υπόθεση αυτή και να την οδηγήσει μέχρι το ανώτατο δικαστήριο, όπου θα εκδοθεί απόφαση, η οποία θα αποτελέσει τον «οδηγό», δεδικασμένο για χιλιάδες υποθέσεις. Για παράδειγμα, ας δούμε το επίδομα των 176 ευρώ, το οποίο απασχολεί πολλές χιλιάδες Ελλήνων και έχει πολλές κατηγορίες. Ο κύριος επίτροπος θα παίρνει την πιο αδύνατη κατηγορία, θα παίρνει μία υπόθεση που δεν υποστηρίχθηκε επαρκώς στον πρώτο βαθμό -από τον δικηγόρο, αν θέλετε- μία υπόθεση που δεν έχει ισχυρά πραγματικά γεγονότα για να τεκμηριωθεί και αυτή την υπόθεση θα την πηγαίνουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αυτή θα είναι ο «πιλότος», ο «οδηγός». Δυστυχώς, και εδώ δεν δεχθήκατε καμμία αλλαγή. Και ας πάμε στο άρθρο 44, για το οποίο δεν νομίζω ότι χρειάζεται εμείς να πούμε περισσότερα, διότι η κατακραυγή έχει έρθει από παντού. Εγώ, λοιπόν, θα σας καταθέσω δημοσίευμα του «ΒΗΜΑΤΟΣ» όπου και ο κ. Κυριτσάκης, ο Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, έρχεται και λέει ότι πρόκειται για απαράδεκτα πράγματα. Και βοά ο κόσμος! Έρχεστε να δώσετε νομιμοφάνεια στη γνωστή ιστορία των τηλεφωνικών διασκέψεων, όπου αποφάσισαν δια τηλεφώνου να μην μονιμοποιηθούν οι συμβασιούχοι. Πρόκειται για τη γνωστή ιστορία στον Άρειο Πάγο. (Στο σημείο αυτό ο Βουλευτής κ. Γεώργιος Νικητιάδης, καταθέτει για τα Πρακτικά το προαναφερθέν δημοσίευμα, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο του Τμήματος Γραμματείας της Διεύθυνσης Στενογραφίας και Πρακτικών της Βουλής) Πώς θα ήταν δυνατόν να δεχθούμε εμείς να στερείτε από τον Έλληνα το φυσικό του δικαστή και να δεχθούμε μία τέτοια διάταξη; Κύριε Πρόεδρε, έρχομαι τώρα στο άρθρο 47, το οποίο μπορεί να φαίνεται αθώο, αλλά δεν είναι και τόσο, σε σχέση με τους ειρηνοδίκες. Θυμάστε το διαγωνισμό του 2007. Και περιμένετε έντεκα χρόνια μετά για να διορίσετε ειρηνοδίκες! Γιατί το κάνετε αυτό; Το κάνετε για επικάλυψη. Επί της ουσίας, δεν θέλετε να καλύψετε τα κενά. Εγώ, λοιπόν, σήμερα σας έχω ένα «δώρο», την απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου της Κω -τη χθεσινή απόφαση του Βορείου Συγκροτήματος Δωδεκανήσου- όπου σας λέει ξανά ότι τα δικαστήρια είναι δεκαοκτώ μήνες κλειστά και ότι θα συνεχίσουν, με αποτέλεσμα οι υποθέσεις να φθάσουν τις δέκα χιλιάδες. Καταθέτω εδώ τη χθεσινή απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου Βορείου Συγκροτήματος Δωδεκανήσου, η οποία υπογράφεται από τον Πρόεδρο κ. Παναγιώτη Αβρίθη, ο οποίος μάλιστα δεν είναι του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Και εσείς μου λέτε ότι με τους ειρηνοδίκες του 2007 θα καλύψετε τα κενά που έχετε δημιουργήσει σε ολόκληρο το Βόρειο Συγκρότημα και σε ολόκληρη την Ελλάδα! (Στο σημείο αυτό ο Βουλευτής κ. Γεώργιος Νικητιάδης, καταθέτει για τα Πρακτικά τα προαναφερθέντα έγγραφα, τα οποία βρίσκονται στο αρχείο του Τμήματος Γραμματείας της Διεύθυνσης Στενογραφίας και Πρακτικών της Βουλής) Όσον αφορά στο άρθρο 49, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επίσης διαφωνούμε. Η διάταξη είναι αντίθετη με το άρθρο 20 του Συντάγματος, πράγμα που εξηγήσαμε και στην επιτροπή και δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο. Επίσης, διαφωνούμε στο άρθρο 54, βάσει του οποίου ο ελάχιστος χρόνος παραμονής ενός δικαστή των διοικητικών δικαστηρίων –και ορθώς- είναι δύο έτη. Όμως, δεν θα πρέπει να μπαίνει το «παράθυρο» ότι αν υπάρχουν κάποια ειδικά κωλύματα, θα μπορεί αυτός ο χρόνος να παραβιαστεί. Τα δύο χρόνια να είναι δύο χρόνια και να μη μπορεί κανείς να αλλάξει αυτά τα δύο χρόνια, κατά την κρίση του και κατά το «δοκούν». (Στο σημείο αυτό κτυπάει προειδοποιητικά το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή) Κύριε Πρόεδρε, χρειάζομαι λίγο χρόνο ακόμη, γιατί τα άρθρα είναι περίπου ογδόντα. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι χρειάζομαι περισσότερο χρόνο. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Αν είναι λίγος ο χρόνος που χρειάζεστε, κύριε Νικητιάδη, ευχαρίστως θα τον έχετε. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο σύντομος γίνεται, κύριε Πρόεδρε. Όσον αφορά τώρα στο άρθρο 55, με το οποίο μπαίνουμε πια στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ακούσαμε και τους συνδικαλιστές και τους δικαστικούς που ήρθαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο να επιμένουν ότι η αναπλήρωση του γενικού συντονιστή αποτελεί «φωτογράφιση», προκειμένου ο Πρόεδρος να βάλει όποιον συντονιστή θέλει ο ίδιος. Δεν αντιλαμβάνομαι την αναγκαιότητα. Έρχονται οι δικαστές, οι δικαστικοί υπάλληλοι, τα κόμματα και οι φορείς και λένε ότι δεν υπάρχει ανάγκη για αλλαγή της διάταξης και εσείς επιμένετε να την αλλάξετε. Όσον αφορά τον επίτροπο, κύριε Υπουργέ, προσπαθούσα να αντιληφθώ πού το πάτε. Και παρακολουθώντας διάφορες αναφορές Υπουργών, αντιλήφθηκα ότι κάποιοι επίτροποι «δεν σας πάνε» και δεν εξυπηρετούν όσο θα θέλατε την Κυβέρνηση και θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο ό,τι ώρα θέλουμε να τον απαλλάξουμε από τα καθήκοντά του στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Εγώ επέμενα ότι ο τρόπος αυτός είναι απαράδεκτος. Σας καταθέτω, λοιπόν, εδώ και το ψήφισμα, επειδή εσείς ισχυριζόσασταν ότι κάνετε ακόμη αυστηρότερη τη διαδικασία. Και λέω το εξής: Καλά, είναι τρελοί όλοι αυτοί οι δικαστικοί υπάλληλοι που έρχονται με τα υπομνήματά τους, με τα ψήφισματά τους και αποφασίζουν να απεργήσουν για πρώτη φορά -ενώ δεν έχουν απεργήσει ποτέ τους- και σας λένε ότι δεν πρέπει να αλλάξετε αυτήν τη διάταξη σχετικά με τον επίτροπο; (Στο σημείο αυτό ο Βουλευτής κ. Γεώργιος Νικητιάδης, καταθέτει για τα Πρακτικά το προαναφερθέν υπόμνημα, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο του Τμήματος Γραμματείας της Διεύθυνσης Στενογραφίας και Πρακτικών της Βουλής) Στο άρθρο 57, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ορίζεται η αναπλήρωση του παρέδρου από εισηγητή, με το οποίο δεν μπορούμε να μη διαφωνήσουμε. Και μπαίνουμε πια στις διαδικασίες των προσλήψεων, όπου με το άρθρο 63 και χωρίς διαδικασίες ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να αποφασίζει την κατάργηση του Α.Σ.Ε.Π., πράγμα που επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 72, στο οποίο θα αναφερθώ αμέσως παρακάτω, αφού πω δυο λόγια για το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.. Σας εξηγήσαμε ότι φέρνετε αδιαφανείς διαδικασίες. Σας εξηγήσαμε ότι δεν μπορεί το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. να ασχολείται με δημοσκοπήσεις και σφυγμομετρήσεις. Δεν είναι η δουλειά του αυτή. Δεν ξέρουμε τι είδους σφυγμομετρήσεις θα είναι αυτές και τι θα μετράνε. Και από πού και ως πού το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., αυτό που είναι ταγμένο για να γίνονται δικαστικά μέγαρα και δικαστικά κτήρια, θα ασχολείται με σφυγμομετρήσεις; Διαφωνήσαμε με το ότι ξαφνικά εισάγετε διαφορετικά διοικητικά συμβούλια και σας είπαμε ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθήνας είχε πάντοτε δύο μέλη τα οποία επέλεγε ο ίδιος και εσείς στην επιτροπή επιμένατε ότι δεν είναι έτσι. Εγώ σας καταθέτω έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στο οποίο εξηγείτε όλη τη νομοθεσία με βάση την οποία ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών όριζε επί χρόνια δύο αντιπροσώπους, καθώς και την απάντηση του Δικηγορικού Συλλόγου. Χρόνια ολόκληρα ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών επέλεγε τους εκπροσώπους του. Τώρα επιλέγετε εσείς. Αναρωτιόμαστε, γιατί πρέπει εσείς να επιλέγετε ποιοι θα είναι το διοικητικό συμβούλιο του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.. (Στο σημείο αυτό ο Βουλευτής κ. Γεώργιος Νικητιάδης, καταθέτει για τα Πρακτικά το προαναφερθέν έγγραφο, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο του Τμήματος Γραμματείας της Διεύθυνσης Στενογραφίας και Πρακτικών της Βουλής) Στο άρθρο 72, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, γίνεται πλέον περίτρανα αντιληπτό ότι η Κυβέρνηση και στο χώρο αυτό φέρνει τα «γαλάζια παιδιά». Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση, όταν δεν υπάρχει καμμία διαδικασία. Προσλαμβάνεται κόσμος με ευθύνη του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με κάποιο δικαστή που δεν ξέρουμε πώς θα είναι και πώς επιλέγεται επικεφαλής. Με τον τρόπο αυτό φέρνουμε κόσμο! Και εγώ θα σας καταθέσω ότι εξήντα επτά Σύλλογοι Δικαστικών Υπαλλήλων –μιλάμε για χιλιάδες υπαλλήλους- στο Συνέδριό τους καταγγέλλουν τις αποφάσεις αυτές και τον αδιαφανή τρόπο με τον οποίο εσείς επιλέγετε να κάνετε αυτό το διαγωνισμό και να προσλάβετε αυτόν τον κόσμο. (Στο σημείο αυτό ο Βουλευτής κ. Γεώργιος Νικητιάδης, καταθέτει για τα Πρακτικά το προαναφερθέν έγγραφο, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο του Τμήματος Γραμματείας της Διεύθυνσης Στενογραφίας και Πρακτικών της Βουλής) (Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή) Και θα σας πω και κάτι άλλο, κύριε Υπουργέ, το οποίο, αν θέλετε, έχει και μία προσωπική αναφορά σε σας και θα ήθελα μία εξήγηση. Διότι, αν μου λέγατε ότι εγγυάστε εσείς τον διαγωνισμό, πάλι θα είχα αμφιβολίες. Διότι κάνατε έναν διαγωνισμό για τη σχολή Δικαστών και πήρατε κάποιους ανθρώπους. Και ενώ ο διαγωνισμός προέβλεπε δεκαέξι άτομα, ξαφνικά και ενώ συμπληρώθηκαν οι αιτήσεις, πέτυχαν πενήντα τρία άτομα. Έχουν, γίνει λοιπόν, προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Πώς για ένα διαγωνισμό… ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Κύριε συνάδελφε, θα πρέπει να έχετε υπ’ όψιν σας ότι διανύετε το τέταρτο λεπτό της δευτερολογίας σας! ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, θα πάρω μόνο δύο λεπτά από τη δευτερολογία μου. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Έχετε ήδη πάρει τέσσερα λεπτά από τη δευτερολογία σας και έχετε άλλα τρία για να την ολοκληρώσετε. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Κλείνω, κύριε Πρόεδρε. Επιτρέψτε μου, όμως, να κάνω μόνο δύο αναφορές ακόμη. Καταθέτω αυτά τα έγγραφα, για να δείτε με ποιο τρόπο γίνονται οι διαγωνισμοί και πώς εμείς μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη σ’ έναν τέτοιο διαγωνισμό. (Στο σημείο αυτό ο Βουλευτής κ. Γεώργιος Νικητιάδης, καταθέτει για τα Πρακτικά τα προαναφερθέντα έγγραφα, τα οποία βρίσκονται στο αρχείο του Τμήματος Γραμματείας της Διεύθυνσης Στενογραφίας και Πρακτικών της Βουλής) Και κάνω μια μικρή αναφορά για τον τρόπο που το ΠΑ.ΣΟ.Κ. προσέγγιζε αυτά τα ζητήματα. Εμείς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. βλέπαμε με διαφορετικό τρόπο την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης. Βλέπαμε ότι πρέπει να ενισχύσουμε τη Δημόσια Διοίκηση. Είχαμε εμπιστοσύνη στη Δημόσια Διοίκηση, πράγμα που δεν υπάρχει από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας. Τι κάναμε; Το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό. Χιλιάδες υποθέσεις δεν πήγαν ποτέ στα διοικητικά δικαστήρια, επειδή εκδικάστηκαν στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό. Τι κάναμε; Το Α.Σ.Ε.Π.. Χιλιάδες υποθέσεις εκδικάζονται με ενστάσεις του Α.Σ.Ε.Π. και δεν φθάνουν ποτέ στα δικαστήρια. Είχαμε εμπιστοσύνη στη Δημόσια Διοίκηση. Είχαμε εμπιστοσύνη στις ανεξάρτητες αρχές. Τους δώσαμε δύναμη και με αυτόν τον τρόπο δεν πήγαιναν οι υποθέσεις στα δικαστήρια. Η Νέα Δημοκρατία, δυστυχώς, δεν επιδεικνύει την αντίστοιχη εμπιστοσύνη. Δεν είναι δυνατόν εμείς επί της αρχής να δεχθούμε το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Το καταψηφίζουμε. (Στο σημείο αυτό κτυπάει επανειλημμένα κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή) Σ’ ό,τι αφορά τις τροπολογίες, κύριε Πρόεδρε –θα μου δώσετε μισό λεπτό μόνο για τις τροπολογίες- θέλω να πω τα εξής: Για την τροπολογία που αναφέρεται στην υπογραφή αναίρεσης από δικηγόρο, δεν θα μπορούσαμε εμείς να έχουμε αντίρρηση. Όμως αδιαφορούμε για το αναλογικό παράβολο και κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να την ψηφίσουμε. Αναφέρομαι στην τροπολογία με γενικό αριθμό 202 και ειδικό αριθμό 8. Υπάρχει η τροπολογία που αναφέρεται στους δικαστές που μπορούν να προεδρεύουν των εφορευτικών επιτροπών στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Εάν, κύριε Υπουργέ, καταργείται η δεύτερη διάταξη που αναφέρεται στην κατάργηση των προεισπράξεων, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. την αποδέχεται. Εάν δεν συμβαίνει αυτό, είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να την αποδεχθούμε. Πρόκειται για λαϊκισμό. Εννέα χιλιάδες υποθέσεις-εφέσεις θέλετε εσείς μ’ αυτήν την τροπολογία που φέρνετε, να ισχυριστείτε ότι θα ασκούνται μόνο από το διάδικο. Θα γράφουν τις εφέσεις οι διάδικοι. Ποιος το πιστεύει; Δεν θα πληρώνονται οι δικηγόροι; Χάνει το κράτος. Χάνουν οι δικηγορικοί σύλλογοι. Είναι ένας λαϊκισμός! Εάν, όμως –επαναλαμβάνω- η παράγραφος που αφαιρείται αφορά την προείσπραξη των δικηγόρων, τότε εμείς είναι προφανές ότι δεχόμαστε αυτήν την τροπολογία. Τέλος, την τελευταία τροπολογία για την αφαίρεση των δικογραφιών θα τη δεχθούμε. Βοηθάει στην επιτάχυνση της διοικητικής δίκης να αφαιρούνται οι δικογραφίες από τους δικαστές που αργούν αν εκδώσουν αποφάσεις. Είναι προφανές ότι είναι ένα σωστό μέτρο. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κλείνοντας και ολοκληρώνοντας, θα πω ότι δεν μπορεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ. να δεχθεί το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Με άλλον τρόπο προσεγγίζεται η επιτάχυνση της διοικητικής δίκης, με τρόπο εντελώς διαφορετικό απ’ αυτόν που επιδιώκει η Νέα Δημοκρατία. Σας ευχαριστώ πολύ. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Κι εγώ σας ευχαριστώ. Κύριε συνάδελφε, να ξέρετε ότι έχετε εξαντλήσει και το χρόνο της δευτερολογίας σας. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Θα μου δώσετε, κύριε Πρόεδρε, λίγο χρόνο για δευτερολογία. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Εξαντλήθηκε ο χρόνος της δευτερολογίας σας. Μόνο τριτολογία έχετε! ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΜΑΡΙΟΣ: Πάει, τελείωσε! ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Θα επικαλεστώ τη συμπάθεια του κ. Καραμάριου. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΜΑΡΙΟΣ: Θα πάρετε από μένα λίγα λεπτά. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Το λόγο έχει ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κ. Φώτης Κουβέλης. Ορίστε, κύριε Κουβέλη. ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, υπάρχει απαράδεκτη καθυστέρηση –και όχι μόνο- στα διοικητικά δικαστήρια. Πρόκειται για μια καθυστέρηση, η οποία πάρα πολλές φορές, συγκροτεί την έννοια της αρνησιδικίας. Δεν είναι λίγες, επίσης, οι φορές που η χώρα μας, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, έχει ελεγχθεί από ευρωπαϊκά δικαστήρια γι’ αυτήν την καθυστέρηση εκδίκασης υποθέσεων, δηλαδή για την καθυστέρηση παροχής έννομης προστασίας του πολίτη. Γιατί αυτό είναι το μείζον αγαθό που καλείται να προστατεύει η δικαστική εξουσία. Η καθυστέρηση, κατά τη γνώμη μας, οφείλεται –και αναφέρομαι πλέον εξειδικευμένα στα διοικητικά δικαστήρια- σε τρεις λόγους: Ο ένας λόγος είναι η κακοδιοίκηση. Είναι η ανεπάρκεια, η δυσλειτουργία, η εχθρική στάση της Δημόσιας Διοίκησης απέναντι στον πολίτη. Πρόκειται για ένα φαινόμενο εξαιρετικά σημαντικό, σ’ ό,τι έχει σχέση με το αρνητικό του περιεχόμενο και ένα φαινόμενο, δυστυχώς, διαχρονικό. Οι εκατοντάδες χιλιάδες των εκκρεμών υποθέσεων, έχουν παραχθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια και, δυστυχώς, με μεγαλύτερη ένταση, αυτή η καθυστέρηση έρχεται να σωρεύσει περαιτέρω αρνητικά στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Το δεύτερο στοιχείο, είναι οι κενές οργανικές θέσεις των δικαστών. Εάν δεν αυξηθεί ο αριθμός των δικαστών, ας είμαστε βέβαιοι ότι δεν θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε την αντιμετώπιση αυτού του εξαιρετικά αρνητικού φαινομένου των καθυστερήσεων. Το τρίτο –εξαιρετικά κρίσιμο και αυτό ζήτημα- είναι η ανεπάρκεια της γραμματείας των δικαστηρίων, μια ανεπάρκεια, η οποία οφείλεται στην έλλειψη προσωπικού, μια ανεπάρκεια, η οποία οφείλεται στην έλλειψη της κατάλληλης, σύγχρονης υποδομής, η οποία θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην αντιμετώπιση του φαινομένου που μας απασχολεί. Στο βαθμό, λοιπόν, που και τα τρία αυτά ζητήματα, τα οποία προσδιορίζουν αρνητικά την καθυστέρηση, δεν αντιμετωπίζονται , ας μην ελπίζουμε ότι θα έχουμε αντιμετώπιση του φαινομένου της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης, με άλλα λόγια της αρνησιδικίας. Τις επί μέρους παρατηρήσεις μας για το σχέδιο νόμου τις είπαμε διεξοδικά στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή. Σήμερα, όμως, θέλω να αναφερθώ στη συγκεκριμένη διαδικασία συζήτησης του νομοσχεδίου, σε μια απαράδεκτη λογική η οποία διατρέχει το σχέδιο νόμου και την προωθούμενη ρύθμιση: Είναι η αύξηση του κόστους απονομής της δικαιοσύνης σε βάρος του πολίτη. Έχουμε αυξημένα παράβολα. Έχουμε τη δυνατότητα του Υπουργού, να επανακαθορίζει το χρηματικό ποσό για την εξαγορά των ποινών. Έχουμε τη διαμόρφωση υποχρέωσης πολιτών που ομοδικούν, δηλαδή που διεκδικούν -για τους μη ειδικούς- σε ενιαίο δικόγραφο την ικανοποίησή του δικαιώματός τους για χωριστά παράβολα. Και πιστεύει η Κυβέρνηση και ο αρμόδιος Υπουργός ότι θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα της επιτάχυνσης της διοικητικής δίκης, με την αύξηση του κόστους απονομής της δικαιοσύνης, μια αύξηση που επωμίζονται εκ των πραγμάτων οι ίδιοι οι πολίτες. Και πότε; Την ώρα που είναι καθολικό και δημοκρατικό το αίτημα, η παροχή της έννομης προστασίας και η δυνατότητα προσφυγής του πολίτη στη δικαιοσύνη, θα πρέπει να είναι ευχερής και να μην εμποδίζεται. Όμως, αν κάποιος διατρέξει προσεκτικά το σχέδιο νόμου, θα αντιληφθεί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι με διοικητικού χαρακτήρα διαδικασίες, με τεχνικού χαρακτήρα διαδικασίες, επιχειρείται η επιτάχυνση της δίκης και, βεβαίως, με αναμενόμενο –εγώ θα έλεγα με βεβαιότητα- το αρνητικό αποτέλεσμα, τη ζημία της ουσίας, που είναι η απονομή της δικαιοσύνης. Θέλετε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα; Αναβολή δίκης. Μία –λέει- αναβολή δίκης στα διοικητικά δικαστήρια. Μάλιστα, θα υπάρχει και η δυνατότητα του δικαστηρίου, να επιβάλει και χρηματική ποινή γι’ αυτήν την αναβολή από 100 έως 500 ευρώ. Πέραν της τύχης -που είμαι βέβαιος ποια θα είναι- στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, όταν θα έχει απορριφθεί αίτημα αναβολής για σπουδαίο λόγο, πρέπει να σας πω αυτό το οποίο είναι κοινώς γνωστό. Στα διοικητικά δικαστήρια, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν εμφανίζεται ποτέ κανένας διάδικος –ή ελάχιστες φορές εμφανίζεται- να ζητήσει αναβολή. Την αναβολή τη ζητάει συστηματικά ο αντίδικος του πολίτη, που, δυστυχώς, είναι το ελληνικό δημόσιο: Πότε δεν στέλνει το διοικητικό φάκελο, πότε εμφανίζεται και ζητάει ο εκπρόσωπος του δημοσίου αναβολή. Ο πολίτης ποιο λόγο έχει να ζητήσει αναβολή στα διοικητικά δικαστήρια; Θα σας έλεγα μετά λόγου γνώσεως ότι ενδεχομένως να έχουμε μεθόδευση λόγου αναβολής στα ποινικά δικαστήρια, εκεί δηλαδή που ο πολίτης θέλει να αποφύγει την κρίση του δικαστηρίου και θέλει να μεταθέσει το χρόνο της δικαστικής κρίσης. Στα διοικητικά δικαστήρια δεν έχουμε τέτοιο φαινόμενο. Κατά συνέπεια, προς τι η νομοθετική πρόβλεψη αναφορικά με τη μία αναβολή και με τη δυνατότητα του δικαστηρίου να επιβάλει και τη χρηματική ποινή σε εκείνον που ζητεί την αναβολή. Κύριε Υπουργέ, σας το είπα και στη Διαρκή Επιτροπή: Το πρόβλημα δεν είναι στις αναβολές στα διοικητικά δικαστήρια. Το πρόβλημα στα διοικητικά δικαστήρια είναι ο προσδιορισμός της δικασίμου, της πρώτης δικασίμου. Μάλιστα, έχουμε απροσδιόριστες διοικητικές υποθέσεις στα διοικητικά δικαστήρια –είναι ντροπή!- από το 2004, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Τριακόσιες και πλέον χιλιάδες είναι οι εκκρεμείς υποθέσεις στο Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας. Και αν θελήσετε να αξιολογήσετε το βαθμό και το ρυθμό απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης στην επαρχία, τα πράγματα είναι προσβλητικά και των δικαιωμάτων του πολίτη αναφορικά με την παροχή εννόμου προστασίας, αλλά -θα έλεγα- ακόμη και του πολιτισμού. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, περαιτέρω και πάντοτε με τη δέσμευση της πολιτικής λογικής της Κυβέρνησης να ξεμπερδεύει γρήγορα κάποιες υποθέσεις, η καθιέρωση του θεσμού της πρότυπης δίκης. Απλούστερα τι σημαίνει αυτό; Ότι θα κρίνεται μια υπόθεση, η οποία αναφέρεται σε ευρύτερο αριθμό πολιτών με παρόμοιες υποθέσεις –και παρακαλώ την προσοχή σας στις λέξεις «παρόμοιες υποθέσεις», όχι «ταυτόσημες»- και από εκεί και πέρα χωρίς διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, συλλήβδην θα απορρίπτονται. Όμως κάθε υπόθεση, έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δεν θα θέλει αυτός που θα κάνει την πρότυπη δίκη να τα διακρίνει και να τα αξιολογεί, ακριβώς και αυτός δέσμιος της αντίληψης ότι πρέπει να βγάλουμε το φορτίο των πολλών υποθέσεων από τις πλάτες των διοικητικών δικαστηρίων. Και εδώ υπάρχει ένας πάρα πολύ μεγάλος κίνδυνος για την ουσία της απονεμόμενης δικαιοσύνης και για τα δικαιώματα των πολιτών, σε σχέση με την αξίωσή τους να εξασφαλίζουν έννομη προστασία. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επιμένει ο Υπουργός και θέλει να συρρικνώσει τη λειτουργία της ολομέλειας του Αρείου Πάγου και θέλει να την περιορίζει την ολομέλεια αυτή στον αριθμό των είκοσι εννέα μελών. Πέρα από την αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης -και είναι αντισυνταγματική κατά την άποψή μου η ρύθμιση- υπάρχει ένα ουσιαστικά ζήτημα. Η ολομέλεια πρέπει να είναι στην πλήρη σύνθεσή της. Και πρέπει να είναι στην πλήρη σύνθεσή της και να συγκροτείται πολυπρόσωπα, γιατί η ολομέλεια του Αρείου Πάγου καλείται να αντιμετωπίσει μείζονα ζητήματα. Και τα μείζονα ζητήματα, θέλουν τη συμβολή του συνόλου των μελών της ολομέλειας του Αρείου Πάγου και όχι τη γνώμη των είκοσι εννέα, που δικαιούται ο οιοσδήποτε να έχει εγερμένη όχι μόνο την υποψία, αλλά και την βεβαιότητα ότι γι’ αυτά τα κρίσιμα θέματα που θα καλείται η ολομέλεια του Αρείου Πάγου να κρίνει, θα επιλέγονται με διάφορες μεθοδεύσεις, που είναι δυνατόν να υπάρξουν με τον τρόπο που δομείται η συγκεκριμένη διάταξη, με ιδιοτελή και όχι με αντικειμενικά κριτήρια. Κι αυτό είναι απαράδεκτο. Όταν νομοθετεί η Βουλή και όταν έχει νομοθετική πρωτοβουλία η Κυβέρνηση, πρέπει να την έχει και το Σώμα της Βουλής αλλά και η Κυβέρνηση, επειδή κάποιες ανάγκες έχουν προκύψει και πρέπει να ανακαθοριστούν διαδικασίες. Και ερωτώ: Ποια είναι η ανάγκη που οδηγεί στον ανακαθορισμό της λειτουργίας της σύνθεσης της ολομέλειας του Αρείου Πάγου; Καμμία ανάγκη. Καμμία ανάγκη με αντικειμενικά, με αξιοκρατικά κριτήρια, με κριτήρια που αφορούν την υποχρέωση όλων μας, να προστατεύουμε το περιεχόμενο της απονομής της δικαιοσύνης. Η μόνη ανάγκη, είναι για να δικαιολογούνται επιλογές σαν κι αυτές που προανέφερα και οι οποίες επιλογές κατά παράβαση του νόμου, σημειώθηκαν, όταν η ολομέλεια του Αρείου Πάγου λίγο καιρό πριν, λειτούργησε με περιφορά τηλεφωνική, για να λάβει γνώση των απόψεων των δικαστών ο προεδρεύων της ολομελείας. Και μάλιστα για κρίσιμο ζήτημα που αφορούσε στους συμβασιούχους, στη μετατροπή των συμβάσεών τους σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πάλι η Κυβέρνηση, δέσμια μιας συγκεκριμένης αντίληψης, καθιερώνει ρυθμίσεις με το άρθρο 64 και το άρθρο 72 για την πρόσληψη προσωπικού και όπως ειδικότερα εξειδικεύεται αυτό το προσωπικό στις συγκεκριμένες διατάξεις, έξω από το Α.Σ.Ε.Π.. Άκουσα τον αντίλογο στην αρμόδια επιτροπή, ότι το Α.Σ.Ε.Π. καθυστερεί και πρέπει να αντιμετωπιστούν οι καθυστερήσεις που σημειώνονται από το Α.Σ.Ε.Π., για να μπορέσουμε να έχουμε έγκαιρη στελέχωση των δικαστηρίων με το κατάλληλο προσωπικό. Ο αντίλογος αυτός, έχει έναν άλλο αντίλογο και νομίζω εξαιρετικά πειστικό, γι’ αυτόν που θέλει να ακούει, ότι μπορεί ο νομοθέτης, μπορεί η Κυβέρνηση, να καθιερώσει ειδικές διαδικασίες στο πλαίσιο πάντοτε του Α.Σ.Ε.Π. με συγκεκριμένη χρονική δέσμευση, έτσι ώστε αυτές οι προσλήψεις με αντικειμενικά κριτήρια, μέσω του Α.Σ.Ε.Π., να γίνονται σε σύντομο χρονικό διάστημα και να μη σημειώνονται οι καθυστερήσεις, που πράγματι είναι υπαρκτές και προσδιορίζουν αρνητικά το αποτέλεσμα της λειτουργίας του Α.Σ.Ε.Π.. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυξάνεται το όριο του εκκλητού. Απλούστερα, από ένα ποσό και πάνω πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό που ισχύει σήμερα, θα μπορούν οι πολίτες, να καταθέτουν έφεση και να εκκαλούν συγκεκριμένες αποφάσεις. Κι αυτό αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος της έννομης προστασίας και δεν θα πρέπει ο κύριος Υπουργός, να επιμείνει σε μια τέτοια ρύθμιση. Η επανάληψη είναι χρήσιμη. Δέσμια η Κυβέρνηση και πάλι αυτής της μηχανιστικής αντίληψης θέλει να προωθήσει ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία «εάν μήνυση δεν συνοδεύεται από την κατάθεση συγκεκριμένου παραβόλου, θα απορρίπτεται»–για να εκλαϊκεύσω το λόγο μου- θα κρίνεται απαράδεκτη και θα τίθεται στο αρχείο. Και ερώτησα τον κύριο Υπουργό στη Διαρκή Επιτροπή: Κι αν η μήνυση ανακοινώνει στον αρμόδιο εισαγγελέα παράνομη εγκληματική πράξη και μάλιστα αυτεπαγγέλτως διωκόμενη και δεν συνοδεύεται από το παράβολο, ο κύριος εισαγγελέας, ο αρμόδιος για την ποινική δίωξη, δεν θα λαμβάνει υπ’ όψιν του την ανακοινούμενη εγκληματική πράξη, επειδή δεν θα υπάρχει το παράβολο του ελληνικού δημοσίου; Και πότε; Όταν σύμφωνα με τις διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας και του ποινικού μας δικαίου γενικότερα, έχει υποχρέωση ο πολίτης, να ανακοινώνει στην αρμόδια δικαστική αρχή την όποια εγκληματική πράξη διαπιστώνει, αντιλαμβάνεται, πληροφορείται. Αυτό, όμως, δεν το ξέρει η Κυβέρνηση, δεν θέλει να το ξέρει ο κύριος Υπουργός, διότι έτσι του είπαν και ξέρουμε ποιοι το λένε αυτό, κάποιοι δικαστικοί κύκλοι: αν θέλεις να ξεφορτωθείς, αν θέλουμε να ξεφορτωθούμε μερικές υποθέσεις, αρκετές υποθέσεις, που έχουν σχέση με μηνύσεις, θα πρέπει να βάλεις αυτήν τη ρύθμιση. Κοιτάξτε, η λογική του διεκπεραιωτισμού πού μπορεί να οδηγήσει. Οδηγεί και σε αντιφάσεις σε σχέση με άλλες διατάξεις του ποινικού μας συστήματος και οδηγεί ακόμη και σε τραγέλαφο, όταν ο πολίτης θα εξαρτά την υποχρέωσή του αλλά και η πολιτεία το δικαίωμά της, να αξιώνει από τον πολίτη την ανακοίνωση εγκληματικής πράξης ως στοιχείο προστατευτικό της ασφάλειας και της έννομης πράξης. Εκεί φθάνει η αντίληψη για τη μηχανιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με παρακολουθεί η κλεψύδρα, αλλά δεν είναι τυχαία και η αντίληψη η οποία προωθείται ως νομοθετική ρύθμιση με το άρθρο 55, σε σχέση με το Ελεγκτικό Συνέδριο και τις ρυθμίσεις που έχει η συγκεκριμένη διάταξη, αλλά ακόμη και με την απομάκρυνση από το Ελεγκτικό Συνέδριο, εκείνων οι οποίοι ελέγχονται για πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους. Ταυτόσημη ρύθμιση, υπήρχε και σ’ ένα πρόσφατο νομοθέτημα για τους άλλους δικαστές, όχι τους δικαστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τι σημαίνει; Ότι έχουμε έναν ο οποίος είναι δικαστικός λειτουργός στο Ελεγκτικό Συνέδριο, έχει πλημμελή προσφορά υπηρεσιών και εκτέλεση των καθηκόντων και με μία συνοπτική διαδικασία θέλει να τον αποβάλλει. Ενώ θα μπορούσε περίφημα να αξιοποιήσει τις κείμενες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου, να διαπιστωθεί εάν όντως προσφέρει πλημμελώς τις υπηρεσίες του και ασκεί πλημμελώς τα καθήκοντά του ο συγκεκριμένος λειτουργός και τότε περίφημα, σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθετική ρύθμιση, να αποβάλλεται του Σώματος, διότι δεν είναι χρήσιμος. Αλλά όχι έτσι, κύριε Υπουργέ, με συνοπτικές διαδικασίες, οι οποίες πέρα από προσωπικές σας προθέσεις, είναι δυνατόν να αξιοποιούνται και για άλλους λόγους και για λόγους που έχουν σχέση με την επιλογή απομάκρυνσης κάποιων ενοχλητικών λειτουργών από το χώρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην προκείμενη περίπτωση, από το χώρο της άλλης δικαιοσύνης στις άλλες περιπτώσεις. Αυτά, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι παρεμπίπτοντα ζητήματα, είναι κεφαλαιώδη θέματα, που αφορούν στην απονομή της δικαιοσύνης, που αφορούν στην τρίτη συντεταγμένη ανεξάρτητη εξουσία, τη δικαστική, όπως τουλάχιστον πρέπει να την διεκδικούμε ως ανεξάρτητη και όχι ως υποκείμενη σε εντολές της εκτελεστικής εξουσίας, ή να τη διεκδικούμε να είναι όρθια, να απονέμει τη δικαιοσύνη προς όφελος του ελληνικού λαού και να μην τρέμει μπροστά στις επιλογές της εκτελεστικής εξουσίας. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι προφανές ότι καταψηφίζω το σχέδιο νόμου επί της αρχής και επιτρέψτε μου την επισήμανση: η αντίληψη για τη μηχανιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων της δικαιοσύνης οδηγεί σε κατήφορο και αυτός ο κατήφορος είναι εξαιρετικά επικίνδυνος, διότι τα ζητήματα της δικαιοσύνης, αφορούν στον πυρήνα της δημοκρατικής λειτουργίας αυτής της κοινωνίας. Σας ευχαριστώ. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ευχαριστούμε τον κ. Κουβέλη. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχω την τιμή να ανακοινώσω στο Σώμα ότι τη συνεδρίασή μας παρακολουθούν από τα άνω δυτικά θεωρεία της Βουλής, αφού προηγουμένως ξεναγήθηκαν στους χώρους του Μεγάρου της Βουλής των Ελλήνων, τριάντα επτά μαθήτριες και μαθητές και τρεις συνοδοί-καθηγητές από το Γενικό Λύκειο Ασπροπύργου. Η Βουλή τους καλωσορίζει. (Χειροκροτήματα από όλες τις πτέρυγες της Βουλής) Εξηγούμε στους επισκέπτες μας ότι σήμερα είναι ημέρα νομοθετικής εργασίας και το Σώμα συζητά το νομοσχέδιο αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Το λόγο έχει ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του Κ.Κ.Ε., κ. Αχιλλέας Κανταρτζής. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ: Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, θα ήθελα να πω από την αρχή ότι δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι βασικές αρχές που διαπνέουν το συγκεκριμένο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ισχυρίζεται η Κυβέρνηση ότι με το νομοσχέδιο αυτό, προσπαθεί να αντιμετωπίσει -θέλει να πιστεύει ότι έτσι θα τα αντιμετωπίσει- τα προβλήματα με τις χρόνιες καθυστερήσεις που υπάρχουν και στον κλάδο των διοικητικών δικαστηρίων και ότι επίσης οι διατάξεις αυτές, θα συμβάλουν στην αναβάθμιση, στις καλύτερες συνθήκες λειτουργίας των διοικητικών δικαστηρίων, της διοικητικής δικαιοσύνης. Ποια είναι λίγο-πολύ η πραγματική κατάσταση, τη γνωρίζουμε όλοι. Με διάφορες αφορμές, έχει επισημανθεί επανειλημμένα εδώ μέσα σ’ αυτήν την Αίθουσα και από τις διάφορες δικαστικές ενώσεις, τους δικηγορικούς συλλόγους, τους συλλόγους των δικαστικών υπαλλήλων. Άλλωστε, αρκετά στοιχεία περιέχονται και στην ίδια την εισηγητική έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης όπου φαίνονται τα προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί όλα αυτά τα χρόνια κι έχουν σαν αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις μακροχρόνιων διαδικασιών να μη μπορεί να αποδοθεί το δίκαιο, να μη μπορεί να λειτουργήσει η δικαιοσύνη στον κατάλληλο χρόνο. Σύμφωνα άλλωστε και με τα επίσημα στοιχεία, οι υποθέσεις που εισάγονται στα διοικητικά πρωτοδικεία, έχουν αυξηθεί κατά ποσοστό 135% την τελευταία οκταετία. Το γεγονός αυτό, έχει σαν αποτέλεσμα να τριπλασιαστούν οι εκκρεμείς υποθέσεις, να χρειάζονται τριάμισι με τέσσερα χρόνια για να εκδοθεί μια πρωτόδικη απόφαση, ενάμισι με δύο χρόνια, στην καλύτερη περίπτωση, για την έκδοση εφετειακής απόφασης. Είναι γνωστά, με άλλα λόγια, τα προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί. Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε ότι οι προσπάθειες που έγιναν και στο παρελθόν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά και από την σημερινή Κυβέρνηση, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, έγιναν με τεχνητό τρόπο, χωρίς να αντιμετωπιστούν τα βαθύτερα αίτια και οι αιτίες που δημιουργούν αυτήν την κατάσταση. Και πώς δίνεται η λύση; Ουσιαστικά δίνεται, με το να γίνει ακόμα πιο ακριβό το κόστος απονομής της δικαιοσύνης, που έχει σαν αποτέλεσμα οι οικονομικά ασθενέστεροι πολίτες, κάτω από το δυσβάστακτο οικονομικό βάρος και τις χρονοβόρες διαδικασίες, είτε να αποφεύγουν να καταφύγουν στη δικαιοσύνη, είτε να αναγκάζονται στη μέση του δρόμου, να εγκαταλείψουν το δικαστικό αγώνα και έτσι ουσιαστικά το άρθρο 20 του Συντάγματος, που μιλάει για το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας, να καθίσταται ανενεργό για ορισμένα από τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα. Θα ήθελα ακόμα να υπογραμμίσω και να πω ότι η κατάσταση αυτή με τις χρόνιες καθυστερήσεις χειροτερεύει συνεχώς, γιατί ακριβώς, δεν παίρνονται εκείνα τα μέτρα που θα αντιμετώπιζαν τις βαθύτερες αιτίες και θα έδιναν λύσεις στα προβλήματα. Ποια είναι αυτά; Πριν από όλα, η κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων, η αύξηση του αριθμού των δικαστών, οι αναγκαίες προσλήψεις για τους δικαστικούς υπαλλήλους, τους δικαστικούς επιμελητές, η βελτίωση και η αναβάθμιση του μηχανολογικού εξοπλισμού, αλλά και της κτηριακής υποδομής, είναι ορισμένα από τα μέτρα τα οποία είναι αναγκαία, αν θέλουμε να μιλήσουμε για μια προσπάθεια αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων. Αναφέρομαι σε ορισμένα μόνο, γιατί υπάρχουν ασφαλώς και άλλες πλευρές. Πώς έγινε η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν όλα αυτά τα χρόνια τα προβλήματα; Έγινε, όπως ανέφερα και προηγουμένως, με τεχνητό τρόπο. Με τεχνητό τρόπο, γίνονται οι προσπάθειες να επισπευσθεί η δικάσιμος στο εξάμηνο για τις ειδικές διαδικασίες, δωδεκάμηνο για τις τακτικές -αναφέρομαι βέβαια στα πολιτικά δικαστήρια. Καθιερώθηκε το πειθαρχικό παράπτωμα των δικαστών, αν δεν εκδοθεί απόφαση μέσα σε οκτώ μήνες, χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα για την επιτάχυνση των δικών. Ούτε κατά το παρελθόν, αλλά ούτε και με το παρόν νομοσχέδιο, αντιμετωπίζονται μια σειρά παράγοντες που συμβάλλουν στην υπερσυσσώρευση των υποθέσεων στη διοικητική δικαιοσύνη. Αναφέρομαι κυρίως: Πρώτον, στα διαρκώς αυξανόμενα φαινόμενα κακοδιοίκησης, που έχουν να κάνουν με το πώς αντιμετωπίζονται τα λαϊκά προβλήματα. Όχι μόνο δεν επιλύονται, αλλά αντίθετα συσσωρεύονται και νέα, στην προσπάθεια αναζήτησης τρόπων ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου. Θα μπορούσα, για παράδειγμα, να αναφέρω την περίφημη ρύθμιση με το Λ.Α.Φ.Κ.Α.. Στην προχειρότητα νομοθετικών ρυθμίσεων, που προξενεί κατά καιρούς την άσκηση χιλιάδων ένδικων μέσων. Στο γεγονός ότι η διοίκηση, δεν επιλύει στο προδικαστικό στάδιο, μέσα από ουσιαστική μελέτη, τις αιτήσεις θεραπείας και τις ενδικοφανείς προσφυγές, που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη μείωση του αριθμού των υποθέσεων, για τις οποίες γίνεται προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια. Θα μας πουν για άλλη μια φορά: όλα αυτά τα προβλήματα είναι προβλήματα, που έχουν συσσωρευτεί και ανάγονται στην κακοδιοίκηση, είναι προβλήματα, που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία του κράτους. Την έχουμε ακούσει πολλές φορές αυτήν τη δικαιολογία. Θα ήθελα όμως για μια ακόμη φορά, να επισημάνω ότι το κράτος γίνεται ανάξιο, αναποτελεσματικό όταν είναι να αντιμετωπίσει λαϊκά προβλήματα, γίνεται όμως παραπάνω από ικανό, όταν είναι να αντιμετωπίσει τις ανάγκες του κεφαλαίου και την καταστολή των αγώνων. Όλες οι μέχρι τώρα αλλαγές επιδιώκονταν, επαναλαμβάνω, να λυθούν με τεχνητό τρόπο: με την αύξηση του κόστους απονομής της δικαιοσύνης, την αφαίρεση ή τον περιορισμό στα ένδικα βοηθήματα, την ανακατανομή της ύλης ανάμεσα στους διάφορους δικαστικούς σχηματισμούς. Την ίδια πεπατημένη, που ακολουθούσαν παρόμοιες προσπάθειες κατά το παρελθόν, στην ίδια πεπατημένη κινείται και το παρόν νομοσχέδιο. Αυτοί είναι οι κεντρικοί άξονες, που διαπνέουν τη λογική και του παρόντος νομοσχεδίου: αύξηση του κόστους απονομής της δικαιοσύνης. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αρκετές διατάξεις, όπως, για παράδειγμα, το άρθρο 13, αναφέρονται στον τριπλασιασμό του παραβόλου με την επιβολή δικαστικών εξόδων στην περίπτωση αναβολής της δίκης, στον πενταπλασιασμό του παραβόλου στις προσφυγές στα διοικητικά δικαστήρια και στις ακυρωτικές διαδικασίες, όπως επίσης θα μπορούσε να πει και για μια σειρά άλλες τέτοιες περιπτώσεις, με πιο χαρακτηριστική τη μήνυση -αναφέρθηκε και από άλλους ομιλητές- όπου φθάνουμε στο πρωτοφανές σημείο: μήνυση, η οποία δεν συνοδεύεται από το αντίστοιχο παράβολο, να τίθεται στο αρχείο και ουσιαστικά να παύει η δικαστική διερεύνηση υποθέσεων. Δεύτερον γίνεται μια προσπάθεια αναπροσαρμογής και μεταφοράς αρμοδιοτήτων ανάμεσα στους διάφορους σχηματισμούς, μέθοδος, η οποία και από το παρελθόν, έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική. Τρίτον, τίθενται μια σειρά δικονομικά εμπόδια στην άσκηση ενδίκων μέσων. Περιορίζεται σημαντικά η δυνατότητα υποβολής αιτημάτων αναβολής. Εισάγεται ένας θεσμός, η λεγόμενη «πρότυπη δίκη», με το άρθρο 39, η οποία δεν μπορεί, παρά να δημιουργεί πέρα από τα ερωτηματικά και ανησυχίες. Και έχει επισημανθεί και από πολλές πλευρές μέσα στην Αίθουσα αυτή αλλά και από φορείς οι οποίοι είχαν κληθεί στην επιτροπή για ακρόαση. Ουσιαστικά, μέσα από την καθιέρωση της πρότυπης δίκης, γίνεται μια προσπάθεια να επισπευστούν και να εκκληθούν άρον άρον σημαντικές πρωτοβουλίες, χωρίς να αφήνουν την νομολογία των δικαστηρίων να διαμορφωθεί, να λύσει τα προβλήματα. Γίνεται με άλλα λόγια μια προσπάθεια, να λυθούν εκ των προτέρων, χωρίς να έχουν ωριμάσει όλες αυτές οι υποθέσεις, με τρόπο που δεν θα δημιουργεί εμπόδια στην προώθηση των εκάστοτε κυβερνητικών επιλογών. Εισάγονται διατάξεις οι οποίες μας βρίσκουν ριζικά αντιθέτους, όπως για παράδειγμα οι προσλήψεις, κατά παράκαμψη της διαδικασίας που προβλέπεται από το Α.Σ.Ε.Π.. Είμαστε ακόμη αντίθετοι -και θα πρέπει να το υπογραμμίσουμε- στην διαδικασία η οποία εισάγεται με το άρθρο 55 για τους επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την καθιέρωση μιας ειδικής διαδικασίας και τη δυνατότητα απαλλαγής για πλημμελή άσκηση των καθηκόντων. Ερώτημα: Μα δεν υπάρχει πειθαρχική διαδικασία; Γιατί χρειάζεται να θεσπιστεί μια ειδική διαδικασία; Δεν μπορούμε επίσης να συμφωνήσουμε και σε μια σειρά άλλες διατάξεις, όπως για παράδειγμα, για τη δυνατότητα οι συνεδριάσεις της ολομέλειας του Αρείου Πάγου, να συγκροτούνται και από μικρότερο αριθμό δικαστών από αυτόν που απαιτείται για τη συγκρότηση της τακτικής αλλά και της πλήρους ολομέλειας. Έχει αναφερθεί και από πολλούς άλλους ομιλητές αυτό το ζήτημα. Τέλος, θα ήθελα να σταθώ σε δυο ζητήματα. Το ένα, αφορά την τροποποίηση η οποία έγινε σήμερα από τον κύριο Υπουργό, όσον αφορά το άρθρο 77. Κύριε Υπουργέ, αν μπορείτε να με ακούσετε, γιατί θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό ζήτημα. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Σας παρακολουθώ. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ: Με την τροποποίηση την οποία κάνατε σήμερα στο άρθρο 77, ουσιαστικά ανεβάζετε τον ελάχιστο αριθμό των δικηγόρων οι οποίοι θα πρέπει να συμμετέχουν στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας, έτσι ώστε να γίνεται νόμιμα η συνέλευση του δικηγορικού συλλόγου, γεγονός που θα έχει σαν αποτέλεσμα στην πράξη, να μη μπορεί ποτέ να συγκληθεί συνέλευση του δικηγορικού συλλόγου. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Αίτημα του συλλόγου ήταν… ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ: Μπορεί να ήταν αίτημα του διοικητικού συμβουλίου. Μπορεί η πλειοψηφία του διοικητικού συμβουλίου να συμφώνησε και δεν το αμφισβητώ αυτό που μου λέτε. Εγώ όμως επισημαίνω επί της ουσίας ότι θα καταστήσει ουσιαστικά ανενεργή αυτήν τη διαδικασία. Δεν θα μπορεί να συγκληθεί γενική συνέλευση στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθήνας. Θα μου πείτε: Γιατί; Μα γιατί είναι γνωστό ότι από το μεγάλο αριθμό των δικηγορών οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στο δικηγορικό σύλλογο, ένα μεγάλο ποσοστό δεν έχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ενεργό συμμετοχή στην ενεργή δικηγορία, συνεπώς όλη αυτή η κατάσταση, θα έχει σαν αποτέλεσμα να δυσκολέψει η διαδικασία σύγκλησης των συνελεύσεων. Θεωρούμε ότι η τροποποίηση αυτή είναι απαράδεκτη και θα πρέπει να την αποσύρετε. Όσον αφορά τις τροπολογίες τις οποίες έχετε καταθέσει, εγώ θα πω ότι συμφωνούμε με την τροπολογία με γενικό αριθμό 203 και ειδικό αριθμό 9, ύστερα και από την τροποποίηση την οποία κάνατε. Τις άλλες τροπολογίες τις καταψηφίζουμε. Καταψηφίζουμε συνολικά το νομοσχέδιο, γιατί πιστεύουμε ότι δεν πρόκειται να δώσει λύση στα χρόνια προβλήματα της διοικητικής δικονομίας, των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά ούτε και πρόκειται να συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. Σας ευχαριστώ. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ευχαριστούμε κι εμείς, κύριε Κανταρτζή κι εκτιμούμε ότι εξοικονομήσαμε χρόνο. Το λόγο έχει ο ειδικός αγορητής του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού κ. Αθανάσιος Πλεύρης. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΛΕΥΡΗΣ: Κύριοι συνάδελφοι, λίγο ως πολύ αναφέρθηκε και από τους προηγούμενους ομιλητές, η κατάσταση η οποία επικρατεί γενικότερα στα δικαστήρια της Ελλάδος και ειδικότερα στα διοικητικά δικαστήρια. Έχουμε φθάσει στα όρια της αρνησιδικίας. Πολλές φορές ακόμη κι όσοι ασκούν το δικηγορικό λειτούργημα βρίσκονται σε δύσκολη θέση, διότι δεν τους πιστεύουν οι εντολείς τους. Δεν μπορεί να πιστέψει κάποιος ότι είναι δυνατόν ο προσδιορισμός σ’ ένα διοικητικό πρωτοδικείο να φθάνει τα πέντε έτη, απλώς για να πάρει κάποια δικάσιμο, με ενδεχόμενες αναβολές, και ουσιαστικά να μη μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη. Συνεπώς πρέπει οπωσδήποτε να γίνουν βαθιές τομές, που πραγματικά θα βοηθήσουν στην επιτάχυνση της διοικητικής δίκης. Αντίστοιχο πρόβλημα βέβαια υπάρχει σε μικρότερο βαθμό -αλλά οπωσδήποτε υπάρχει- και στα πολιτικά και στα ποινικά δικαστήρια. Ήδη από την αιτιολογική του έκθεση, το νομοσχέδιο παρουσιάζει μία δυνατότητα να βελτιωθεί αυτή η κατάσταση, αλλά πιστεύω -και ενδεχομένως είναι και ειλικρίνεια της αιτιολογικής έκθεσης- ότι παραμένουμε σ’ ένα καθεστώς σχεδόν αρνησιδικίας. Το γεγονός ότι θα καταφέρουμε μια σταδιακή μείωση, που τα τέσσερα χρόνια θα τα κάνει τρία, είναι μεν ένα σημαντικό βήμα που δεν μπορούμε να το αρνηθούμε, αλλά παρ’ όλα αντιλαμβανόμαστε ότι το πρόβλημα συνεχίζει να υπάρχει. Και μάλιστα θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο να υπάρξει μια πλήρης αναδιοργάνωση των δικαστηρίων της Ελλάδος, ανάλογα με τις νεότερες ανάγκες που υπάρχουν, η καλύτερη δυνατή στελέχωσή τους, η αύξηση των οργανικών θέσεων και οπωσδήποτε να υπάρξουν ορισμένες δυνατότητες, που πραγματικά θα βοηθήσουν σ’ αυτήν την επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Θα προσπαθήσω να επισημάνω μέσα στο χρόνο που έχω, τις βασικές πτυχές του νομοσχεδίου και να δούμε, κατά πόσο αυτές μπορούν να ευνοήσουν αυτήν την κατάσταση και κατά πόσο βέβαια δεν πλήττεται και η δυνατότητα του να έχει πρόσβαση στα δικαστήρια ο πολίτης. Εμείς στο σκεπτικό της αύξησης της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των μονομελών πρωτοδικείων συμφωνούμε, κύριε Υπουργέ και πιστεύουμε ότι θα υπήρχε δυνατότητα και για ακόμη μεγαλύτερη αύξηση. Δεν πρέπει να δείχνουμε σώνει και καλά δυσπιστία στα μονομελή δικαστήρια, αφού άλλωστε πολλές φορές και στα τριμελή δικαστήρια –διότι γνωρίζουμε την πρακτική του πώς λειτουργούν- συχνά ακολουθείται πιστά η εισήγηση που υπάρχει. Δεν μας βρίσκει αντίθετους ούτε και ο περιορισμός της δυνατότητας εφέσεως. Θεωρούμε πάλι ότι είναι εύλογα αυτά τα ποσά και των 5.000 ευρώ για τις κανονικές διαφορές και όταν πρόκειται για ασφαλιστικές τα 3.000 ευρώ, διότι, πράγματι, θα πρέπει ο δεύτερος βαθμός να απασχολείται με ουσιαστικές υποθέσεις λόγω ποσού και δεν είναι δυνατόν να μην έχουμε εμπιστοσύνη στον πρώτο βαθμό για τέτοιας φύσεως ποσά. Είναι, πράγματι, κάποια ποσά που δεν θέλω να τα απαξιώσω, αλλά σε καμμία περίπτωση δεν είναι τέτοιας φύσεως ποσά, που να μην παρέχεται η δικαστική προστασία στον πολίτη και μόνο με τη δυνατότητα του πρώτου βαθμού. Όσον αφορά το θέμα της δυνατότητας απορρίψεως με μια απλουστευμένη διαδικασία, είμαστε σύμφωνοι και σ’ αυτό το μέτρο και πιστεύουμε ότι όταν κάτι είναι προδήλως αβάσιμο, προφανώς το συμβούλιο που θα το κρίνει προδήλως αβάσιμο, σημαίνει ότι θα είναι τέτοιας φύσεως, θα υπάρχει τέτοιας φύσεως νομικό ελάττωμα, που οπωσδήποτε δεν θα οδηγήσει σε πάσης φύσεως παρερμηνείες. Σε κάθε περίπτωση, δίνεται πάντοτε η δυνατότητα πληρώνοντας το τριπλάσιο του ποσού να μπορέσει ο πολίτης, αν κρίνει ότι το δικαστικό συμβούλιο δεν έκρινε σωστά, να οδηγηθεί στη δικαιοσύνη. Εδώ θα μου επιτρέψτε να πω ότι υπάρχει ένα πρόβλημα που το επισημάναμε και στην επιτροπή. Υπάρχει ο κίνδυνος, να επιβαρύνουμε τελικά τη δικαιοσύνη με μια ακόμη διαδικασία. Αν κάποιος σώνει και καλά θέλει να προσφύγει, δεν θα είναι αποτρεπτικό το τριπλάσιο παράβολο. Το εκφράσαμε ως κίνδυνο, μήπως δηλαδή έχουμε ένα δικαστικό συμβούλιο, που θα κρίνει προδήλως αβάσιμο το ένδικο μέσο και ο πολίτης θα πληρώνει το τριπλάσιο παράβολο και θα οδηγείται πάλι στη δικαιοσύνη, με άμεση συνέπεια τελικά, αντί να οδηγηθούμε στη επιτάχυνση, να επιβαρύνουμε μ’ άλλο ένα μόρφωμα όλη αυτήν τη δικαστηριακή δομή. Όσον αφορά τις αυξήσεις που αναφέρετε στα παράβολα, δεν θα αναφερθώ σ’ αυτά που γίνονται 25 και 50 ευρώ κι είναι εύλογα με την ανάπτυξη που υπάρχει. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο πρόβλημα, κύριε Υπουργέ, στο θέμα της έφεσης. Υπάρχουν οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας –θα σας τις αναφέρω, θα τις γνωρίζετε- 647/04, 2068/05 και 3470/07, το οποίο έκρινε αντισυνταγματικό το αναλογικό παράβολο. Με τη ρύθμιση την οποία φέρνετε, ουσιαστικά παραμένουμε στο αναλογικό παράβολο. Βάζετε βέβαια ως όριο τα 3.000 ευρώ και λέτε ότι με βάση την απόφαση, θα μπορεί το δικαστήριο να κρίνει, αλλά πολύ φοβάμαι ότι πάλι βρισκόμαστε, με βάση την ερμηνεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στο θέμα του αναλογικού παραβόλου, στον κίνδυνο της αντισυνταγματικότητας. Και αν θυμάστε, το Συμβούλιο της Επικρατείας ουσιαστικά, είχε δεχθεί να μπορεί κάποιος να υποβάλει έφεση με τα 9 ευρώ, χωρίς να χρειάζεται αναλογικό παράβολο. Συνεπώς μήπως θα ήταν πιο συνετό, να ορίσουμε ένα παράβολο αυξημένο μεν, όχι στα επίπεδα αυτού του 1% και 2% που μπορεί να είναι 3.000 ευρώ. Φανταστείτε να υπάρχουν πενήντα και εξήντα φορολογικές παραβάσεις, με παράβολο 3.000 ευρώ δεν θα μπορεί κάποιος πολίτης να προσφύγει. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε ένα παράβολο χαμηλότερο, να είναι στο μεγαλύτερο ύψος στα 100, στα 150, στα 200 ευρώ, αλλά να υπάρχει η δυνατότητα να φύγουμε από το αναλογικό παράβολο. Και είναι βέβαιο ότι βάσει της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι θα οδηγηθούμε πάλι στην αντισυνταγματικότητα και δεν θα υπάρξει κάποια βοήθεια προς αυτήν την κατεύθυνση. Για το θέμα τώρα των αναβολών, κύριε Υπουργέ, θα πρέπει να δούμε τι πρακτικό αποτέλεσμα είχαμε με την αναβολή στα πολιτικά δικαστήρια. Από τότε που τέθηκε στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας η δυνατότητα της μιας αναβολής, στην πράξη τι έγινε; Ο καθένας πάει και ζητάει μία αναβολή για οποιοδήποτε λόγο και τα δικαστήρια τη δίνουν αυτήν την αναβολή. Εάν το φέρουμε στα διοικητικά δικαστήρια, υπάρχει ο κίνδυνος να είναι βέβαιο ότι θα παίρνουμε την πρώτη αναβολή και μετά έχετε μία επιβάρυνση, κατά την άποψή μας λανθασμένη, με ποιο σκεπτικό; Με το σκεπτικό ότι αναβολές θα πρέπει να δίνονται όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος. Όταν δεν υπάρχει σπουδαίος λόγος, δεν θα πρέπει να δοθεί ούτε μία αναβολή. Εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος, θα πρέπει να δίνονται περισσότερες αναβολές, χωρίς να επιβαρύνεται κάποιος με τα δικαστικά έξοδα. Δηλαδή το δικαστήριο, θα πρέπει να εξετάζει μόνο τη σπουδαιότητα του λόγου. Πάμε τώρα στις πιο δύσκολες διατάξεις που αναφέρθηκαν. Στο άρθρο 39 έχουμε την πρότυπη δίκη. Η πρότυπη δίκη η οποία εφαρμόζεται, πράγματι, στη Γερμανία, που είχα και την εμπειρία της δικηγορικής πρακτικής στη Γερμανία, είναι ένα μέτρο, που σε μεγάλο βαθμό έχει οδηγήσει σε αποσυμφόρηση στη διοικητική δίκη. Είναι μία πραγματικότητα. Πρέπει, όμως, να δούμε τα όρια που θα τεθούν και σας αναφέρθηκε και στην επιτροπή. Θα υπάρχουν υποθέσεις, ενδεχομένως για επιδόματα, όπως είναι το επίδομα των 176 ευρώ, για επίδομα τριτέκνων, για θέματα Λ.Α.Φ.Κ.Α., που θα υπάρχουν εκατό χιλιάδες, διακόσιες χιλιάδες, τριακόσιες χιλιάδες προσφυγές. Πράγματι υπάρχει επιτάχυνση της δικαιοσύνης, εάν έχουμε μία γρήγορη απόφαση σε τέσσερις μήνες, η οποία θα αποτελέσει τον πιλότο, για τις υπόλοιπες υποθέσεις. Και μ' αυτό το σκεπτικό, όλοι λίγο-πολύ συμφωνούν. Ποιον κίνδυνο κρούει η Αντιπολίτευση: Πώς θα επιλέγεται αυτή η μία υπόθεση; Ποιος θα θέσει τα εχέγγυα ότι θα επιλεγεί η καλύτερη δυνατή νομικά υπόθεση για να υποστηριχθεί; Εκεί πέρα, λοιπόν, κύριε Υπουργέ, θα πρέπει να βάλουμε κάποια στεγανά. Εμείς είπαμε και στην επιτροπή ότι υπάρχει δυνατότητα να μην είναι μόνο μία υπόθεση. Να υπάρχει ένα ποσοστό, μικρό μεν, αλλά να ξέρουμε ότι εάν σε εκατό υποθέσεις φθάσουν στο ίδιο αποτέλεσμα, είναι λογικό αυτές οι εκατό υποθέσεις να αποτελέσουν πιλότο για τις εκατό χιλιάδες υποθέσεις που θα υπάρχουν. Αλλά είναι δυνατόν μόνο μία; Αυτός είναι ο προβληματισμός μας και σας το είπα και στην επιτροπή με το σκεπτικό ότι συμφωνούμε. Ψάχνουμε να βρούμε όμως τις καλύτερες δυνατές ρυθμίσεις, ώστε να μην υποστηριχθεί εάν θέλετε η πιο αδύναμη υπόθεση που υπάρχει, που ενδεχομένως να έχει νομικά κενά και να οδηγεί σε μία απόρριψη και να συμπαρασύρει και εκατό χιλιάδες κόσμο, που ενδεχομένως είχαν μία επιμελέστερη νομική εργασία και θα είχαν ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Συνεπώς ή να έχετε μεγαλύτερο αριθμό υποθέσεων, ή εάν θέλετε, η όποια απόφαση επιλέγεται –γιατί όταν μιλάμε για υποθέσεις που απασχολούν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, οπωσδήποτε υπάρχει και παρέμβαση των συνδικαλιστικών οργάνων, υπάρχει παρέμβαση πανελληνίων συλλόγων, λ.χ. τριτέκνων- να έχει την έγκριση αυτών των φορέων και να πουν πράγματι αυτοί οι φορείς ότι κρίνουμε ότι επιλέγεται μία υπόθεση η οποία είναι νομικώς άξια να εκπροσωπήσει ουσιαστικά όλες τις υποθέσεις. Στο σκεπτικό, όμως, πράγματι πρέπει να υπάρξει μία τέτοια φόρμουλα ώστε να μπορεί να υπάρξει και η επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Οπωσδήποτε ένα μέτρο που είναι στα θετικά του νομοσχεδίου είναι η ηλεκτρονική δυνατότητα κατάθεσης δικογράφων και παρακολούθησης των υποθέσεων. Είναι ένα πάγιο αίτημα και των δικηγόρων, αλλά και των πολιτών, ώστε τελικά κάποιος να πηγαίνει στα δικαστήρια μόνο όταν έχει υπόθεση χωρίς να χρειάζονται ουρές για καταθέσεις και οτιδήποτε άλλο. Όπως, βεβαίως, θετικό είναι και το γεγονός ότι εξομοιώνεται ως προς τις υποχρεώσεις του το δημόσιο με τον απλό πολίτη. Πάλι ήταν μία, κατά την άποψή μας, στα όρια της αντισυνταγματικότητας ρύθμιση, ότι είχε προνόμιο το δημόσιο έναντι του πολίτη. Για τις οργανικές θέσεις, κύριε Υπουργέ, σας το είπαμε και σε ερώτηση που σας είχα κάνει από τις πρώτες ερωτήσεις, είναι η με αριθμό 353 ερώτηση, όπου είχατε απαντήσει ότι πράγματι χρειάζεται αναδιοργάνωση. Δεν πιστεύουμε ότι αυτές οι θέσεις που καλύπτετε –είναι θετικό βεβαίως ότι δίνονται κάποιες οργανικές θέσεις παραπάνω- επαρκούν για να καθορίσουν όλα τα προβλήματα που υπάρχουν και να βοηθήσουν στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Αυτό το γνωρίζετε και εσείς. Τώρα, δημιουργείται μεγάλο πρόβλημα με το άρθρο 44. Στο άρθρο 44 δίνεται η δυνατότητα περιορισμού της ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Και το αντιλαμβανόμαστε όταν το κώλυμα είναι λόγω θανάτου ή αποχώρησης από την υπηρεσία, πράγματι θα ήταν αν θέλετε και προβληματικό να έπρεπε ουσιαστικά να ξαναγίνει η υπόθεση από την αρχή επειδή κάποιος δικαστής πέθανε ή αποχώρησε από την υπηρεσία. Όμως, όταν αναφέρεστε γενικώς σε σοβαρό κώλυμα –κι εγώ θέλω να πιστεύω στις ειλικρινείς σας προθέσεις- ωστόσο υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Και το πρόβλημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο πότε; Εάν ενδεχομένως αυτή η κρίσιμη απουσία είναι σημαντική για την απόφαση. Δηλαδή εάν απουσιάζουν δύο δικαστές για σοβαρό κώλυμα, όπως αναφέρεται και ενδεχομένως αυτές οι δύο ψήφοι είναι κρίσιμες για το αποτέλεσμα, δηλαδή, υπάρχει ουσιαστικά μία ισορροπία με μία ψήφο διαφορά κι αυτές οι δύο ψήφοι εάν τυχόν υπήρχαν, άλλαζαν το αποτέλεσμα, γεννάται αυτομάτως ένα σημαντικό πρόβλημα. Συνεπώς συμφωνούμε με τη ρύθμιση ως προς το σκέλος εάν υπάρχει θάνατος ή εάν υπάρχει αποχώρηση από την υπηρεσία. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε όμως με το σοβαρό κώλυμα, εάν δεν προσδιοριστεί αυτό το σοβαρό κώλυμα. Να ξέρουμε ότι αναφέρεστε σε συγκεκριμένους λόγους υγείας. Είναι μία διάταξη που λίγο-πολύ όλη η Αντιπολίτευση σας υπέδειξε ότι υπάρχει κίνδυνος παρερμηνείας και πραγματικά, όχι ενδεχομένως, πολιτικής βούλησης δικής σας, αλλά πολιτικής βούλησης κάποιου άλλου που θα βρεθεί σ’ αυτήν τη θέση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν προβλήματα ειδικότερα, όταν στο θέμα των συμβασιούχων –το ζήσαμε προ καιρού- υπήρξε ολόκληρο θέμα μ’ αυτήν την τηλεδιάσκεψη και το ότι ψήφισαν δικαστές χωρίς να είναι παρόντες. Ας είμαστε πιο προσεκτικοί κι ας μείνουμε μόνο στο θέμα του θανάτου και της αποχώρησης από την υπηρεσία. Οπωσδήποτε θεωρούμε αρνητικές και τις διατάξεις που ουσιαστικά καταργούν το Α.Σ.Ε.Π. ως προς την πρόσληψη. Κύριε Υπουργέ, πρέπει να μας ακούσετε και σ’ αυτό. Σύσσωμη η Αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι και το 72 και το 63 θα πρέπει να γίνονται με διαγωνισμό Α.Σ.Ε.Π.. Όποιες δυσλειτουργίες και να έχει το Α.Σ.Ε.Π. δεν σημαίνει ότι θα οδηγηθούμε σε καταστρατήγηση και ουσιαστικά σε διορισμό με τρόπο που απλώς θα τυγχάνει της εποπτείας και δεν θα είναι προκήρυξη του Α.Σ.Ε.Π.. Το όλο σχέδιο που αναφέρεται για το ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ. και για τη δυνατότητα να υπάρξουν και νέες φυλακές, είναι μέτρα θετικά και ας υπάρξει και ένα πρόσθετο παράβολο που αναφέρεται, προκειμένου να γίνουν όλα αυτά. Πράγματι είναι σωστό σ’ αυτό το σκεπτικό. Ωστόσο πιστεύουμε ότι οι δικηγόροι θα πρέπει να προτείνονται από τους δικηγορικούς συλλόγους, όπως και είναι αίτημα των δικηγορικών συλλόγων και δεν νομίζω ότι έχετε κάποιο λόγο να μην το αποδεχθείτε. Όπως και το ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ., βεβαίως, δεν θα μπορεί να κάνει δημοσκοπήσεις για λογαριασμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Είναι ένα θέμα που εάν μη τι άλλο δεν είναι κομψό. Για το θέμα της μήνυσης ειπώθηκε ότι αν βάλουμε παράβολο στη μηνυτήρια αναφορά υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, διότι η μήνυση αυτομάτως συνεπάγεται και μία αυτεπάγγελτη δίωξη. Συνεπώς κάποιος θα πάει να αναφέρει με μία μηνυτήρια αναφορά κάτι που συνέβη και εάν τυχόν δεν έχει το παράβολο των 10 ευρώ και αναφέρεται μέσα ένα συγκεκριμένο έγκλημα, δεν είναι υποχρεωμένος πάλι ο εισαγγελέας να κινήσει τη διαδικασία; Άλλο το θέμα των εγκλήσεων, άλλο το θέμα των μηνύσεων. Είναι κάτι με το οποίο δεν συμφωνούμε. Εμείς πιστεύουμε, κύριε Υπουργέ -και δεν θα κάνω κατάχρηση του χρόνου, ένα λεπτό θα χρειαστώ- ότι υπάρχουν δύο δυνατότητες που μπορεί το Υπουργείο σας να αξιοποιήσει. Εμείς είπαμε, επειδή αυτό το νομοσχέδιο πραγματικά θα οδηγήσει σε κάποια επιτάχυνση, πέρα από τα αρνητικά στη φιλοσοφία του, συμφωνούμε, το υπερψηφίζουμε. Αλλά αναφερόμαστε στα προβλήματα που υπάρχουν και στα παράβολα. Σας είπα το θέμα της έκθεσης και θέλω την προσοχή, κύριε Υπουργέ, και την απάντησή σας, τι θα γίνει με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που υπάρχουν, όπως και στο θέμα της πρότυπης δίκης, της οποίας το σκεπτικό είναι κάτι πολύ σωστό, αλλά θα πρέπει να βάλουμε κάποια καλύτερα εχέγγυα. Θα μπορούσε επιπλέον κάποια στιγμή να εξετάσετε τη δυνατότητα της ανάπτυξης της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών. Είναι κακό, λόγω ουσιαστικά της δυσκολίας και της δυσχέρειας του δημοσίου, όλες οι υποθέσεις να φτάνουν στη δικαιοσύνη. Γιατί πολλές φορές το δημόσιο έχει άδικο, το γνωρίζει ότι έχει άδικο και παρ’ όλα αυτά αφήνει τον πολίτη να οδηγείται στη δικαιοσύνη. Πολλές φορές το δημόσιο δεν απαντά στις ενδικοφανείς προσφυγές που είναι υποχρεωμένο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται πρόβλημα. Θα πρέπει, λοιπόν, να δώσουμε μεγάλη βάση στην εξωδικαστική επίλυση των διαφορών, όπως θα έπρεπε να εξεταστεί και κάποια στιγμή η δυνατότητα να αναπτυχθεί η συνάφεια των διοικητικών πράξεων. Να μπορεί με ένα δικόγραφο κάποιος να προσφύγει για παραπάνω διοικητικές πράξεις, ώστε πράγματι εκεί πέρα θα υπάρξει πολύ μεγάλος περιορισμός. Μπορεί να είναι εκατό φορολογικές παραβάσεις και πρέπει να γίνουν εκατό δικόγραφα, εκατό υποθέσεις. Θα μπορούσε ενδεχομένως αυτή η συνάφεια να ενισχυθεί και μ’ ένα δικόγραφο, οπότε με μια υπόθεση να μπορεί να ρυθμιστεί το όλο θέμα. Τέλος, κύριε Υπουργέ, εμείς δεν μπαίνουμε στη λογική, παρά τα προβλήματα που αναφέρονται στη δικαιοσύνη, ότι υπάρχει πολιτική βούληση από εσάς. Αλλά δυστυχώς από το κάθε κόμμα που κυβερνά και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. όταν ήταν στην εξουσία και η Νέα Δημοκρατία τώρα, γενικώς η εκτελεστική εξουσία αρέσκεται να ελέγχει τη δικαστική. Απόδειξη αυτού είναι το άρθρο 90 του Συντάγματος όπως το είχε το ΠΑ.ΣΟ.Κ., όπως το προτείνετε και εσείς στην Αναθεώρηση που δεν δίνετε τη δυνατότητα στην ηγεσία της δικαστικής εξουσίας να διορίζεται, να εκλέγεται από το Δικαστικό Σώμα και πρέπει σώνει και καλά το Υπουργικό Συμβούλιο να αποφασίζει. Ήταν μια ρύθμιση που άρεσε στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την είχε, είναι μια ρύθμιση που αρέσει και σε σας. Αυτό δείχνει, λοιπόν, ότι η εκτελεστική εξουσία θέλει να ελέγχει τη δικαστική. Όσο γίνεται αυτό σε ρυθμίσεις που βλέπουμε ότι είναι θετικές για την επιτάχυνση, θα έχουμε τον προβληματισμό μας στο βαθμό που ξέρουμε ότι η ηγεσία των δικαστηρίων ουσιαστικά επιλέγεται από την εκτελεστική εξουσία. Επί της αρχής υπερψηφίζουμε το νομοσχέδιο. Πιστεύουμε ότι οι παρατηρήσεις που κάνουμε είναι προς όφελος και του νομοσχεδίου αλλά και του Υπουργείου σας για τη βοήθεια της επιτάχυνσης του έργου της δικαιοσύνης. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Κύριε Πρόεδρε, παρακαλώ το λόγο. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ορίστε, κύριε Υπουργέ, έχετε το λόγο. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Μια μικρή παρέμβαση για δυο-τρεις παρατηρήσεις. Κατ’ αρχάς ήθελα να σας πω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πως σύμφωνα με όσα ακούστηκαν στην επιτροπή της Βουλής, απόψεις και αιτήματα από τους φορείς και από τους ίδιους τους Βουλευτές, από την εισηγήτρια της Πλειοψηφίας την κ. Παπακώστα και από άλλους συναδέλφους όσον αφορά το άρθρο 35, θα ήθελα να σας πω ότι τελικά αποσύρω το άρθρο 35 από το νομοσχέδιο που αφορά τον τρόπο υπολογισμού των αμοιβών των δικηγόρων. Αυτό ως προς την πρώτη παρατήρηση. Δεύτερον, όσον αφορά την τροπολογία της εισηγήτριας της Πλειοψηφίας σχετικά με τη θέσπιση ρυθμίσεων ως προς τις μεταθέσεις των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είναι μια τροπολογία που έχει κάποια λογική, αλλά επιφυλάσσομαι να τη μελετήσω, να διαβουλευτώ με τους ενδιαφερομένους στο προσεχές νομοσχέδιο και ίσως να τη φέρω αργότερα προς συζήτηση. Τέλος, όσον αφορά αυτό που είπατε εσείς, κύριε Νικητιάδη, για τα διοικητικά εφετεία, προσεχώς θα συστήσω ειδική επιτροπή η οποία θα εξετάσει συνολικά το θέμα των διοικητικών πρωτοδικείων και εφετείων. Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ευχαριστώ και εγώ, κύριε Υπουργέ. Έχει ζητήσει το λόγο ο Πρόεδρος του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, κ. Γιώργος Καρατζαφέρης. Ορίστε, κύριε Πρόεδρε, έχετε το λόγο. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ (Πρόεδρος του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού): Κύριε Πρόεδρε, θα απασχολήσω το Σώμα για ελάχιστα λεπτά. Κύριε Υπουργέ, δεν θα κάνω μια ανάλυση του νομοσχεδίου σας. Νομίζω ότι ήταν εμπεριστατωμένη η μαγνητική τομογραφία την οποία έκανε ο άριστος νομικός ο κ. Πλεύρης, ο οποίος εξάλλου με μεταπτυχιακές σπουδές στη Νυρεμβέργη μετέφερε και το πνεύμα από την πρώτη σχολή νομικών, σχολή στην οποία φοίτησαν μεγάλοι νομικοί και καθηγητές της Ελλάδος όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Πήρα το λόγο για ένα μείζον θέμα δημοκρατίας. Αυτές τις μέρες είδαμε να διώκεται ο πρόεδρος του συνδικαλιστικού οργάνου της δικαστικής εξουσίας, δηλαδή, εισαγγελέων και δικαστών. Αυτό ήταν άκομψο, κύριε Υπουργέ. Βεβαίως, η φωτογραφία η οποία δημοσιεύεται σήμερα στις εφημερίδες της συνάντησής σας με τον κ. Μπάγια, είναι εύγλωττη, όμως είναι μια κακή αρχή. Καταλαβαίνω ότι μπορούμε να συζητήσουμε αν θέλετε ξανά το θέμα του συνδικαλισμού σε ευαίσθητους φορείς, όπως η δικαιοσύνη και η αστυνομία. Όσο όμως είναι θεσμοί της χώρας, πρέπει να τους σεβόμαστε. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση να σεβόμαστε την αντίσταση, την αντίδραση, τη θέση, το λόγο του συνδικαλισμού. Εξάλλου, γι’ αυτό υπάρχει ο συνδικαλισμός. Το να διώκεται για συνδικαλιστική δράση ο πρόεδρος ενός οργάνου, νομίζω ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα δημοκρατίας και είναι κακή αρχή. Αύριο το πρωί ο Αρχηγός της Αστυνομίας θα εγκαλέσει τον Πρόεδρο των Αστυνομικών. Και αν ανοίξει αυτή η ιστορία, αύριο το πρωί ο οποιοσδήποτε επιχειρηματίας ενδεχομένως ενοχλημένος από τη συνδικαλιστική δράση ενός υπαλλήλου, θα τον καθίσει στο σκαμνί. Παρακαλώ πάρα πολύ να ληφθεί σοβαρά υπόψη αυτή η παρατήρηση. Γνωρίζω τη δική σας ευαισθησία, αλλά θα ήθελα να υπάρχει στα Πρακτικά της Βουλής η δική σας θέση γι’ αυτό το θέμα, το οποίο ταλανίζει πράγματι τη δικαιοσύνη και έχει δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα ανάμεσα σε δικαστικούς αλλά και εισαγγελείς. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ο κύριος Υπουργός έχει το λόγο. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Κύριε Πρόεδρε, γνωρίζετε την εκτίμηση και το σεβασμό που τρέφω και σε σας και στο αξίωμα το οποίο υπηρετείτε. Ήδη τη Δευτέρα έκανα μια εμπεριστατωμένη ανάλυση των θέσεων πάνω σ’ αυτό το ζήτημα και δεν θα επανέλθω. Εκείνο μόνο το οποίο θέλω να πω είναι ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης είναι ανοιχτό προς όλους και δέχεται τους πάντες χωρίς αυτό να έχει καμμία, μα καμμία σημειολογία και καμμία παρερμηνεία. Είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης ανοιχτό, τους ακούει όλους και προσπαθεί μέσα σ’ ένα κλίμα αρμονίας σ’ ένα κλίμα συμβατότητας των διαφόρων λειτουργιών του συνδικαλισμού, της ιεραρχίας ορισμένων θεσμικών λειτουργιών να μπορέσει να βρει τη χρυσή τομή. Εν πάση περιπτώσει όμως, θα επαναλάβω για να κλείσω αυτό το οποίο επανειλημμένως έχω πει και εδώ από το Βήμα της Βουλής και εκτός Βουλής ότι δεν είμαι διατεθειμένος η δικαιοσύνη να εκτραπεί από τα ήρεμα νερά που οδηγείται κατά τους τελευταίους μήνες. Η δικαιοσύνη θα προχωρήσει ήρεμα. Σήμερα έχουμε δικαιοσύνη με ήρεμους, σωστούς, αντικειμενικούς και καλούς δικαστές και ευελπιστούμε και φιλοδοξούμε να την πάμε ακόμα πιο ψηλά, να θωρακίσουμε ακόμη περισσότερο αυτό το λειτούργημα και να καταστήσουμε τους δικαστές όπως είναι σε όσο δυνατόν υψηλότερο επίπεδο, ώστε πραγματικά να επιτελούν το καθήκον τους με την ευσυνειδησία που οφείλουν να έχουν απέναντι στο λειτούργημα που ασκούν. Σας ευχαριστώ πολύ. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, παρακαλώ το λόγο για μια σύντομη παρέμβαση. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος έχει το λόγο. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, παρακολουθώ εδώ και μέρες τη δυσκολία και την αμηχανία του κυρίου Υπουργού Δικαιοσύνης. Ήρεμα νερά στη δικαιοσύνη ως θεσμικό χώρο δεν μπορούν να υπάρχουν, όταν δεν διασφαλίζονται οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις της εσωτερικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. Ηρεμία, διαφάνεια και σεβασμός του κράτους δικαίου στον ίδιο το χώρο της δικαιοσύνης δεν μπορεί να υπάρχει όταν στο εσωτερικό της δικαιοσύνης προσβάλλονται θεμελιώδη δικαιώματα ατομικής και ομαδικής δράσης καθώς όλοι γνωρίζουμε ότι ο θεσμός των δικαστικών ενώσεων είναι συνταγματικά κατοχυρωμένος η δε λειτουργία τους και ο τρόπος διατύπωσης του συνδικαλιστικού τους λόγου κατοχυρώνεται από τον οργανισμό των δικαστηρίων. Ο Υπουργός της Δικαιοσύνης δεν είναι παρατηρητής των εξελίξεων ούτε αναπέμπει ευχές. Ο Υπουργός της Δικαιοσύνης είναι κατά το Σύνταγμα ο πειθαρχικός προϊστάμενος του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Και στην προκειμένη περίπτωση με τη δίωξη κατά του Προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων του κ. Σωτήρη Μπάγια, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου παραβιάζει το Σύνταγμα και το νόμο, θίγει θεμελιώδη δικαιώματα εκπέμπει ένα μήνυμα αυταρχισμού και προσβολής της εσωτερικής ανεξαρτησίας, δηλαδή, της λειτουργικής ανεξαρτησίας και της προσωπικής ανεξαρτησίας των εισαγγελικών λειτουργών και όλων των δικαστικών λειτουργών. Και ξέρετε πολύ καλά ότι και ο εισαγγελικός λειτουργός είναι ισόβιος δικαστικός λειτουργός και όταν ασκεί τα δικανικά του καθήκοντα δεν υπόκειται σε ιεραρχικό έλεγχο. Άρα, δεν μπορεί να αρκείται σ’ αυτού του είδους τη μετριοπαθή στάση ο κύριος Υπουργός της Δικαιοσύνης. Η Κυβέρνηση επέλεξε τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Έχει πολιτική ευθύνη γι’ αυτά που συμβαίνουν στη δικαιοσύνη και επιπλέον έχει και νομική ευθύνη η Κυβέρνηση, διότι γι’ αυτό υπάρχουν οι πειθαρχικές διαδικασίες που περιλαμβάνουν και συστάσεις, γι’ αυτό ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει αυτήν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη πειθαρχική αρμοδιότητα, την οποία οφείλει να ασκεί στο όνομα του ελληνικού λαού, δηλαδή, στο όνομα της δημοκρατικής αρχής και της αρχής του κράτους-δικαίου. Αυτά, όταν δεν τηρούνται στο εσωτερικό της δικαιοσύνης, αλίμονο, αλλά δεν μπορούν να τηρηθούν και στο εσωτερικό της κοινωνίας. Άρα, υπάρχει μείζον θεσμικό πρόβλημα και έχει καταστεί σύμβολο του αγώνα για την προστασία της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών ο κ. Μπάγιας. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα το λόγο. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ορίστε, κύριε Υπουργέ. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Κύριε Πρόεδρε, ο κ. Βενιζέλος προφανώς κάνει κάποια σύγχυση. Ενώ υποστηρίζει και στηρίζει κάποια από τις θέσεις και κάποια από τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στις θέσεις που υποστηρίζει, ταυτόχρονα γίνεται αρχιδικαστής. Μπαίνει στην ουσία, κρίνει και τέμνει τη διαφορά. Το λάθος, το οποίο διαπράττει, δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ότι προκαλεί τον Υπουργό Δικαιοσύνης να πάρει θέση και να γίνει και ο ίδιος αρχιδικαστής. Αυτό εμείς, κύριε Πρόεδρε, το έχουμε ξεκαθαρίσει. Εμείς δεν θα κάνουμε πεδίο κομματικών αντιπαραθέσεων τη δικαιοσύνη. Σεβόμαστε το συνδικαλισμό, σεβόμαστε την ιεραρχία της δικαιοσύνης και γι’ αυτό με ψυχραιμία, με σύνεση, με σωφροσύνη οδηγούμε τη δικαιοσύνη σε ήρεμα νερά. Εκεί, κύριε Βενιζέλο, θα την οδηγήσουμε. Εσείς κάντε τη δουλειά σας, φωνάξτε! Βρήκατε σύμβολο, αφού δεν είχατε μέχρι τώρα. Βρήκατε τον κ. Μπάγια. Καλά κάνετε και βρήκατε σύμβολα. Έχετε ανάγκη να βρείτε σύμβολα. Εμείς έχουμε το δρόμο μας, έχουμε την πορεία μας, τιμούμε το θεσμό, τους θεσμούς και πάνω σ’ αυτήν τη γραμμή θα πορευτούμε με ψυχραιμία, όπως είπα, νηφαλιότητα και σωφροσύνη. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας) ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα το λόγο. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Για δύο λεπτά, κύριε Βενιζέλο. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, ο Υπουργός της Δικαιοσύνης οφείλει να αντιληφθεί κάτι πάρα πολύ απλό. Το Σύνταγμα και ο νόμος αναθέτουν αρμοδιότητες, δηλαδή, καθήκοντα στην Κυβέρνηση που υπόκεινται στον έλεγχο της Βουλής και εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της και ατομικά στον εκάστοτε Υπουργό Δικαιοσύνης. Όποια αρμοδιότητα πειθαρχικού χαρακτήρα ή χαρακτήρα εποπτείας της λειτουργίας της δικαιοσύνης -και άρα εγγύησης της ανεξαρτησίας της- έχει ο Υπουργός, την έχει και η Βουλή, γιατί η Βουλή ασκεί έλεγχο επί του Υπουργού, ο οποίος εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Άρα, όταν ο κύριος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κρίνει ότι έχει συντελεστεί ένα πειθαρχικό αδίκημα ήδη, πριν καν ολοκληρωθεί η προκαταρκτική εξέταση, όταν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου απευθύνει εντολή στον αντεισαγγελέα και του δίνει συγκεκριμένες οδηγίες για το τι και πώς θα ρωτήσει τον εγκαλούμενο πρόεδρο της Ένωσης Εισαγγελέων, όταν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ενώ έχει δώσει την παραγγελία για την κίνηση πειθαρχικής εντολής, συγκαλεί εν ώρα λειτουργίας των δικαστηρίων σύσκεψη των εισαγγελικών λειτουργών που υπηρετούν στο Πρωτοδικείο Αθηνών, στο μεγαλύτερο δικαστήριο της χώρας και προδικάζει το αποτέλεσμα της έρευνας, υπάρχει πρόβλημα. Ο κύριος Υπουργός Δικαιοσύνης δεν είναι ο ουδέτερος τρίτος που κάνει ρεπορτάζ για όσα συμβαίνουν στη δικαιοσύνη. Έχει θεσμική ευθύνη, όχι για τα ήρεμα νερά με αδιαφάνεια, αλλά για τη θεσμική λειτουργία της δικαιοσύνης, για τη διασφάλιση του κύρους, του ελεύθερου φρονήματος και της ανεξαρτησίας των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Όλα τα άλλα είναι «απορία ψάλτου βηξ». Δεν μπορεί να μην έχουμε ευθύνη γι’ αυτά που συμβαίνουν, να μην παίρνουμε θέση και να μην έχουμε ευθύνη κι απλώς να θέλουμε να πάνε τα πράγματα καλά, να ευχόμαστε να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Υπάρχει καταστολή στο χώρο της δικαιοσύνης. Υπάρχει εκφοβισμός και ο φοβισμένος δικαστής δεν είναι ελεύθερος και δίκαιος δικαστής. Έχει υποχρέωση η Βουλή και άρα και η Κυβέρνηση να προστατέψει το ελεύθερο φρόνημα και το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών λειτουργών. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα το λόγο. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ορίστε, κύριε Κουβέλη. ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Κύριε Υπουργέ, με σύνεση και νηφαλιότητα και χωρίς τη διεκδίκηση να γίνει ο οιοσδήποτε εδώ αρχιδικαστής, αλλά για ακούστε την εξέλιξη των γεγονότων. Κύριε Πρόεδρε, διατάσσει ο κ. Σανιδάς τη διενέργεια προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης και προτού ασκηθεί η πειθαρχική δίωξη, ο κ. Σανιδάς, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διακόπτει παρανόμως τη λειτουργία των δικαστηρίων, συγκαλεί συγκέντρωση των εισαγγελικών λειτουργών του Πρωτοδικείου Αθηνών και εμφανίζεται να επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι έχει συντελεστεί πειθαρχικό αδίκημα εκ μέρους του κ. Μπάγια. Εγώ δεν σας καλώ να κρίνετε οτιδήποτε άλλο, αλλά στο πλαίσιο των δικών σας αρμοδιοτήτων να μας πείτε επιτέλους, είναι σύννομη η συμπεριφορά του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διακόπτει τη λειτουργία των δικαστηρίων και να προσκαλεί τους εισαγγελικούς λειτουργούς, όχι να τους ενημερώσει μόνο, αλλά να τους ενημερώσει και να υποστηρίξει ότι αποδεδειγμένα συνετελέσθησαν τα πειθαρχικά αδικήματα εκ μέρους του κ. Μπάγια και εν συνεχεία να ακολουθήσει η πειθαρχική δίωξη του προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος. Εγώ αυτό σας καλώ να κρίνετε κι αυτό είναι στην αρμοδιότητά σας. Εσείς ασκείτε πειθαρχική εξουσία επί του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σας βεβαιώνω δεν αμφισβητήθηκαν και δεν αμφισβητούνται από κανέναν, αναδεικνύουν τουλάχιστον την υποχρέωσή σας να ξεκινήσετε πειθαρχική έρευνα σε βάρος του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Και το λέω αυτό, διότι, κύριε Υπουργέ, εσείς μπορεί να υποστηρίζετε και να διεκδικείτε –δεν έχω αντίρρηση να προσχωρήσω στην άποψή σας- τα ήρεμα νερά στο χώρο της δικαιοσύνης, αλλά ο κ. Σανιδάς, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, τα ταράσσει αυτά τα νερά και δημιουργεί τρέμουσα δικαιοσύνη, όπως επανειλημμένα σας είπα, με συγκεκριμένες ενέργειες. Οι ενέργειές του αυτές δεν μπορούν να είναι στο απυρόβλητο εξαιτίας της δικής σας επιλογής να περιορίζεσθε στο ρόλο του παρατηρητή. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ (Πρόεδρος του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού): Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα το λόγο. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Έχει ζητήσει το λόγο για μία σύντομη παρέμβαση, δευτερολογία ο κ. Καρατζαφέρης, Πρόεδρος του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού. Ορίστε, κύριε Πρόεδρε. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ (Πρόεδρος του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού): Κύριε Πρόεδρε, νομίζω ότι αδικούμε τη σοβαρότητα του θέματος, όταν προσωποποιούμε και κομματικοποιούμε πράγματα. Δεν είναι θέμα αν ο κ. Σανιδάς είναι Νεοδημοκράτης ή ο κ. Μπάγιας ενδεχομένως είναι ΠΑ.ΣΟ.Κ., ούτε ότι ο ένας γίνεται σύμβολο αυτήν τη στιγμή της άλλης υποθέσεως. Το θέμα είναι αν θα υπερασπιστούμε τους θεσμούς, γιατί είναι άκρως θεσμικό το θέμα και αν ο κύριος Υπουργός Δικαιοσύνης θα δεχθεί αυτήν την εξέλιξη, αυτήν την πραγματικότητα, αυτό το γίγνεσθαι με παθητικό τρόπο ή θα αναλάβει μία πρωτοβουλία που εκείνος θα κρίνει ποια είναι. Πιστεύω, όμως, ότι παθητικά δεν μπορούμε να περάσουμε αυτό το γεγονός, το οποίο σηματοδοτεί ενδεχομένως δραματικές και δυσμενείς εξελίξεις, όχι περιοριστικά εις το χώρο της δικαιοσύνης, αλλά όπου αναπτύσσεται συνδικαλισμός. Πολύ φοβούμαι ότι αύριο με τον ίδιο τρόπο, θα πάρει φόρα ο κ. Βουρλούμης να εγκαλέσει τους συνδικαλιστές του Ο.Τ.Ε. ή οποιοσδήποτε άλλος. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι καλύτερα είναι το προλαμβάνειν παρά το θεραπεύειν. Μπορείτε, κύριε Υπουργέ, εσείς να κρίνετε το πώς να πάρετε θέση. Όμως, παθητικά δεν μπορούμε να προσπεράσουμε αυτό το θεσμικό ατόπημα. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα το λόγο. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ορίστε, κύριε Υπουργέ. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Κύριε Πρόεδρε, εμείς, όπως είπα, δεν έχουμε λόγους να δημιουργήσουμε αναταραχή στη δικαιοσύνη. Εμείς εμπιστευόμαστε τη δικαιοσύνη. Υπήρξαν διάφορες ενέργειες, οι οποίες έχουν απόλυτο το στοιχείο της νομιμότητας, που βεβαίως θα κριθούν μέσα από τα αρμόδια όργανα της δικαιοσύνης. Εμείς τα εμπιστευόμαστε αυτά τα όργανα που θα κρίνουν κι αυτήν την υπόθεση και όλες τις άλλες υποθέσεις και επομένως δεν έχουμε κανένα λόγο να προχωρήσουμε και να δημιουργήσουμε αναταραχές. Η Αντιπολίτευση θέλει να δημιουργεί αναταραχές στη δικαιοσύνη. Ξέρετε πολύ καλά, κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι επί τόσο καιρό προσπαθούμε να κλείσουμε αυτές τις πληγές, που τα διάφορα παραδικαστικά μιας άλλης, περασμένης εποχής είχαν δημιουργήσει. Και τώρα που ήδη δημιουργήσαμε και στήσαμε μία καλή δικαιοσύνη, μια σωστή δικαιοσύνη, η Αντιπολίτευση επιδιώκει να βρει σύμβολα για να στηρίξει την ανεπάρκεια των επιχειρημάτων της, την ανεπάρκεια της πολιτικής της εκπροσώπησης. Εμείς θα παραμείνουμε στις θέσεις που έχουμε. Ασκούμε τα καθήκοντά μας με σοβαρότητα και σύνεση. Για τα όσα ελέχθησαν από τον κ. Κουβέλη, εμάς δεν μας ήλθε κάτι επίσημο και, επομένως, εγώ δεν μπορώ να συζητήσω επί φημών, σπερμολογιών και κουτσομπολιών, τα οποία λέγονται από εδώ και από εκεί. Αν έχω κάποιο επίσημο έγγραφο, το οποίο θα καταγγέλλει και θα αποδεικνύονται ορισμένα πράγματα, τότε θα σκεφτώ. Επί του παρόντος δεν έχω τίποτα απ’ αυτά. Λέγονται σε διάφορους διαδρόμους. Συνεπώς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρώ ότι η πορεία μας είναι ξεκάθαρη και είναι πορεία που κυρίως, όπως είπε και ο κ. Καρατζαφέρης, σέβεται και στηρίζει τους θεσμούς. Όσον αφορά τον κ. Βουρλούμη κ.λπ., είναι άλλο ο συνδικαλισμός στη δικαστική εξουσία και άλλο στη Γ.Σ.Ε.Ε. και σε άλλες οργανώσεις. Εδώ μιλάμε για μία θεσμική λειτουργία, όπου και ο συνδικαλισμός έχει ένα συγκεκριμένο θεσμικό ρόλο. Δεν είναι το ίδιο όλοι οι συνδικαλισμοί. Γι’ αυτό, λοιπόν, μπροστά στις δύο εξουσίες, εμείς κρατούμε αυτήν τη θέση, μία θέση, η οποία νομίζω ότι οδηγεί τη δικαιοσύνη σωστά. Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ευχαριστώ. Με την άδεια του Σώματος θα κλείσουμε αυτήν την παρέκβαση με μία σύντομη δίλεπτη παρέμβαση του κ. Αποστολάκου, Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας. Ορίστε, κύριε Αποστολάκο, έχετε το λόγο. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΟΣ: Ευχαριστώ πολύ. Πράγματι η παρέμβασή μου θα είναι δίλεπτη. Αναρωτιέμαι μέσα σ’ αυτήν την Αίθουσα αν γίνεται νομοθετικό έργο ή κοινοβουλευτικός έλεγχος. Αν δεν κάνω λάθος, τα όσα ελέχθησαν από τον Πρόεδρο του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, από τον κ. Βενιζέλο και τον κ. Κουβέλη ανάγονται σε θέματα κοινοβουλευτικού ελέγχου. Παρουσιάζεται, κύριε Πρόεδρε, το εξής οξύμωρο σχήμα: Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος κατά τη συζήτηση του συγκεκριμένο νομοσχεδίου ασκήθηκε στην αρμόδια επιτροπή, εφαρμοζομένης μίας από τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού και του Συντάγματος. Και για το ίδιο θέμα –είναι καταγεγραμμένο στα Πρακτικά- δόθηκαν οι αρμόδιες απαντήσεις από τον κύριο Υπουργό. Εκείνο που δεν κατάλαβα όμως είναι τι ζητάτε. Να κάνει παρέμβαση ο κύριος Υπουργός στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου; Όμως, δεν άκουσα να λεχθεί τίποτα, κύριε Πρόεδρε, για το ποια είναι η παράβαση που έκανε. Ποια διάταξη παρέβη ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου, για να τον ελέγξει πειθαρχικά ο Υπουργός Δικαιοσύνης; Φαίνεται ότι έχουμε χάσει τον έλεγχο των λεγομένων εδώ μέσα. Αυτά, κύριε Πρόεδρε. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας) ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχω την τιμή να ανακοινώσω στο Σώμα ότι τη συνεδρίασή μας παρακολουθούν από τα άνω δυτικά θεωρεία της Βουλής, αφού προηγουμένως ξεναγήθηκαν στους χώρους του Μεγάρου της Βουλής των Ελλήνων, τριάντα τέσσερις μαθήτριες και μαθητές και δύο συνοδοί-καθηγητές από το 14ο Γενικό Λύκειο Αθηνών. Η Βουλή τους καλωσορίζει. (Χειροκροτήματα από όλες τις πτέρυγες της Βουλής) Τους ενημερώνουμε ότι σήμερα διεξάγεται συζήτηση επί νομοσχεδίου αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, την οποία συζήτηση και παρακολουθείτε. Εισερχόμεθα τώρα στον κατάλογο των εγγεγραμμένων ομιλητών. Υπενθυμίζω ότι η συζήτηση είναι ενιαία επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου. Το λόγο έχει ο Βουλευτής Αχαΐας κ. Μιχάλης Μπεκίρης. Ορίστε, κύριε Μπεκίρη. ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΕΚΙΡΗΣ: Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, η λειτουργία της δημοκρατίας μας στις συνθήκες ειρήνης και ευημερίας αυξάνει την ευθύνη μας απέναντι στην ελληνική κοινωνία να διασφαλίσουμε την απρόσκοπτη λειτουργία της ελληνικής δικαιοσύνης. Το δημοκρατικό μας πολίτευμα οφείλει να παρέχει τα εχέγγυα εκείνα, ώστε η δικαιοσύνη να αποδίδεται με ακεραιότητα, ανεξαρτησία, υπευθυνότητα, επαγγελματική επάρκεια και ταχύτητα. Η κατάσταση στην ελληνική δικαιοσύνη κάθε άλλο παρά εύκολη μπορεί να χαρακτηριστεί. Τα προβλήματα είναι πάρα πολλά και ήδη γνωστά. Τεράστιος αριθμός ένδικων διαφορών αναμένει την εκδίκασή του. Η πολυνομία, η διάσπαρτη παράθεση διατάξεων, η αντιφατικότητα αυτών, η ασάφεια δικαίου είναι παρούσες. Η ταλαιπωρία των διαδίκων και των δικηγόρων είναι αφόρητη. Η μοίρα του Έλληνα δικαστή, όπως έχει ήδη ειπωθεί, μοιάζει πράγματι με τη μοίρα του Σίσυφου. Όσο περισσότερο μοχθεί, τόσο περισσότερο επιφορτίζεται με μεγαλύτερο αριθμό υποθέσεων. Οι συνθήκες εργασίας όλου του νομικού κόσμου, τείνουν να γίνουν εξοντωτικές. Η στάση της Κυβέρνησης Καραμανλή απέναντι στα πολλαπλά χρόνια προβλήματα της δικαιοσύνης που κληρονόμησε από το χθες, είναι και θαρραλέα και δημιουργική και επιζητεί να βελτιώσει σε πάρα πολλά επίπεδα τους όρους της απονομής της. Μαγικές λύσεις ασφαλώς και δεν υπάρχουν, ούτε επιζητείται από εμάς η ωραιοποίηση της κατάστασης. Τίθενται όμως στόχοι. Επιχειρείται συγκροτημένος σχεδιασμός και παρατίθενται λύσεις, η εφαρμογή των οποίων θα επιφέρει ανακούφιση στην υφιστάμενη κατάσταση. Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο επιχειρεί ειδικότερα τη βελτίωση και την επιτάχυνση των διαδικασιών στη διοικητική δίκη με σειρά ρυθμίσεων που χαρακτηρίζονται από καινοτομία, προωθούνται με αίσθηση του μέτρου, ώστε να επιφέρουν ήπιες αλλαγές και εντάσσονται αρμονικά στο ήδη υπάρχον νομικό πλαίσιο, αξιοποιώντας μάλιστα τόσο τις νομολογιακά προταθείσες λύσεις όσο και τις δικονομικές ρυθμίσεις που έχουν δοκιμαστεί και έχουν λειτουργήσει αποδοτικά σε σχετικούς τομείς του δικαίου. Ιδιαίτερα, όμως, η Κυβέρνηση αντιμετωπίζει τα εγνωσμένα προβλήματα της δικαιοσύνης, πρωτίστως με κοινωνική ευαισθησία και ειδικότερα, όσον αφορά τη διοικητική δίκη, επιχειρεί με το παρόν νομοσχέδιο να παρέμβει με σειρά μέτρων που θα επιφέρουν την καλυτέρευση των όρων της απονομής της, ώστε να συμβάλει ενεργά και στην προστασία του απλού πολίτη, του δικαιωθέντος αλλά και του αδικούμενου. Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, η κοινωνική ευαισθησία και το αίσθημα του σεβασμού και της προστασίας του πολίτη που αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας μας, προβάλλεται και χαρακτηρίζει πολλές από τις διατάξεις του νομοσχεδίου. Έως τώρα με την ισχύουσα νομοθεσία, το δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν εκτελούσαν τις τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, όταν αυτές δικαίωναν τον πολίτη, αλλά απαιτούνταν να καταστούν αυτές αμετάκλητες μετά την εκδίκαση αναίρεσής τους ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Απεναντίας, ο απλός πολίτης, όταν δεν δικαιωθεί τελεσίδικα, δεν προστατεύεται έστω και αν ασκήσει αναίρεση, διότι η τελεσίδικη απόφαση εκτελείται αμέσως εις βάρος του. Αυτή η ανισότητα αίρεται πλέον, να αντιμετωπίζεται, δηλαδή, από τη δικαιοσύνη η διοίκηση και ο πολίτης με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Εάν το δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου χάσουν τη δίκη τελεσίδικα, οφείλουν άμεσα να συμμορφωθούν με τη σχετική απόφαση. Οι ασφαλισμένοι αλλά και οι εργαζόμενοι όταν αντιδικούν με οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης ή με το δημόσιο ή με νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αντίστοιχα, απαλλάσσονται πλέον από την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου για κατηγορία υποθέσεων έως του ποσού των 6.000 ευρώ. Εξάλλου, θεσπίζεται ανώτατο όριο στο παράβολο που πρέπει να καταβληθεί, ώστε να μην επιβαρύνεται υπερβολικά ο φορολογούμενος πολίτης. Δίνεται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη το δικαίωμα στον πολίτη να ζητήσει να μην καταστεί γνωστό το όνομά του σε όλα τα στάδια της δίκης, ώστε να μην κοινολογηθούν στοιχεία που αφορούν την υγεία του ή άλλα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Ο εργαζόμενος στο δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που υπηρετεί στην επαρχία έως τώρα ήταν υποχρεωμένος να προσφύγει στα δικαστήρια της πρωτεύουσας, αν ήθελε να προσβάλει απόφαση που εκδόθηκε από τις κεντρικές υπηρεσίες Υπουργείων ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Με τη νέα ρύθμιση, αρμόδιο δικαστήριο θα είναι του τόπου όπου υπηρετεί, ώστε να αποφεύγεται η ταλαιπωρία του στα δικαστήρια της πρωτεύουσας. Επιτρέπεται στον πολίτη να ασκήσει εκ νέου αγωγή, εάν έχασε τη δίκη που ξεκίνησε με την προγενέστερη αγωγή του για λόγους τυπικούς, παραδείγματος χάριν, για κάποια δικονομική παρατυπία. Μεγιστοποιείται η προσωρινή δικαστική προστασία του πολίτη, η λεγόμενη «άμεση δράση της ελληνικής δικαιοσύνης». Εισάγονται επωφελέστερες γι’ αυτόν ρυθμίσεις σε πολλές περιπτώσεις. Παραδείγματος χάριν, αν εκ παραδρομής ζητηθεί προσωρινή δικαστική προστασία σε αναρμόδιο δικαστήριο, η σχετική αίτηση αναστολής παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο μαζί με την κύρια υπόθεση. Εισάγεται νομοθετικά, για πρώτη φορά στην ελληνική δικαιοσύνη, η διαδικασία και η δυνατότητα της ηλεκτρονικής υποβολής και διακίνησης δικογράφων και κάθε σχετικού με τη δίκη εγγράφου. Είναι αληθινά πρωτοποριακή για τα ελληνικά δεδομένα η ρύθμιση, η οποία θα απαλλάξει δικηγόρους και διαδίκους από μετακινήσεις, ταλαιπωρία και έξοδα. Θεσμοθετείται η δυνατότητα να εξετάζονται εκτός ακροατηρίου, με την παρουσία δικαστή –και με ταυτόχρονη μετάδοση της εικόνας και του ήχου στην αίθουσα συνεδριάσεως του δικαστηρίου- μάρτυρες, πραγματογνώμονες και διάδικοι. Ο προτεινόμενος περιορισμός των αναβολών σε μια διοικητική δίκη θα συμβάλει αποτελεσματικά στην επιτάχυνση της δίκης, αλλά περαιτέρω δεν θα επιβαρύνει το διάδικο πολίτη με περιττά έξοδα. Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, δεν είναι σκοπός μου να αναφερθώ με λεπτομέρειες σε επί μέρους διατάξεις του υπό ψήφιση νομοσχεδίου που είναι πολυποίκιλες και ιδιαίτερου νομικού ενδιαφέροντος, αλλά να επισημάνω το σεβασμό προς τον πολίτη και την κοινωνική ευαισθησία που διαπνέει αρκετές απ’ αυτές. Αξίζει, όμως, η αναφορά στην εισαγωγή της πρότυπης δίκης και κατά μεταφορά της αντίστοιχης διάταξης από το γερμανικό δίκαιο στα δικά μας δικονομικά δεδομένα. Στη διοικητική δικαιοσύνη εκκρεμούσαν και εκκρεμούν πάρα πολλές υποθέσεις με όμοια νομική βάση. Η εκδίκαση από τα πρωτοβάθμια, τα δευτεροβάθμια δικαστήρια και τέλος, το Συμβούλιο της Επικρατείας των υποθέσεων αυτών, έως ότου έρθει η ώρα της έκδοσης αμετάκλητων αποφάσεων και να παγιωθεί η κρατούσα νομολογία, είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα, επίπονη και δαπανηρή για τον πολίτη. Εκτός αυτού, όμως, απασχολεί υπέρμετρα τους δικαστικούς λειτουργούς, επιβαρύνει τα πινάκια των δικασίμων και ακόμη και όταν παγιωθεί η σχετική νομολογιακή λύση, όλες αυτές οι υποθέσεις συνεχίζουν να εκδικάζονται σε όλους τους βαθμούς. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, παρέχεται η δυνατότητα σε συντομότατο χρονικό διάστημα να αποφαίνεται, κατόπιν αναιρέσεως, το Ανώτατο Δικαστήριο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ώστε να επιλύεται αμετάκλητα και με ασφάλεια το νομικό θέμα που έχει μείζονα σπουδαιότητα ή αφορά πλήθος υποθέσεων. Εξοικονομούνται έτσι πολύτιμες ανθρωποώρες εργασίας, ώστε οι δικαστικοί λειτουργοί να αποδίδουν δικαιοσύνη σε πλήθος άλλων ένδικων διαφορών που έχουν νομικό μέρος άξιο έρευνας και ποικίλο πραγματικό μέρος, αντί να αναλώνονται με την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών που διαιωνίζονται, κενές νομικού περιεχομένου. Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, τελειώνοντας, αποδεικνύεται ότι η παρούσα Κυβέρνηση ούτε έλλειμμα κοινωνικής ευαισθησίας έχει ούτε αδυνατεί να αντιληφθεί την κατάσταση που βιώνει καθημερινά ο Έλληνας πολίτης στις δικαστικές αίθουσες. Αντίθετα, εκτελεί το καθήκον της, παρατηρεί με προσοχή τα προβλήματα που υφίστανται στον ευαίσθητο χώρο της δικαιοσύνης, δεν κλείνει τα μάτια στα δύσκολα, έχει τις ορθές λύσεις, τις εκθέτει με παρρησία, τις προτείνει για ψήφιση στο Κοινοβούλιο και αναμένει την εφαρμογή τους από το νομικό κόσμο της χώρας. Ευχαριστώ πολύ. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας) ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ευχαριστούμε, κύριε συνάδελφε. Το λόγο έχει η Βουλευτής Επικρατείας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κ. Θάλεια Δραγώνα. Ορίστε, κυρία συνάδελφε, έχετε το λόγο. ΘΑΛΕΙΑ ΔΡΑΓΩΝΑ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το σχέδιο νόμου που συζητάμε έρχεται, σύμφωνα με τον τίτλο του και την αιτιολογική έκθεση, να επιταχύνει τους ρυθμούς απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης, οι οποίοι σήμερα είναι εξαιρετικά βραδείς και οδηγούν σε φαινόμενα αρνησιδικίας. Το νομοσχέδιο αναμφισβήτητα περιέχει πολλές θετικές διατάξεις, όπως ενδεικτικά είναι η δυνατότητα άσκησης δεύτερης αγωγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί για λόγους τυπικούς, η πρόβλεψη για ηλεκτρονική διακίνηση των εγγράφων που απευθύνονται στα δικαστήρια, η κατάργηση των διατάξεων που αναστέλλουν την εκτέλεση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων υπέρ του δημοσίου. Ωστόσο, στο σημείο αυτό, θα ήθελα να τονίσω ότι σύντομα πρέπει να καταργηθούν στο σύνολό τους οι προβλέψεις που οδηγούν σε προνομιακή θέση του δημοσίου. Όχι μόνο αντίκεινται στη συνταγματική κατοχυρωμένη ισότητα των διαδίκων και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά ενισχύουν τη δυσπιστία του πολίτη έναντι του δημοσίου και την πεποίθηση ότι στον αγώνα του για την προστασία των δικαιωμάτων του συναντά εμπόδια που δεν συνάδουν σ’ ένα σύγχρονο κράτος δικαίου. Η ενίσχυση της εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος έχει θεμελιακή σημασία, όταν διαπραγματευόμαστε ζητήματα δικαιοσύνης. Παρά, λοιπόν, τις σχετικές διατάξεις του νομοσχεδίου, το τελικό αποτέλεσμα είναι αμφίβολο. Σε αυτό που κατά βάση στοχεύουν οι διατάξεις, είναι να διορθώσουν προβλήματα που ανέδειξε η δικαστηριακή πρακτική και θεωρία από την εφαρμογή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε σχετικά πρόσφατα. Όμως, ακόμα και αν δεχθούμε ότι κάποιες από τις ρυθμίσεις ενδέχεται να μειώσουν το φόρτο εργασίας των δικαστηρίων και κατ’ επέκταση, να επιταχύνουν την έκδοση αποφάσεων, θα πρέπει να δούμε την πραγματική αιτία του προβλήματος, αν θέλουμε να το αντιμετωπίσουμε ριζικά και στην ολότητά του. Οι υποθέσεις που εκδικάζουν τα διοικητικά δικαστήρια προέρχονται από διαφορές μεταξύ του δημοσίου και των ιδιωτών, οι οποίοι αναγκάζονται να προσφύγουν στα δικαστήρια για προστασία των δικαιωμάτων τους. Σε μία χώρα όπου τα φαινόμενα κακοδιοίκησης δεν φαίνεται να αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις, όπου η διοίκηση συχνά παρεκκλίνει από τη νομιμότητα και αντιμετωπίζει τον πολίτη μ’ ένα πνεύμα ευθυνοφοβίας και εχθρότητας, αφήνοντας ως μοναδική διέξοδο την προσφυγή στη Δικαιοσύνη -εξάλλου, είχαμε πρόσφατα την ευκαιρία να συζητήσουμε τα θέματα αυτά με αφορμή την ετήσια Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη- αποσπασματικές διατάξεις, όσο καλοπροαίρετες και αν είναι, δεν μπορούν να λύσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα. Παράλληλα, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στο πρόβλημα είναι η κακή ποιότητα της νομοθεσίας. Δαιδαλώδη νομοθετήματα, σκόρπιες διατάξεις, αντιφατικές μεταξύ τους, συχνά μεταβαλλόμενες ρυθμίσεις, τροπολογίες της τελευταίας στιγμής συχνά άσχετες με το κύριο αντικείμενο του νόμου αυξάνουν την ανασφάλεια δικαίου, τις πιθανότητες προσφυγής στα δικαστήρια από τους πολίτες, αλλά και τον ίδιο το χρόνο της ενασχόλησης των δικαστών για ερμηνευτική προσέγγιση και εν τέλει, έκδοση αποφάσεων. Όσον αφορά το πέμπτο κεφάλαιο του νομοσχεδίου, που αφορά θέματα του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτηρίων, θα ήθελα να αναφερθώ στην προβλεπόμενη δυνατότητα να αυξάνεται το ύψος του χρηματικού ποσού μετατροπής της ποινής και το ποσό να δίνεται κατά προτεραιότητα για την ανέγερση, επισκευή και συντήρηση δικαστικών μεγάρων και καταστημάτων κράτησης. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης η εκπόνηση και εφαρμογή μεγαλόπνοου και ευρείας κλίμακας προγράμματος για την κατασκευή καταστημάτων κράτησης, καθώς οι κρατούμενοι σε όλη τη χώρα είναι περί τις έντεκα χιλιάδες, ενώ η δυναμικότητα των φυλακών είναι λιγότερο από επτάμισι χιλιάδες άτομα. Δεν υπάρχει αμφιβολία, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι ο συνωστισμός κρατουμένων στα σωφρονιστικά καταστήματα οδηγεί σε συνθήκες αναξιοπρεπούς διαβίωσης, προσβολή των δικαιωμάτων και αναπαραγωγή παραβατικών συμπεριφορών. Εξάλλου, έχει αποτελέσει αντικείμενο κριτικής από διεθνείς Οργανισμούς και μη κυβερνητικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στο χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αποτελεί απλή επιβεβαίωση η πρόσφατη στάση κρατουμένων στις φυλακές της Κέρκυρας, που ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά παρόμοιων περιστατικών. Η απάντηση, όμως, της πολιτείας δεν μπορεί να είναι απλώς η δημιουργία περισσότερων φυλακών. Απαιτείται μία διαφορετική προσέγγιση στα ζητήματα αντιεγκληματικής πολιτικής, η οποία θα εστιάζει στην ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και στην εκπαίδευση, μία διαφορετική προσέγγιση που θα μεταθέτει το κέντρο βάρους, από την καταστολή και την επιβολή εξοντωτικών ποινών, στην πρόληψη και σε εναλλακτικούς τρόπους έκτισης των ποινών. Όσον αφορά τα επιμέρους άρθρα του νομοσχεδίου, θα περιοριστώ στα άρθρα 44 και 72, που θέτουν σοβαρά προβλήματα νομιμότητας. Αναφέρθηκε ήδη από τον εισηγητή μας ότι το άρθρο 44 δίνει τη δυνατότητα η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου να πάρει απόφαση μετά από διάσκεψη, στην οποία αρκεί να παρίστανται δεκαπέντε μέλη, στην περίπτωση της ελάσσονος συνθήκης και είκοσι εννέα στην περίπτωση της μείζονος από αυτά που είχαν συμμετάσχει στη συζήτηση της υπόθεσης, εφόσον τα ελλείποντα μέλη έχουν αποβιώσει ή αποχωρήσει από την υπηρεσία ή συντρέχει στο πρόσωπό τους σοβαρό κώλυμα. Και ενώ μπορεί να γίνει κατανοητή η πρόβλεψη για τα μέλη που έχουν αποβιώσει ή αποχωρήσει, προκειμένου να μην επιβραδύνεται η έκδοση της απόφασης με την επανασυζήτηση της υπόθεσης, η διάταξη γίνεται προβληματική με τα ελλείποντα μέλη που κωλύονται να παρευρεθούν. Η παρουσία στη διάσκεψη όλων των μελών που πήραν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης για την έκδοση της απόφασης, σε μείζονα, μάλιστα, ζητήματα, όχι μόνο αποτελεί συνταγματική υποχρέωση, σύμφωνα με την αρχή του νόμιμου δικαστή, αλλά εξασφαλίζει ότι όλοι οι δικαστές που έλαβαν άμεση γνώση της υπόθεσης και του αποδεικτικού υλικού, θα διατυπώσουν τη γνώμη τους στη διάσκεψη, θα προβάλουν επιχειρήματα, θα ανταλλάξουν απόψεις με τα υπόλοιπα μέλη και θα συνεπηρεάσουν την έκδοση της απόφασης. Αποτελεί ατυχή και συνταγματικά αστήρικτη επιλογή η πρόβλεψη αυτή, που επιπλέον δεν εξειδικεύει ποιο είναι αυτό το σοβαρό κώλυμα, που μπορεί να δικαιολογήσει απουσία μέλους από τη διάσκεψη, ανοίγοντας το δρόμο για ποικίλες ερμηνείες και εν τέλει, για υπόνοιες επηρεασμού στην τελική έκβαση των υποθέσεων. Τέλος, θα αναφερθώ στη διάταξη του άρθρου 72, που προβλέπει την πρόσληψη υπαλλήλων με ειδικούς διαγωνισμούς που θα διενεργούνται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, κατόπιν κοινής απόφασης με τους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών, χωρίς να ακολουθείται η διαδικασία του Α.Σ.Ε.Π.. Το τόνισαν και προηγούμενοι ομιλητές, όμως είναι πολύ σοβαρό. Το Α.Σ.Ε.Π. έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου, εφαρμόζοντας αδιάβλητες διαδικασίες προσλήψεων και προωθώντας την αξιοκρατία. Η συζήτηση που γίνεται τον τελευταίο καιρό και οι εξαγγελίες για ενίσχυση της διαφάνειας με κάθε κόστος, αποκατάσταση της χαμένης αξιοπιστίας του πολιτικού κόσμου στα μάτια των πολιτών και αποκομματικοποίηση της διοίκησης, φαντάζουν λόγος κενός και ευχολόγιο, όταν, αντί να ενισχύονται, εξακολουθούν και σήμερα να παρακάμπτονται οι ανεξάρτητες αρχές. Σας ευχαριστώ. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ευχαριστώ, γιατί τηρήσατε και το χρόνο. Ο συνάδελφός μας, ο Βουλευτής Μαγνησίας κ. Κώστας Καρτάλης, ζητεί άδεια ολιγοήμερης απουσίας στο εξωτερικό. Εγκρίνει η Βουλή; ΟΛΟΙ ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ: Μάλιστα, μάλιστα. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Συνεπώς, η Βουλή εγκρίνει τη ζητηθείσα άδεια. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχω την τιμή να ανακοινώσω στο Σώμα ότι τη συνεδρίασή μας παρακολουθούν από τα άνω δυτικά θεωρεία της Βουλής, αφού προηγουμένως ξεναγήθηκαν στους χώρους του Μεγάρου της Βουλής των Ελλήνων, μία ομάδα γονέων από τη Φλώρινα οι οποίοι συνοδεύουν τα παιδιά τους, μαθητές των Δημοτικών Σχολείων Ξυνού Νερού, Αμυνταίου και Αγίου Παντελεήμονα Φλώρινας. Η Βουλή τους καλωσορίζει. (Χειροκροτήματα από όλες τις πτέρυγες της Βουλής) Σήμερα είναι ημέρα νομοθετικής εργασίας και συζητάμε νομοσχέδιο αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Επανερχόμαστε στον κατάλογο. Το λόγο έχει ο Βουλευτής του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού κ. Άδωνις Γεωργιάδης. Ορίστε, κύριε Γεωργιάδη, έχετε το λόγο. ΣΠΥΡΙΔΩΝ-ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε. Τύχη αγαθή ότι είναι εδώ και τα παιδιά από το Αμύνταιο. Και η δική μου καταγωγή είναι από το Αμύνταιο. Σας καλωσορίζω, λοιπόν κι εγώ. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Οι συγκεκριμένοι είναι οι γονείς των παιδιών. Τα παιδιά ακολουθούν και σας παρακολουθούν. ΣΠΥΡΙΔΩΝ-ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Ακόμα καλύτερα. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Ακόμα καλύτερα, γιατί ψηφίζουν! ΣΠΥΡΙΔΩΝ-ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Μπράβο! Τους περιμένουμε και στην κάλπη! ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Δεν εκτίθεται ο κ. Γεωργιάδης στη Φλώρινα. Στην Αθήνα είναι υποψήφιος. ΣΠΥΡΙΔΩΝ-ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Ναι, αλλά ήταν πολύ ωραία η παρατήρηση! ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ναι, αλλά δεν είστε υποψήφιος στη Φλώρινα. Ας μην ανησυχούν οι τοπικοί υποψήφιοι. ΣΠΥΡΙΔΩΝ-ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Δεν έχει σημασία. Το κόμμα υπάρχει παντού, κύριε Πρόεδρε. Κύριε Υπουργέ, ξέρετε ότι εμείς στο Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό συνηθίζουμε να προσπαθούμε, η κριτική μας να είναι όσο γίνεται περισσότερο εποικοδομητική και να μην είναι στείρα αντιπολιτευτική, με τρόπο που ενοχλεί και τη συνάδελφό μου κ. Παπακώστα, η οποία πάντα είναι αντίθετη στη στείρα αντιπολίτευση. Και συμφωνώ σ’ αυτή τη θέση. Είναι αληθές ότι η στείρα αντιπολίτευση δεν κάνει καλό. Θα ξεκινήσω, λοιπόν, με μια πρώτη βασική αρχή, ότι φυσικά εμείς υπερψηφίζουμε επί της αρχής το νομοσχέδιο αυτό, γιατί πράγματι, όποιος έχει κατ’ ελάχιστον ζήσει την κατάσταση στα ελληνικά δικαστήρια, αντιλαμβάνεται ότι κάθε προσπάθεια να επιταχυνθεί το ζήτημα και να σταματήσει η ταλαιπωρία των πολιτών είναι μια κατάσταση, μια στάση, μια πρωτοβουλία, που μόνο θετικά μπορεί να την εκλάβει κανείς. Και επειδή θέλω να είμαι πολύ ειλικρινής, θα πω ότι είναι πράγματι δύσκολο για έναν Υπουργό Δικαιοσύνης στην Ελλάδα να βρει τον τρόπο να επιταχύνει την ελληνική δικαιοσύνη, δεδομένου ότι, όπως ξέρετε, είμαστε μάλλον ο πιο φιλοκατήγορος λαός του κόσμου, είμαστε λαός που έχει την αδυναμία του να βρίσκεται στα δικαστήρια. Πρέπει να σας πω ότι σε μια από τις πιο γνωστές κωμωδίες του Αριστοφάνους, τις «Νεφέλες», είναι σε κάποια στιγμή ο Σωκράτης πάνω στον Ικαρομένιππο, πετάνε ψηλά και λέει ο Σωκράτης: «Α, βλέπω από κάτω την Ελλάδα. Αστράφτει το Αιγαίο. Βλέπω και την Αττική. Σκάνε τα κύματα στο Σούνιο. Βλέπω και την Αθήνα». Του λέει ο Ερμής: «Πού αναγνωρίζεις την Αθήνα από τόσο ψηλά;» Και απαντά ο Σωκράτης: «Μα, πώς; Είναι γεμάτα τα δικαστήρια!» Δεν έχουμε, λοιπόν, αλλάξει έκτοτε. Είμαστε ο ίδιος λαός. Εγώ, όπως ξέρετε, είμαι οπαδός και της φυλετικής συνέχειας του έθνους έκτοτε και είναι ένα από τα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν, πόσο ίδιος λαός είμαστε και πόσο δεν αποτελούμε, αγαπητή κυρία Θάλεια Δραγώνα, προσμίξεις διαφόρων άλλων λαών, όπως κυρίως εσείς υποστηρίζετε. Θα ήταν ωραίο κάποτε να κάνουμε και μια τέτοια συζήτηση στο Κοινοβούλιο για το τι πράγμα είμαστε τελικώς. Θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Επί της ουσίας, λοιπόν, τα θετικά του νομοσχεδίου. Και η ιδέα τού να μπορείς, με ηλεκτρονικό τρόπο, να επιταχύνεις τη διαδικασία, είναι μια ιδέα σωστή, που μας βάζει στον 21ο αιώνα και η ιδέα της πρότυπης δίκης είναι μια ωραία ιδέα. Αλλά εδώ ξεκινάμε τις ενστάσεις. Θέλω να εκλάβετε τις ενστάσεις μας, όπως πραγματικά είναι, επειδή πιστεύω ότι οι άνθρωποι, με παιδεία κυρίως, διακρίνονται επειδή μπορούν να καταλάβουν, όταν κάποιος τους λέει κάτι καλοπροαίρετα ή όχι. Η πρότυπη δίκη είναι μια πολύ σωστή πρωτοβουλία, έχει όμως έναν κίνδυνο. Εάν είναι μια και άρα, δεν ξέρουμε, αυτή η επιλογή της μιας αυτής περιπτώσεως πού ακριβώς θα οδηγήσει, υπάρχει ο κίνδυνος -για να το πω λίγο λαϊκά- αυτή η μία περίπτωση «να πάρει στο λαιμό της» όλες τις άλλες χιλιάδες. Εμείς, λοιπόν, από το Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό σας προτείνουμε, αντί να είναι η πρότυπη δίκη μία, να είναι περισσότερες, να είναι δέκα. Από τις πολλές χιλιάδες ίδιες των περιπτώσεων να επιλέγονται δέκα περιπτώσεις, έτσι ώστε να διασφαλίζεται από το αποτέλεσμα αυτών των δέκα περιπτώσεων ότι πράγματι έχουμε να κάνουμε με χιλιάδες ομοειδείς περιπτώσεις και άρα, με αυτόν τον τρόπο να μην υπάρχει καμμιά αμφιβολία στον πολίτη. Μιας και μιλάμε εδώ για τα διοικητικά δικαστήρια, για τη διοικητική δικαιοσύνη, ειρήσθω εν παρόδω, φυσικά θα ήταν ευχής έργο να προχωρήσει σύντομα ανάλογη προσπάθεια και για τις υπόλοιπες μορφές της δικαιοσύνης, για τα αστικά και για τα ποινικά, γιατί κι εκεί οι υποθέσεις χρονίζουν κι οι ταλαιπωρίες είναι πάρα πολύ μεγάλες. Εμείς νομίζουμε -και εδώ, λοιπόν, είναι η πρώτη ένσταση- ότι θα ήταν καλό, κύριε Υπουργέ, να αυξήσετε τον αριθμό αυτού του δειγματοληπτικού, ας το πούμε έτσι, ελέγχου ορισμένων δικών, ώστε να εξασφαλισθεί η εγκυρότητα αυτής της διαδικασίας. (Στο σημείο αυτό την Προεδρική Έδρα καταλαμβάνει η Ε΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής κα ΒΕΡΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ) Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο έχουμε μία ένσταση και θέλω να τη δείτε με μια ευρύτητα νου, είναι το θέμα των παραβόλων στην έφεση παραδείγματος χάριν, που φτάνει το παράβολο να είναι 3.000 ευρώ. Προσέξτε ποιο είναι το πρόβλημα εδώ. Εάν είναι 3.000 ευρώ ανά δίκη, κάποιος ο οποίος έχει μια σειρά φορολογικών παραβάσεων και θέλει να προσφύγει στα διοικητικά … ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ-ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ: Όχι, κύριε συνάδελφε, δεν είναι έτσι. ΣΠΥΡΙΔΩΝ-ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Κυρία Παπακώστα, θα μιλήσετε και εσείς. Ας μη διαφωνούμε. Εδώ, όπως βλέπετε, έχουμε ένα πολύ ωραίο κλίμα σήμερα εποικοδομητικής αντιπολιτεύσεως, όπως σας αρέσει. Αν, λοιπόν, κάποιος έχει δέκα φορολογικές παραβάσεις στον έλεγχο και κάνει δέκα δίκες, θα πρέπει να δώσει παράβολο 30.000 ευρώ. Αυτό πραγματικά είναι εξοντωτικό για τον πολίτη και στην ουσία του στερεί το δικαίωμα να στραφεί στα διοικητικά δικαστήρια. Και εκεί νομίζω ότι μπορεί να γίνει μία παρέμβαση από σας, κύριε Υπουργέ ή μια διευκρίνιση, αν αυτό που λέμε δεν ισχύει, ώστε να μην υπάρχει στους πολίτες η εντύπωση ότι υφίσταται τέτοιο θέμα. Ένα τρίτο σημείο στο οποίο θέλω λίγο να σταθώ είναι το εξής: Σίγουρα χρειαζόμαστε περισσότερους δικαστές, ο φόρτος εργασίας είναι πάρα πολύ μεγάλος και φαντάζομαι ότι όλοι συμφωνούμε πως με τόσο μεγάλο όγκο δουλειάς, οι υπάρχοντες δικαστές θα πρέπει να δουλεύουν είκοσι οκτώ ώρες την ημέρα για να φέρουν εις πέρας την εργασία που έχουν. Άρα, πρέπει να έχουμε περισσότερους δικαστές, πρέπει να αυξηθεί το προσωπικό των δικαστηρίων. Αυτή, όμως, η ιδέα της προσλήψεως εκτός Α.Σ.Ε.Π., επειδή, δυστυχώς, ζούμε στην Ελλάδα και στην Ελλάδα ξέρετε … ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Γιατί, «δυστυχώς», κύριε συνάδελφε; ΣΠΥΡΙΔΩΝ-ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Ευτυχώς που ζούμε στην Ελλάδα, δυστυχώς για την προκειμένη περίπτωση. Έχετε δίκιο, κύριε συνάδελφε. Το διορθώνω. Ευτυχώς που ζούμε στην Ελλάδα, αλλά σ’ αυτή την Ελλάδα, στην ωραιότερη χώρα του κόσμου, υπάρχουν πολλά σημεία σκοτεινά και σκιώδη, τα οποία πρέπει να διορθώσουμε. Και ένα απ’ αυτά είναι ότι ο πολίτης έχει μια δικαιολογημένη καχυποψία ως προς την εξουσία ότι όταν μιλάμε για προσλήψεις, μιλάμε για ρουσφέτια. Και εδώ δράττομαι της ευκαιρίας να πω ότι ασφαλώς η δημιουργία του Α.Σ.Ε.Π. από τον Αναστάσιο Πεπονή -έναν πολιτικό που πιστεύω ότι όλοι σεβόμαστε, γιατί είναι ένα πρόσωπο πολύ ιδιαίτερου κύρους και ήθους- ήταν μια σημαντική τομή. Κάθε κίνηση, λοιπόν, εκτός αυτού του θεσμού έχει δυο κακά: το πρώτο είναι η καχυποψία του πολίτη «αμάν, είναι εκτός Α.Σ.Ε.Π., άρα, κάτι γίνεται» και το δεύτερο, το πρόβλημα ημών των Βουλευτών από όσους θα έρχονται στα γραφεία μας για να τους βάλουμε από το «παράθυρο». Νομίζω, λοιπόν, ότι κι εκεί θα πρέπει να γίνει μια διασφάλιση της εγκυρότητας όλης της διαδικασίας, όσο γίνεται καλύτερα. Σε κάθε περίπτωση, εμείς θα επιδοκιμάσουμε την πρωτοβουλία στο σύνολό της, διότι θέλουμε πάντοτε, όταν κάτι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, να το ενισχύουμε. Αλλά θα ήθελα να δείτε με μια περίσκεψη αυτές τις παρατηρήσεις μας. Κλείνοντας, στα τελευταία δευτερόλεπτα που έχω, θέλω, κύριε Υπουργέ και από το Βήμα αυτό να σας πω και εγώ, αυτό που σας είπε προηγουμένως και ο Πρόεδρός μου και φαντάζομαι πάρα πολλοί άλλοι από τον πολιτικό μας κόσμο, ότι όλη αυτή η υπόθεση Μπάγια, είναι μια υπόθεση, η οποία πλήττει το κύρος της ελληνικής δικαιοσύνης. Και ασφαλώς, η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και οι διαδικασίες είναι ανεξάρτητες και όλα αυτά τα καταλαβαίνουμε, αλλά νομίζουμε ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν μπορεί να μείνει σιωπηλός σ’ αυτό το θέμα. Η ιδέα ότι στην Ελλάδα του 21ου αιώνος έχουμε προσπάθεια φιμώσεως του λόγου ορισμένων ανθρώπων, είναι αποκρουστική και ζητούμε την παρέμβασή σας. Ευχαριστώ πολύ, κυρία Πρόεδρε. ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Βέρα Νικολαΐδου): Κι εγώ σας ευχαριστώ. Το λόγο έχει ο κ. Ελευθέριος Αυγενάκης. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΥΓΕΝΑΚΗΣ: Κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το παρόν σχέδιο νόμου αποτελεί μια σημαντική καινοτομία της Κυβέρνησης στο πλαίσιο της ευρύτερης προσπάθειας απλούστευσης της διαδικασίας διοικητικών υπηρεσιών και εξυπηρέτησης των πολιτών. Εισάγει καινοτόμες ρυθμίσεις για την επιτάχυνση των ρυθμών και τη μείωση του χρόνου για την απονομή δικαιοσύνης. Δημιουργεί ένα σύγχρονο και παράλληλα ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο πλαίσιο που διευκολύνει τις διαδικασίες και περιορίζει τον αριθμό των εκκρεμών υποθέσεων. Πρωταρχικός στόχος του σχεδίου νόμου είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης στον πρώτο και δεύτερο βαθμό, δηλαδή στα πρωτοδικεία και εφετεία, αποσκοπεί στη βελτίωση των υπηρεσιών και στην καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών. Κύριοι συνάδελφοι, είναι γνωστό σε όλους τους πολίτες το πρόβλημα των καθυστερήσεων στην εκδίκαση και έκδοση μιας απόφασης. Είναι σε όλους μας γνωστό το πρόβλημα της συσσώρευσης εκκρεμών υποθέσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ίδιου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, εκτιμάται ότι ο χρόνος που απαιτείται είναι: για την έκδοση πρωτόδικης απόφασης περίπου τα τρία χρόνια, για την έκδοση εφετειακής απόφασης περίπου ενάμισι έτος, ενώ για την έκδοση μιας απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας περίπου τα τέσσερα έτη. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο ζοφερή, αν συνυπολογίσουμε τις αναβολές είτε με την αίτηση του διαδίκου είτε με την έλλειψη χρόνου για την εκδίκαση της υποθέσεως. Το θέμα είναι εξαιρετικά κρίσιμο. Δεν είναι απλά διαδικαστικό, αλλά αγγίζει τον πυρήνα των συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων. Θα σταθώ συνοπτικά στις βασικές καινοτομίες του σχεδίου νόμου. Τα πρώτα τριάντα επτά άρθρα του νομοσχεδίου τροποποιούν διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Το άρθρο 1 αναπροσαρμόζει τα ποσά για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου. Η εκδίκαση των υποθέσεων στο Μονομελές Πρωτοδικείο ορίζεται στο ποσό των 20.000 ευρώ. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κύριοι συνάδελφοι, η εκδίκαση των διαφορών σε πρώτο βαθμό, αλλά και η εκδίκαση των σχετικών εφέσεων θα γίνεται από συνθέσεις Μονομελούς και όχι από Τριμελές, όπως απαιτούνταν μέχρι πρότινος. Έτσι, επιτυγχάνεται ο περιορισμός της διαδικασίας και βεβαίως, έχουμε τη μείωση του χρόνου εκδίκασης. Δεύτερον, αναπροσαρμόζονται τα όρια στα παράβολα της δίκης. Η αναπροσαρμογή αυτή είναι εύλογη και διατηρεί μία ισορροπία αφ’ ενός στην ανατροπή των διαδίκων να καταφεύγουν στην άσκηση επιπόλαιων και αστήρικτων βοηθημάτων και αφ’ ετέρου στον κίνδυνο αναγωγής της πρόσβασης σε πολυτελή διαδικασία. Τρίτον, αναπροσαρμόζεται το όριο του εκκλητού των αποφάσεων και προβλέπεται ότι οι διαφορές μικρού οικονομικού αντικειμένου δεν υπόκεινται σε έφεση. Τέταρτον, περιορίζεται η δυνατότητα των διαδίκων να ζητούν συνεχείς αναβολές. Μ’ αυτόν τον τρόπο, εκδικάζεται η υπόθεση και δεν παραμένει εκκρεμής για χρόνια. Πέμπτον, καταργούνται όλες οι διατάξεις υπέρ του δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου που αφορούν στην αναστολή εκτέλεσης τελεσίδικων αποφάσεων. Μ’ αυτή τη ρύθμιση αποθαρρύνεται το δημόσιο να καταφεύγει σε αιτήσεις αναιρέσεως, προκειμένου να καθυστερεί την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων. Ενδεχομένως, κυρίες και κύριοι, αυτή η ρύθμιση να είναι από τις ελάχιστες –αν όχι η μοναδική- που δεν μεριμνά υπέρ του δημοσίου. Και αυτό από μόνο του αποτελεί στοιχείο της φιλοσοφίας της Κυβέρνησης. Εμπιστευόμαστε τους πολίτες. Τους αντιμετωπίζουμε στη βάση της αρχής της ισότητας. Έκτον, σημαντική είναι η ρύθμιση για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αφού πλέον μπορεί ο διάδικος να αντιταχθεί στη χρήση και τη δημοσιοποίηση του ονόματός του, όσον αφορά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Έβδομον, η διάταξη του άρθρου 42 για την ηλεκτρονική δικαιοσύνη αποτελεί ουσιαστική καινοτομία για την ελληνική πραγματικότητα. Με το εν λόγω άρθρο, δίνεται η δυνατότητα της ηλεκτρονικής υποβολής και διακίνησης δικογράφων και δικαστικών εγγράφων, καθώς και της παρακολούθησης της πορείας της υποθέσεως. Έτσι, μειώνεται η γραφειοκρατία, επιταχύνονται οι διαδικασίες και περιορίζεται η ταλαιπωρία των διαδίκων και των δικηγόρων τους φυσικά. Όγδοον, η καθιέρωση του θεσμού της πρότυπης δίκης στο άρθρο 39 αποτελεί μία ακόμα σημαντική αλλαγή. Η συμβολή του θεσμού δεν περιορίζεται μόνο στην επιτάχυνση των διαδικασιών, αλλά περιορίζει το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Παράλληλα, απαλλάσσει τα πρωτοβάθμια κυρίως διοικητικά δικαστήρια από εκατοντάδες ένδικα μέσα ομοίου περιεχομένου. Οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις συμβάλλουν καθοριστικά στην άμεση απονομή της δικαιοσύνης, στην απλούστευση των διαδικασιών και στη μείωση του χρόνου για την έκδοση αποφάσεων. Θα ήθελα, κυρίες και κύριοι, να θίξω ένα σημαντικό θέμα που ταλανίζει και ταλαιπωρεί τους κατοίκους της Κρήτης. Πρόκειται για την ανάγκη δημιουργίας Εφετείου στο Ηράκλειο. Το θέμα άπτεται της σημερινής συζήτησης, αν και το παρόν νομοσχέδιο δεν εξετάζει θέματα χωροταξικής κατανομής των δικαστηρίων της χώρας. Θεωρώ, όμως, κύριε Υπουργέ, ότι οι ρυθμίσεις του παρόντος σχεδίου νόμου σε συνδυασμό με νομοθετική παρέμβαση για σύσταση νέων δικαστηρίων ή ανακατανομή των περιφερειών, θα συμβάλει καθοριστικά στην επίτευξη του στόχου: της άμεσης απονομής δικαιοσύνης. Το θέμα της δημιουργίας δεύτερου Εφετείου στο Ηράκλειο δεν απασχολεί μόνο την Κρήτη, αλλά ολόκληρο το νομό, πολύ περισσότερο το Υπουργείο και βεβαίως, την Κυβέρνησή μας. Η υφιστάμενη κατάσταση χαρακτηρίζεται από: σημαντικές καθυστερήσεις πολλών ετών στην εκδίκαση υποθέσεων και στην έκδοση αποφάσεων. Ο τεράστιος όγκος των υποθέσεων που προσφεύγουν στη δευτεροβάθμια κρίση, καθιστά αδύνατη την εκδίκαση, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση εκκρεμών υποθέσεων και την ουσιαστική αναίρεση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης. Κύριε Υπουργέ, οι αποστάσεις που καλούνται να διανύσουν οι διάδικοι και οι μάρτυρες για να φθάσουν στο Εφετείο είναι τεράστιες και πρωτοφανείς. Ενδεικτικά, αναφέρω ότι από τη Σητεία στα Χανιά είναι πεντακόσια χιλιόμετρα και πλέον. Από την Ιεράπετρα στα Χανιά είναι τετρακόσια χιλιόμετρα και πλέον, ενώ από τη Μεσσαρά στα Χανιά τετρακόσια χιλιόμετρα και πλέον. Το αποτέλεσμα είναι οι πολίτες, οι διάδικοι, οι δικηγόροι, οι μάρτυρες να αντιμετωπίζουν τεράστια ταλαιπωρία και υψηλό κόστος για τις μετακινήσεις. Αυτές οι αποστάσεις αυξάνουν σημαντικά το κόστος της δίκης. Τα έξοδα μετακίνησης είναι υπέρογκα. Οι ώρες εργασίας που χάνονται από τη δουλειά των διαδίκων είναι πολλές. Οι μάρτυρες δυσκολεύονται σε μεγάλο βαθμό να παραστούν στην εκδίκαση της υποθέσεως. Το κόστος της αμοιβής των δικηγόρων αυξάνεται σημαντικά. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αντιλαμβανόμαστε τη δραματική αύξηση του κόστους αυτού, αν η διαδικασία πρέπει να επαναληφθεί –κάτι που γίνεται στις περισσότερες των περιπτώσεων- για δεύτερη, τρίτη ή και τέταρτη φορά. Οι δυσκολίες που ανέφερα συνοπτικά, δημιουργούν τεράστια προβλήματα στην απονομή της δικαιοσύνης, με σημαντικές νομικές, αλλά και ηθικές προεκτάσεις. Και αυτό γιατί πολλοί εγκαταλείπουν τις υποθέσεις, προκειμένου να μην υποστούν όλη αυτήν την ταλαιπωρία ή γιατί οι μάρτυρες αδυνατούν να παραστούν για να καταθέσουν. Πρακτικά, παραβιάζονται ατομικά δικαιώματα. Δεν υπάρχει ουσιαστική δυνατότητα άμεσης πρόσβασης της δικαιοσύνης. (Στο σημείο αυτό κτυπάει το προειδοποιητικό κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή) Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν κομίζω γλαύκας στην Αθήνα, δεν λέω κάτι το καινούριο. Το αίτημα δημιουργίας Εφετείου στο Ηράκλειο είναι αρκετά παλαιό και έχει τη στήριξη της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων, της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, των Δικηγορικών Συλλόγων Λασιθίου και Ηρακλείου, σύσσωμης της τοπικής κοινωνίας της ανατολικής Κρήτης, αλλά και χιλιάδων πολιτών και επιχειρηματιών, ανεξάρτητα από το πού κατάγονται και πού μένουν. Έχουμε τις θετικές εισηγήσεις από τις επιτροπές του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ενδεικτικά, αναφέρω την Επιτροπή για τη σύσταση νέων δικαστηρίων το 2001, την Επιτροπή για τη χωροταξική κατανομή των δικαστηρίων της χώρας το 2006. Πρόσφατα, μάλιστα, κύριε Υπουργέ, όπως πολύ καλά γνωρίζετε, συνεδρίασε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία, ναι μεν έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα, αλλά κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει τους σαράντα εννέα δικαστικούς που πήραν θέση υπέρ της ίδρυσης του Εφετείου στο Ηράκλειο, έναντι επτά που είπαν «όχι». Επίσης, θα επισημάνω ότι η ίδρυση εφετείου στο Ηράκλειο δεν αποδυναμώνει το Εφετείο των Χανίων. Αντιθέτως, το ενισχύει. (Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή) Ένα λεπτό, κυρία Πρόεδρε. Διευκολύνει την εύρυθμη λειτουργία του και την επιτάχυνση στην εκδίκαση των υποθέσεων, αφού θα μοιραστεί ο όγκος. Έτσι, μειώνεται ο χρόνος αναμονής, δεν μετατρέπεται η προσφυγή στη δευτεροβάθμια δικαιοσύνη σε πολυτελή διαδικασία μόνο για τους οικονομικά εύρωστους. Διευκολύνει την προσέλευση των μαρτύρων, διατηρείται η αρχή της ισονομίας και, ταυτόχρονα, περιορίζεται η ταλαιπωρία των πολιτών. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σέβομαι τα Χανιά και την ιστορία τους. Σέβομαι τους μεγάλους πολιτικούς ηγέτες που ανέθρεψε η περιοχή των Χανίων. Τιμώ όλα όσα έχουν προσφέρει στην ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου. Δεν μπορεί, όμως, το θέμα του Εφετείου να χωρίζει την Κρήτη στα δύο. Αυτό το θέμα πρέπει να μας ενώνει, με γνώμονα την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών και την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Σε καμμία περίπτωση δεν θα στήριζα θέσεις που αποδυναμώνουν τα Χανιά. Κανείς –και πρώτος εγώ- δεν ζητώ την αποδυνάμωση των υπηρεσιών του Νομού Χανίων. Το αντίθετο μάλιστα! Και δεσμεύομαι ενώπιον του Κοινοβουλίου να στηρίξω τα αιτήματα του Νομού Χανίων. Δεσμεύομαι να καταβάλω κάθε προσπάθεια και να αγωνιστώ για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του Νομού Ηρακλείου, του Νομού Χανίων και ολόκληρου του νησιού μας. (Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή) Κύριοι συνάδελφοι, κλείνοντας,… ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Βέρα Νικολαΐδου): Έχει τελειώσει ο χρόνος σας προ πολλού, κύριε συνάδελφε. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΥΓΕΝΑΚΗΣ: Μισό λεπτό, κυρία Πρόεδρε. Έχω πει ξανά ότι μπορεί να εκλέγομαι στο Νομό Ηρακλείου, αλλά σκέπτομαι και πράττω πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα ως Κρητικός Βουλευτής. Κύριε Υπουργέ, θα αναμένω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την πρωτοβουλία σας για τη σύσταση νέων δικαστηρίων. Το παρόν σχέδιο νόμου θέτει καλές και γερές βάσεις. Πάνω σ’ αυτές, μπορούμε να χτίσουμε πολλά περισσότερα. Σας ευχαριστώ θερμά. ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Βέρα Νικολαΐδου): Το λόγο έχει ο κ. Γεώργιος Παπαδημητρίου. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Κυρία Πρόεδρε, λιγοστοί και αγαπητοί κύριοι συνάδελφοι, συζητείται σήμερα ένα πολύ σημαντικό για τους πολίτες νομοσχέδιο. Ένα νομοσχέδιο που επιχειρεί να δώσει απάντηση σ’ ένα παθολογικό σύμπτωμα που έχει εμπεδωθεί με τα χρόνια και έχει προσλάβει απίστευτες διαστάσεις. Σημειώσαμε στην Επιτροπή ότι ο Πρόεδρος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ένοιωσε ανακούφιση και αγαλλίαση όταν μπόρεσε πριν από ένα μήνα, να προσδιορίσει όλα τα εκκρεμή ένδικα μέσα που είχαν κατατεθεί σ’ αυτό το Δικαστήριο το 2003, με απτή προοπτική να γίνει η εκδίκασή τους το 2009 ή το 2010 και να εκδοθεί η σχετική απόφαση μετά την παρέλευση οκτώ και πλέον ετών από την κατάθεσή τους. Κύριε Υπουργέ, τουλάχιστον για το Πρωτοδικείο Αθηνών και τα άλλα μεγάλα διοικητικά πρωτοδικεία της χώρας, το πρόβλημα έχει προσλάβει απαγορευτικές διαστάσεις, που προσβάλλουν το πολίτευμα, τη Δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Και θα σας εξηγήσω γιατί. Στοιχειοθετείται, πέραν πάσης αμφιβολίας, παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και συγκεκριμένα, του κανόνα που έχει διαπλαστεί νομολογιακά, δηλαδή ότι η δικαστική προστασία πρέπει να παρέχεται εντός ευλόγου χρόνου. Αν αυτές οι υποθέσεις αχθούν κάποτε στο Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η χώρα μας θα καταδικαστεί –και το τονίζω- χωρίς καμμία αμφιβολία, για όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις, στις οποίες διαπιστώνεται, όχι μόνο υπέρβαση, αλλά ακραία υπέρβαση του ευλόγου χρόνου. Μ’ αυτά τα δεδομένα –νομίζω ότι το δέχεστε και εσείς, αλλά και όλοι, γιατί πρέπει να κάνουμε μια ειλικρινή συζήτηση σήμερα στη Βουλή. Ο αποδέκτης του κανόνα τουλάχιστον η πρωτοβάθμια, σε πάρα πολύ μεγάλη έκταση, διοικητική δικαιοσύνη έχει οδηγηθεί προ πολλού, και η κατάσταση επιδεινώνεται ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια- σε αρνησιδικία. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα φαινόμενο, το οποίο αντίκειται τόσο προς το συνταγματικό δικαίωμα της δικαστικής προστασίας, όσο και προς την υποχρέωση της πολιτείας να διασφαλίζει την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων, όσο φυσικά και προς την αρχή του κράτους δικαίου. Θα έκανα μία προέκταση, και προς την αρχή της αξιοπρέπειας κάθε ανθρώπου. Όποιος ισχυριστεί ότι μπορεί να συνάδει με την αξία του ανθρώπου μία πρακτική, η οποία οδηγεί στην εκδίκαση και στην έκδοση αποφάσεων μετά την παρέλευση οκτώ και εννέα χρόνων… ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΜΑΡΙΟΣ: Πρακτικά τι γίνεται, κύριε καθηγητά! Στην πράξη, πώς θα το διορθώσουμε; ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Θα σας πω αμέσως. Και σας ευχαριστώ που το θέτετε. Κάνω μία πολύ γενική προσέγγιση και δεν θα σχολιάσω επιμέρους διατάξεις. Αυτή, λοιπόν, είναι η πραγματικότητα, την οποία καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε με την πρωτοβουλία την οποία αναλάβατε. Κύριε Υπουργέ, πρέπει να σας πω -και πρέπει όλοι να σκεφτούμε και να δεχθούμε- ότι το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στη δικαιοσύνη, αλλά εντοπίζεται και διαχέεται σε όλες τις περιοχές της πολιτείας. Κατά κυριολεξία, είναι πρόβλημα οριζόντιο. Και εννοώ το εξής: Αν ισχύσουν οι ρυθμίσεις που εισηγείστε, θα έμενε κανείς με την εντύπωση ότι η χώρα μπορεί να οδηγηθεί στην επιτάχυνση της διοικητικής δικαιοσύνης. Όμως, αυτό δεν θα συμβεί. Θα σας εξηγήσω πολύ απλά τους λόγους για τους οποίους είναι αδύνατο, παρ’ όλες τις καλές προθέσεις σας, να συμβεί. Όπως έχει μορφοποιηθεί και εμπεδωθεί η λειτουργία των διοικητικών δικαστηρίων, αποκλείεται η εφαρμογή των διατάξεων που εισηγείστε να γίνει με τον τρόπο που υποθέτετε. Θα σας φέρω μόνο ένα απλό παράδειγμα. Πώς μπορούμε να αποδεχθούμε μία πρακτική, σύμφωνα με την οποία ένας δικαστικός λειτουργός οφείλει να διεκπεραιώσει ένα συγκεκριμένο αριθμό υποθέσεων κάθε χρόνο, ανεξαρτήτως αν οι υποθέσεις αυτές είναι απλή κατάργηση δίκης με σχεδόν μηδενική απασχόληση ή ανεξαρτήτως του ότι οι υποθέσεις είναι πανομοιότυπες και τα ζητήματα που τίθενται λύνονται για μια σειρά υποθέσεων; Πώς, με τα δεδομένα αυτά μπορούμε να αποδεχθούμε μία πρακτική, όπου ένας δικαστής οφείλει να διεκπεραιώσει ένα μόνο αριθμό υποθέσεων; Και άμα τη διεκπεραιώσει τους, «να σηκώνει τα χέρια»; Υπάρχουν φιλότιμοι δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι προσφέρουν πολύ πλέον της ποσόστωσης που τους αναλογεί. Όμως, υπάρχουν και πολλοί που θωρακίζονται σ’ αυτήν την πρακτική, η οποία έχει εμπεδωθεί. Ούτε με διορισμό επιπλέον δικαστών είναι δυνατόν να λυθεί το πρόβλημα με βάση την κατάσταση λειτουργίας των διοικητικών δικαστηρίων. Όμως, το πρόβλημα δεν περιορίζεται στη δικαιοσύνη. Επεκτείνεται στο νομοθέτη, στην Κυβέρνηση και στη Διοίκηση. Και επεκτείνεται στο νομοθέτη, γιατί παράγει σωρηδόν διατάξεις, οι οποίες συχνά είναι αμφίβολης συνταγματικότητας -εν επιγνώσει δε πολλές φορές- και οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν σωρεία δικών. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να διασκεδάσω την εντύπωση ότι ο Έλληνας είναι δικομανής. Δεν ξέρω αν μπορούμε να ενστερνιστούμε αυτή την εντύπωση. Πρέπει να σας πω -και να συμφωνήσουμε όλοι- ότι στην περιοχή της διοικητικής δικαιοσύνης ο Έλληνας δεν είναι δικομανής, διότι υπεραμύνεται της νομιμότητας. (Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή) Αν υπάρχουν αμφισβητήσεις νομιμότητας, αυτές ανάγονται και οφείλονται κυρίως στο νομοθέτη, στην Κυβέρνηση και τη Διοίκηση. Μπορεί να είναι δικομανής στην περιοχή της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά ποτέ στη διοικητική δικαιοσύνη. Κύριε Υπουργέ, μπορεί να προσπαθείτε φιλότιμα να μειώσετε την ένταση ενός προβλήματος, για το οποίο όλοι θα πρέπει να ντρεπόμαστε, αλλά δεν μπορείτε να δώσετε διέξοδο και λύση. Εσείς λύνετε με το δεξί σας το πρόβλημα και ο νομοθέτης, η Κυβέρνηση και η Διοίκηση με το αριστερό τους το επιτείνουν και το επιδεινώνουν. Θα σας φέρω μόνο ένα απτό παράδειγμα. Διερωτηθήκατε ποτέ πόσες ασφαλιστικές διαφορές θα γεννηθούν στην περιοχή τουλάχιστον της επικουρικής ασφάλισης με το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο και τι θα συμβεί με τη σώρευση αυτών των ενδίκων μέσων στα διοικητικά πρωτοδικεία της χώρας; Είναι σαν να λέμε περίπου και με απλά λόγια –που, αν θέλετε, είναι και ένα σχήμα ολίγον ρατσιστικό- «τον Αράπη και αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς». Πάρτε όσα μέτρα θέλετε. Εάν ο νομοθέτης, η Κυβέρνηση και η Διοίκηση γεννούν διαρκώς και ολοένα σε μεγαλύτερο βαθμό διαφορές, πώς θα μπορέσει η διοικητική δικαιοσύνη να αντιμετωπίσει το πρόβλημα; Και υπό βέλτιστες ακόμη συνθήκες, οι οποίες δεν υπάρχουν και δεν διαμορφώνονται ούτε με το σχέδιο νόμου που εισηγείστε, πώς θα μπορέσει να το αντιμετωπίσει; Κύριοι συνάδελφοι, πέρασε ο χρόνος. Θα ήθελα να ασχοληθώ και μ’ ένα άλλο θέμα, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ. Για λογαριασμό όλων μας θα έκανα μια έκκληση: Σκεφθείτε τους πολίτες που ταλαιπωρούνται για ταπεινά και εύλογα αιτήματα που αναφέρονται στον προσδιορισμό της σύνταξής τους, στην καταβολή ενός επιδόματος και στην επίλυση διαφορών που αναφέρονται κατ’ εξοχήν στις βασικές συνθήκες διαβίωσής τους και αναλογιστείτε την ταλαιπωρία που υφίστανται επί έτη, αναμένοντας πολλές φορές –αν επιβιώσουν- τη δημοσίευση της απόφασης για την υπόθεση που τους ενδιαφέρει. Πιστεύω ότι βρισκόμαστε πολύ μακριά από την επίλυση του προβλήματος. Με το σχέδιο νόμου που συζητούμε, φοβούμαι -και αυτό θα το δείτε σύντομα και λυπάμαι να πω έτσι είναι- ότι δεν επιταχύνεται η διοικητική δικαιοσύνη, αλλά επιχειρείται απλώς η επιβράδυνση της κατάρρευσης ενός συστήματος, το οποίο τείνει να οδηγήσει σε κατάρρευση, τουλάχιστον σ’ αυτόν τον κλάδο της δικαιοσύνης. Ευχαριστώ πολύ. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Βέρα Νικολαΐδου): Κι εγώ σας ευχαριστώ. Το λόγο έχει ο κ. Τζαβάρας. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ: Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρώ ότι ένα τόσο αξιόλογο σχέδιο νόμου αδικείται, όταν στις προσεγγίσεις που του γίνονται, κυριαρχεί η δραματοποίηση κάποιων καταστάσεων, τις οποίες καλά-καλά δεν έχουμε συνειδητοποιήσει απόλυτα. Διότι, όσο τραγική κι αν είναι η κατάσταση στο χώρο της ταχύτητας με την οποία απονέμεται το δίκαιο στη χώρα μας, εν τούτοις ακόμη και ο πιο κακόπιστος κριτής δεν θα πρέπει να είναι τόσο φειδωλός σε επαινετικά σχόλια γι’ αυτό ειδικά το σχέδιο νόμου. Το νομοσχέδιο αυτό, θα έλεγα ότι με τον τίτλο «επιτάχυνση» μία μόνο από τις αρετές του αποδίδει. Γιατί ενώ επιταχύνει τη διοικητική δίκη, θα μου επιτρέψει ο κύριος Υπουργός να πω ότι ταυτόχρονα την καθιστά πιο φιλική στον πολίτη, δηλαδή εγκαθιδρύει ένα σύστημα εκδημοκρατισμού της, και την εκσυγχρονίζει. Γιατί πράγματι ελέχθη μεν από κάποιους προλαλήσαντες συναδέλφους, αλλά, βεβαίως, δεν εστιάστηκε εκεί που θα έπρεπε το νόημα και η σημασία της διοικητικής διαδικασίας στα πλαίσια της δίκης, της δίκης που έχει ως αίτημα τη διάγνωση εννόμων συνεπειών του διοικητικού δικαίου. Πράγματι, σε αυτές τις περιπτώσεις των δικών, αντίπαλοι είναι οι πολίτες ή σχηματισμοί πολιτών ή ενώσεις πολιτών ή εν πάση περιπτώσει νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού χώρου με το κράτος, με νομικά πρόσωπα τα οποία ασκούν εξουσία κρατικής υφής. Εκεί, λοιπόν, για πρώτη φορά το Υπουργείο Δικαιοσύνης μετά από τόσες και τόσες παλινωδίες, τόσες και τόσες απόπειρες επιτάχυνσης της δίκης στο χώρο της πολιτικής ή ποινικής διαδικασίας έρχεται για πρώτη φορά να θεσπίσει μέτρα για την ομαλότερη και πλέον δημοκρατική λειτουργία αυτής της δίκης. Απλώς για όσους δεν έχουν τη δυνατότητα της πρακτικής τριβής με θέματα που έχουν να κάνουν με την εφαρμογή και την απονομή του δικαίου, θα ήθελα επιγραμματικά να πω ότι σε αυτές τις δίκες αυτό που διακυβεύεται είναι ο σεβασμός της αξιοπρέπειας του πολίτη, ο σεβασμός της αξιοπιστίας του και ο σεβασμός, βεβαίως, στην ιδιοκτησία του. Γιατί θα πρέπει να ξέρουμε ότι σε αυτές τις δίκες φορολογικής υφής ζητήματα, ασφαλιστικής υφής ζητήματα άγονται ενώπιον της δικαστικής κρίσης. Και εκεί, βέβαια, ο δικαστής θα πρέπει να είναι εκτός από φορέας του κύρους του δικαστικού και πολύ ευαίσθητος, ώστε να έχει ο πολίτης όσο πιο γρήγορα γίνεται την προσήκουσα δικαστική κρίση και τομή στην υπόθεση που άγεται ενώπιον της κρίσεώς του. Θα ήθελα δε –και επιμένω σε αυτό- να εξάρω τον τρόπο με τον οποίο σήμερα με αυτό το νομοσχέδιο καταργούνται οι αγκυλώσεις οι οποίες απετέλεσαν επί σειρά ετών τα μεγάλα προνόμια του δημοσίου στις δίκες όπου εμπλέκεται ως διάδικος. Και αυτά, βεβαίως, όπως το είπε ο κ. Κουβέλης, αλλά δεν το χρησιμοποίησε για το σωστό τρόπο που θα έπρεπε, είναι τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την παρέλκυση της δικαστικής διαδικασίας υπέρ των συμφερόντων του δημοσίου και κατόπιν παραγγελίας των εκπροσώπων του δημοσίου. Αυτός, λοιπόν, ο περιορισμός στη ατέλειωτη σειρά των αναβολών της διοικητικής δίκης που επιφέρει η νέα ρύθμιση είναι πράγματι ένα σημείο δημοκρατικής τομής. Είναι ένα μέσο εκδημοκρατισμού της διαδικασίας της δίκης. Όπως επίσης, πολύ σημαντικό μέσο εκσυγχρονισμού από την άλλη πλευρά είναι η ρύθμιση με την οποία προβλέπεται και καθορίζεται ο τρόπος της διακίνησης των δικογράφων μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων του κυβερνοχώρου. Αυτού του είδους, λοιπόν, οι διαπιστώσεις και μόνο είναι ικανές για να στηρίξουν τον έπαινο και όχι την κακόπιστη κριτική σε αυτό το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Όμως, σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και κάποιες άλλες κριτικές σκέψεις: Πράγματι, στη χώρα μας το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης νοσεί. Πραγματικά σε ορισμένες αναφορές και εκδηλώσεις του έχει φθάσει μέχρι του σημείου της αρνησιδικίας λόγω της ανεπίτρεπτα μεγάλης καθυστέρησης που παρατηρείται στον τρόπο της απονομής της δικαιοσύνης. Όμως, πριν απ’ όλα θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η δίκη έχει δύο παραδοχές: Η μία είναι η δίκη ως διαδικασία εν όψει έκδοσης συγκεκριμένης αποφάσεως που αποκαθιστά την τάξη στην κοινωνία. Γιατί αυτό σημαίνει δίκη και σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση είναι καινοτόμο το νομοσχέδιο, γιατί απαλλάσσει –κυριολεκτικά θα το πω- τη διαδικασία και την εξέλιξη αυτής της διοικητικής δίκης από τα εμπόδια που έχουν διαπιστωθεί στην πράξη ότι επιβραδύνουν την κατάληξή της στην έκδοση της απόφασης και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Όμως, δίκη είναι νοητή και υπό την έννοια του κοινωνικού θεσμού, δηλαδή του θεσμού ο οποίος έχει, με βάση συγκεκριμένες πολιτισμικές και συμβολικές πρακτικές, αντικαταστήσει τις σε φυσικό επίπεδο αντιπαραθέσεις των πολιτών με ένα μηχανισμό διαπάλης, ανταλλαγής επιχειρημάτων μεταξύ λογίων μεσαζόντων. Και αυτή ακριβώς η αντιπροσωπευτικότητα της δίκης είναι εκείνη που αποτελεί παράγοντα επιβολής και καθιέρωσης της κοινωνικής ειρήνης. Με αυτές τουλάχιστον τις σκέψεις –για να καταλήξω- θα ήθελα και εγώ να εισφέρω τη γνώμη μου για την παρατηρούμενη τελευταία πολύ μεγάλη επίθεση που γίνεται εναντίον της δικαιοσύνης από την πλευρά της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Μάλιστα, θα μου επιτρέψουν εκλεκτοί συνάδελφοι του χώρου της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να κρίνω ότι οι κατηγορίες πρόσληψης του κοινωνικού κόσμου που διαθέτουν για την προσέγγιση του φαινομένου του δικαίου μάλλον χρειάζονται επικαιροποίηση ή τουλάχιστον ανανέωση. Γιατί δεν νοείται σήμερα σε αυτό το σημείο της ιστορικής και πολιτισμικής ωρίμανσης που έχει φθάσει η χώρα μας να προσπαθούμε στόχους και διακυβεύματα του πολιτικού πεδίου να τους μεταφέρουμε αυτούσιους στο δικαστικό χώρο. Το λέω αυτό, εν πλήρει συνειδήσει, γιατί αυτό που προσπαθούν κάποιοι να κάνουν υπερασπιζόμενοι τον κ. Μπάγια, ο οποίος με όλο το σεβασμό που διαθέτω για το πρόσωπό του δεν είναι τίποτα άλλο από εκπρόσωπος μιας ένωσης σε συνδικαλιστική βάση προσώπων-λειτουργών, εν τούτοις αυτή ακριβώς η συμπεριφορά τους, του να αμύνονται δηλαδή άκριτα υπέρ των θέσεων του κ. Μπάγια, όταν μάλιστα είναι δεδομένο ότι κατεφέρθη κατά τρόπο καταφρονητικό κατά των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, τις οποίες τις χαρακτήρισε ως δόλιες, αυτή –επαναλαμβάνω και τελειώνω, κυρία Πρόεδρε- η συμπεριφορά δεν είναι απλώς ανοίκεια, αλλά είναι συμπεριφορά αποσταθεροποιητική των ισορροπιών που υπάρχουν και έχουν διαμορφωθεί από δεκαετίες στο χώρο της δικαιοσύνης. Στόχος της πολιτικής αναμφίβολα είναι ο μετασχηματισμός, η μεταβολή –αν θέλετε- του σχηματισμού δυνάμεων που έχει ισορροπήσει το πολιτικό παιχνίδι σε μια δεδομένη στιγμή. Στο χώρο, όμως, της δικαιοσύνης αυτό που διακυβεύεται δεν είναι τίποτα άλλο από τη διεκδίκηση του δικαιώματος της εκφοράς της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου, γιατί αυτό αφορά την κοινωνική ευταξία. Και σε αυτό ακριβώς όλοι θα πρέπει να είμαστε πολύ ευαίσθητοι. Σας ευχαριστώ. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας) ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Βέρα Νικολαΐδου): Κι εγώ σας ευχαριστώ. Το λόγο έχει τώρα η κ. Θεοδώρα Τζάκρη. ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΖΑΚΡΗ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι γνωστό ότι, αν η πολιτική δικαιοσύνη αποτελεί το καταφύγιο του πολίτη για την επίλυση των ιδιωτικών του διαφορών, η διοικητική δικαιοσύνη αποτελεί το καταφύγιό του για την προστασία του απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία. Ωστόσο, τα προβλήματα που ταλανίζουν την πολιτική και ποινική δικαιοσύνη εξακολουθούν να ταλανίζουν εξίσου και τη διοικητική δικαιοσύνη και αφορούν, κυρίως, στη μεγάλη καθυστέρηση στον προσδιορισμό και στην εκδίκαση των υποθέσεων, στο μικρό αριθμό των προβλεπόμενων οργανικών θέσεων, στην αδυναμία κάλυψης και αυτών ακόμη, λόγω του μικρού αριθμού των εισακτέων στην Εθνική Σχολή Δικαστών και στον εξαιρετικά μεγάλο όγκο των υποθέσεων που εισάγονται ετησίως προς κρίση στα διοικητικά δικαστήρια κάθε μορφής και βαθμού. Είναι εξαιρετικά δυσχερής η προσπάθεια του διοικητικού δικαστή να απονείμει δικαιοσύνη, δεδομένης της πολυνομίας που χαρακτηρίζει την ελληνική έννομη τάξη και της ιδιαίτερα ευνοϊκής αντιμετώπισης που οι εν γένει διοικητικοί νόμοι επιφυλάσσουν στη διοίκηση κατά τη συναλλαγή της με τον πολίτη. Και πώς θα είναι άραγε δυνατή η ορθή απονομή δικαιοσύνης για ένα δικαστή της διοικητικής δικαιοσύνης, όταν έκαστος αυτών καλείται να χειριστεί ένα μεγάλο αριθμό υποθέσεων κάθε μήνα με σοβαρά και δυσχερή στην ερμηνεία τους νομικά ζητήματα και με μεγάλο συχνά οικονομικό αντικείμενο; Εν όψει της ανωτέρω πραγματικότητας καθίσταται προφανής η αναγκαιότητα κατάρτισης ενός νέου νόμου για την επιτάχυνση της διοικητικής δικαιοσύνης, σε συνέχεια των προηγούμενων νομοθετημάτων που ψήφισε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. προς την κατεύθυνση αυτή για την ουσιαστική επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης στα διοικητικά δικαστήρια, με τρόπο που βοηθούσε και τον Έλληνα δικαστή στην επεξεργασία των υποθέσεων που του ανατίθεντο, αλλά και τον Έλληνα πολίτη στην υποβολή των σχετικών ένδικων βοηθημάτων. Θα σας θυμίσω ακόλουθα το ν.2721/99 με τον οποίο κυρώθηκε επιτέλους ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, με τον οποίο πραγματοποιήθηκε μια τομή στη διοικητική δικαιοσύνη και συνακόλουθα στην ελληνική κοινωνία, καθώς πλήθος ακυρωτικών υποθέσεων που μέχρι εκείνη τη στιγμή εκκρεμούσαν στο Σ.τ.Ε. μεταφέρθηκαν στα διοικητικά πρωτοδικεία –ως μόνα αρμόδια πλέον για την επίλυσή τους- και οι πολίτες είδαν επιτέλους τις υποθέσεις τους να δικάζονται. Ο νόμος αυτός μάλιστα έτυχε τόσο σοβαρής επεξεργασίας, ώστε και σήμερα ακόμη παραμένει σε ισχύ στις ουσιωδέστερες τουλάχιστον επιλογές του, ενώ διευρύνθηκε με το ν.2944/2001 που αντιλαμβανόμενος την επιτυχία που είχε η μεταφορά σειράς ακυρωτικών υποθέσεων, ήσσονος σημασίας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, διεύρυνε ακόμα περισσότερο αυτήν τη αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων. Γιατί δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η ουσία της δικαιοσύνης δεν είναι μόνο η έκδοση ορθής και δίκαιης δικαστικής απόφασης, αλλά και η έκδοση της εν λόγω απόφασης σύντομα, δηλαδή έγκαιρα ώστε να δοθεί λύση στο πρόβλημα του πολίτη, εντός ευλόγου προθεσμίας, όταν το πρόβλημα υφίσταται και δεν έχουν παγιωθεί ακόμη δυσμενείς και αναπότρεπτες για αυτόν καταστάσεις. Επειδή βέβαια η κοινωνία αλλάζει συνεχώς και οι υποθέσεις που απασχολούν τον Έλληνα πολίτη γίνονται όλο και περισσότερες και πιο ποικίλες και πολύπλοκες, έφθασε η ώρα της δικής σας Κυβέρνησης να αντιμετωπίσει με γνώμονα τη δική της πολιτική αντίληψη το ζήτημα της επιτάχυνσης των διαδικασιών της διοικητικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα. Πριν όμως εξετάσουμε τη νομοθετική επιλογή της Κυβέρνησης θα πρέπει να σημειώσουμε μια βασική παρατήρηση. Η διοικητική δικαιοσύνη έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό: Αφορά τις διαφορές του πολίτη με το κράτος και όχι τις διαφορές των πολιτών μεταξύ τους, πράγμα που σημαίνει ότι η δραματική αύξηση των υποθέσεων που εισάγονται προς κρίση στα διοικητικά δικαστήρια τα τελευταία χρόνια, δεν σηματοδοτεί μια αιφνίδια αύξηση της δικομανίας των Ελλήνων και της επιθετικότητάς τους απέναντι στην ελληνική πολιτεία, αλλά μια δυσλειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης και μια αυθαιρεσία στη συνδιαλλαγή της με τον πολίτη που αναγκάζει τον τελευταίο να αναζητάει καταφύγιο στη δικαιοσύνη, παρ’ όλο που γνωρίζει ότι αυτή είναι μια διαδικασία που θα κοστίσει ιδιαίτερα ακριβά στον ίδιο, σε αντίθεση με τη διοίκηση που έχει την πολυτέλεια, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, να δικάζεται ατελώς. Αν παρατηρήσει κάποιος άλλωστε το σύνολο των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται ετησίως, δικαιώνουν σε πολύ υψηλά ποσοστά τον πολίτη που καταφεύγει στη δικαιοσύνη έναντι του δημοσίου, πράγμα που καταδεικνύει ότι το δημόσιο έχει καταστεί άδικο, ασύδοτο και αυθαίρετο απέναντι στον Έλληνα πολίτη. Και έρχεται το προτεινόμενο νομοσχέδιο που με μια πλήθώρα διατάξεών του ουσιαστικά αποδίδει το πρόβλημα στην ταχύτητα απονομής των δικαστικών αποφάσεων στους δικομανείς Έλληνες πολίτες, που καταθέτουν σωρεία προσφυγών και αιτήσεων ακύρωσης και απασχολούν τη δικαιοσύνη, στους αμελείς και οκνηρούς δικηγόρους που ζητούν διαρκώς αναβολές, στους στρεψόδικους διαδίκους που ασκούν αβρόχοις ποσίν ένδικα μέσα και επιβαρύνουν και το δεύτερο βαθμό απονομής της δικαιοσύνης και στους λίγο πολύ αδιάφορους δικαστές που βολεύονται με τις αναβολές και διαιωνίζουν την κατάσταση αυτή. Αν θέλουμε όμως να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, πρέπει να αντιληφθούμε πρώτα ότι το πρόβλημα ξεκινά από τη διοίκηση και τη συνολική της τοποθέτηση απέναντι στον πολίτη. Αν η διοίκηση παραβιάζει τη νομιμότητα, είναι αδιανόητο να κατηγορούμε τον πολίτη που προσπαθεί να αμυνθεί. Αν εσείς ως Κυβέρνηση καταργείτε κάθε έννοια νομιμότητας στους διορισμούς των πολιτών το δημόσιο, διαστρεβλώνοντας ή καταστρατηγώντας τη διαδικασία του Α.Σ.Ε.Π. με τεχνάσματα όπως τα μόρια που συγκεντρώνονται με τη διαδικασία των συνεντεύξεων και μεθοδεύσεις αναλόγου είδους και βεληνεκούς, που έχουν πλημμυρίσει αυτήν τη στιγμή το δημόσιο ξανά με συμβασιούχους που διορίζονται από την πίσω πόρτα και μονιμοποιούνται με την πρώτη ευκαιρία, εφόσον οι προκηρύξεις που δημοσιεύονται τους φωτογραφίζουν για τις συγκεκριμένες θέσεις, πώς ζητάτε από τους πολίτες να μην καταφεύγουν στη δικαιοσύνη για να προστατευθούν από εσάς; Φταίνε οι πολίτες για τη δική σας ασυδοσία ή μήπως φταίνε επειδή αγωνίζονται να επιβιώσουν σ’ ένα κράτος που καταλύει κάθε έννοια νομιμότητας και αξιοκρατίας; Φταίνε οι πολίτες που οι προκηρύξεις για τα δημόσια έργα σκοντάφτουν μονίμως στα κομματικά συμφέροντα του κάθε νομάρχη, δημάρχου, κοινοτάρχη, με συνέπεια να παραλείπονται από τα έργα όσοι δεν εξυπηρετούν μικρά ή μεγαλύτερα κομματικά συμφέροντα; Αν δεν στραφούν άραγε οι άνθρωποι αυτοί στη δικαιοσύνη, τι άλλο τους μένει να κάνουν; Εάν θέλετε πράγματι να κατανοήσετε το πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, να εξετάσετε πρώτα τη φύση των διαφορών που εισάγονται ετησίως, τα τελευταία έτη τουλάχιστον, για εκδίκαση στα διοικητικά δικαστήρια, εκεί θα διαπιστώσετε πώς γενεσιουργός αιτία του προβλήματος δεν είναι η δήθεν δικομανής φύση του Έλληνα, αλλά η κακή λειτουργία της διοίκησης, που είναι συχνά εχθρική και άδικη απέναντι στον πολίτη. Και στη συνέχεια να εξετάσετε ποιες δυνατότητες έχουν δοθεί στην ίδια τη διοίκηση να θεραπεύσει δυσλειτουργίες που γεννώνται από τις συνδιαλλαγή της με τον πολίτη εξωδίκως, δηλαδή ενδοδιοικητικά, με τη διαδικασία εκδίκασης αιτήσεων θεραπείας και ενδικοφανών προσφυγών που ορθώς θεσπίστηκαν με το ν.2721/1999, υπέπεσαν όμως σε αδράνεια τα τελευταία έτη, επειδή η διοίκηση δεν απαντά επί των αιτήσεων θεραπείας και των ενδικοφανών προσφυγών στην προθεσμία που ο νόμος ορίζει, με αποτέλεσμα αυτές να απορρίπτονται σιωπηρά και να προσφεύγουν παραπέρα οι πολίτες στη δικαιοσύνη. Αν θέλετε πραγματικά να αντιμετωπίσετε το πρόβλημα στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, να φροντίσετε να ελέγξετε τη διοίκηση που παρανομεί προκλητικά εις βάρος του Έλληνα πολίτη, υπό τις ευλογίες σας και στα πλαίσια της άσκησης πολιτικής σας και εν συνεχεία να δυναμώσετε τους μηχανισμούς που είχαν θεσπιστεί με το ν.2721/99 και αναφέρομαι βεβαίως στην αίτηση θεραπείας και στην ενδικοφανή προσφυγή και να τους καταστήσετε ξανά ενεργούς, ώστε οι διαφορές του πολίτη με το δημόσιο να έχουν τη δυνατότητα να επιλυθούν εξωδίκως και να μην καταπνίγεται η διοικητική δικαιοσύνη με πλήθος υποθέσεων που θα είχαν επιλυθεί στα πλαίσια των αιτήσεων θεραπείας και των ενδικοφανών προσφυγών. Το παρόν νομοσχέδιο περιλαμβάνει διατάξεις όπως αυτή του άρθρου 10, η οποία εντάσσεται θα έλεγα στα πλαίσια μιας εισπρακτικής πολιτικής εφόσον καθιερώνεται ότι για την άσκηση της εφέσεως το διεκδικούμενο ποσό πρέπει να ξεπερνά το όριο των 5.000 ευρώ, με την οποία ουσιαστικά αρνείστε την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες, ή την επικίνδυνη διάταξη του άρθρου 39, στην οποία δεν ορίζεται με ποια κριτήρια ο Γενικός Επίτροπος θα επιλέξει μια συγκεκριμένη υπόθεση από τις χιλιάδες ομοειδείς που υπάρχουν και θα την εισάγει προς κρίση από τον πρώτο ως τον τελευταία βαθμό με σύντομη δικάσιμο. Ή το άρθρο 44, με το οποίο θεσπίζεται μια εξαιρετικά επικίνδυνη διάταξη που καταλύει την έννοια του φυσικού δικαστή, καθώς δίνει τη δυνατότητα στην τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου να δικάζει αντί με τα δεκαεπτά μέλη που προβλέπει ο νόμος, με τουλάχιστον δεκαπέντε μέλη, ώστε να μην καθυστερούν οι αποφάσεις αν δύο μέλη έχουν παροδικό κώλυμα. (Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας της κυρίας Βουλευτού) Θα ήθελα ένα λεπτό, κύριε Πρόεδρε, για να ολοκληρώσω. Ή το άρθρο 55 με το οποίο δίνεται η δυνατότητα να καλύπτεται η θέση του Γενικού Συντονιστή Επιτροπών ακόμη και από Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου για αόριστο διάστημα και ενώ ο Επίτροπος αυτός ούτε έχει κριθεί για να ασκήσει τα συγκεκριμένα καθήκοντα της θέσης αυτής, ούτε τίθεται ως προϋπόθεση η ύπαρξη των προσόντων αυτών στο πρόσωπό του. Όσο, λοιπόν, το παρόν νομοσχέδιο περιλαμβάνει διατάξεις όπως οι παραπάνω το θεωρούμε άτοπο, ελλιπές και κυρίως προσανατολισμένο σε εσφαλμένη κατεύθυνση και το καταψηφίζουμε όπως έχουμε πει όλοι οι συνάδελφοι μέχρι τώρα, εφόσον καμμία ουσιαστική πρόβλεψη δεν γίνεται για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος διοικητικός και πολιτικός δικαστής. Καμμία πρόνοια δεν λαμβάνεται για την ψήφιση ενός νόμου που θα εξασφαλίζει την πλήρη μηχανοργάνωση των διοικητικών υπηρεσιών στο σύνολο των Πρωτοδικείων της χώρας, τον ευπρεπισμό των κτηρίων των δικαστηρίων της χώρας, την πλήρη στελέχωση του γραμματειακού προσωπικού με υπαλλήλους που θα είναι γνώστες της τεχνολογίας… ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Βέρα Νικολαΐδου): Ολοκληρώστε, κυρία συνάδελφε, εξαντλήσατε το ένα λεπτό. ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΖΑΚΡΗ: Ολοκληρώνω, κυρία Πρόεδρε. Καθώς, επίσης και την αύξηση των προβλεπομένων οργανικών θέσεων των δικαστών, ώστε να μην εξαντλείται ένα πρωτοδικείο και οι δικαστές αυτού κάθε φορά που κάποιος συνάδελφός τους αιτείται και λαμβάνει αναρρωτική άδεια ή άδεια μητρότητας, αλλά επιχειρείται μόνο η χειραγώγηση της δικαιοσύνης προς όφελος της διοίκησης και σε βάρος των πολιτών. Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Βέρα Νικολαΐδου): Και εγώ σας ευχαριστώ. Το λόγο έχει τώρα η κ. Μαρία Σκραφνάκη. ΜΑΡΙΑ ΣΚΡΑΦΝΑΚΗ: Κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κανείς πιστεύω στην Αίθουσα αυτή δεν διαφωνεί ότι η πολιτεία πρέπει να θεσπίσει ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για τη βελτίωση και την επιτάχυνση απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. Κανείς δεν διαφωνεί ότι βρισκόμαστε, εξαιτίας των τεράστιων καθυστερήσεων στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, μπροστά στο φαινόμενο της αρνησιδικίας και για το λόγο αυτό, επιβάλλεται η άμεση λήψη μέτρων. Αυτή η πραγματικότητα αποτελεί την αφετηρία για την παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία πρέπει να σημειώσω ότι θα μπορούσε να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Κύριε Υπουργέ, τα προβλήματα της δικαιοσύνης είναι πολλά, οι υποδομές είναι άθλιες και υπάρχει μεγάλη έλλειψη σε δικαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους. Αρκεί μόνο να σας πω ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ηρακλείου δεν στεγάζεται μέσα στο Δικαστικό Μέγαρο, αλλά σε γραφεία δίπλα σε εμπορικά καταστήματα. Αλλού γίνονται οι συνεδριάσεις, αλλού είναι τα γραφεία. Ένα άλλο, επίσης, σοβαρό πρόβλημα είναι η έλλειψη Διοικητικού Εφετείου στο Ηράκλειο. Είναι βέβαια θετικό, κύριε Υπουργέ, και σας τιμά το γεγονός ότι κάνατε ερώτηση για γνωμοδότηση στον Άρειο Πάγο για την ίδρυση Πολιτικού Εφετείου στο Ηράκλειο. Πρέπει όμως, κύριε Υπουργέ, να προχωρήσετε και να εκδώσετε τη σχετική απόφαση για την ίδρυση του Πολιτικού Εφετείου στο Ηράκλειο, αγνοώντας τις πιέσεις που ασκούνται από πολιτικούς παράγοντες υψηλόβαθμους, όπως ο κ. Μητσοτάκης, κατά τις πληροφορίες μας. Η ίδρυση Εφετείου στο Ηράκλειο είναι ένα αίτημα δίκαιο, διαχρονικό, αιτιολογημένο επαρκώς, το έχουν δεχτεί όλοι οι δικαστές, το έχει δεχτεί ο Άρειος Πάγος. Αν γίνει, θα έχουμε ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και βεβαία θα εξυπηρετηθούν οι κάτοικοι του Νομού Ηρακλείου και του Νομού Λασιθίου. Γι’ αυτό, κύριε Υπουργέ, σας παρακαλούμε πάρα πολύ να προχωρήσετε και να πάρετε την πολιτική απόφαση. Είστε ο μόνος Υπουργός που στείλατε το ερώτημα στον Άρειο Πάγο, αλλά δεν αρκεί. Πρέπει να προχωρήσετε παραπέρα. Και βέβαια να προχωρήσετε και στην ίδρυση εν συνεχεία του Διοικητικού Εφετείου. Τα προβλήματα στον τομέα της δικαιοσύνης στο Ηράκλειο είναι πολλά, τα γνωρίζετε, τα έχω πει πολλές φορές στη Βουλή. Σας έχουν υποβληθεί αναφορές του Δικηγορικού Συλλόγου. Έχουμε καταθέσει οι Βουλευτές του Νομού ερωτήσεις για την ανέγερση του νέου δικαστικού μεγάρου -γιατί το σημερινό στεγάζεται στις πλέον ακατάλληλες εγκαταστάσεις- για την ανέγερση νέου σωφρονιστικού καταστήματος και τη στελέχωση και μετεγκατάσταση του Υποθηκοφυλακείου, που στεγάζεται κι αυτό σε ακατάλληλους και ανεπαρκείς χώρους. Κύριε Υπουργέ, οφείλετε να δώσετε προτεραιότητα στα θέματα των υποδομών στο Νομό μας, γιατί πραγματικά δεν τιμά κανέναν να διαιωνίζονται τα προβλήματα αυτά σε ένα Νομό με τόσο μεγάλη προσφορά στη χώρα και στην εθνική οικονομία. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το γεγονός ότι εκκρεμούν περίπου τριακόσιες ογδόντα χιλιάδες υποθέσεις στα Διοικητικά Δικαστήρια της χώρας και ότι μέσα στον τελευταίο μόνο χρόνο έχουμε αύξηση των εκκρεμών υποθέσεων κατά 11,35%, καταδεικνύει την έκταση της κακοδιοίκησης και των προβλημάτων που παράγει η διοίκηση και όχι η δικομανία των Ελλήνων. Γιατί η διοίκηση είναι αυτή που αυθαιρετεί και παραβιάζει τα νόμιμα δικαιώματα των πολιτών. Η Κυβέρνηση θα έπρεπε, λοιπόν, αν θέλει να πείσει ότι ενδιαφέρεται για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών, να ενισχύει τους θεσμούς εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, να ενδυναμώσει θεσμικά τις ενδικοφανείς επιτροπές της Δημόσιας Διοίκησης, να πατάξει την πολυνομία και να φροντίζουμε να ψηφίσουμε πιο σωστά και πιο άρτια νομοσχέδια, ώστε να μην παρίσταται η ανάγκη των πολιτών να προσφύγουν στη δικαιοσύνη. Αντί, λοιπόν, η Κυβέρνηση να θεραπεύσει το πρόβλημα εκεί που γεννιέται, εισηγείται μέτρα εισπρακτικής φύσης, που στην πραγματικότητα περιορίζουν το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας. Πιστεύω ότι είναι φυσικό ανθρώπινο δικαίωμα ο καθένας που νομίζει ότι αδικείται, να μπορεί να προσφύγει στη δικαιοσύνη χωρίς μεγάλη οικονομική επιβάρυνση. Και αναφέρομαι συγκεκριμένα στις διατάξεις του άρθρου 10 για την αύξηση των παραβόλων, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις επταπλασιάζονται, την αύξηση του ορίου για την άσκηση έφεσης στα 5.000 ευρώ, με την οποία στην ουσία τίθεται φραγή στο δικαίωμα της έννομης προστασίας του πολίτη και γενικά την αύξηση της δαπάνης της διοικητικής δίκης. Κύριε Υπουργέ, πιστεύω ότι η αύξηση των επιβαρύνσεων που επιβάλλονται με το παρόν νομοσχέδιο, είναι υπερβολική και απαγορευτική για τις ασθενέστερες οικονομικές τάξεις. Πιστεύω ότι θα πρέπει να τροποποιήσετε τα σχετικά άρθρα, γιατί θα οδηγηθούμε πλέον το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας να θεωρείται προνόμιο των οικονομικά ευκατάστατων κι αυτό θα είναι όπως αντιλαμβάνεστε ολέθριο για τους θεσμούς και τη δημοκρατία. Αναφορικά με το θεσμό της πρότυπης δίκης, την οποία καθιερώνετε με το άρθρο 39 του σχεδίου νόμου, πιστεύω ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει και στην Ελλάδα, όπως λειτουργεί στη Γερμανία και να δώσει λύσεις στην κατεύθυνση της ταχείας απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. Θεωρώ, όμως, ότι δεν παρέχονται τα εχέγγυα για την επιλογή των υποθέσεων με ιδιαίτερη νομική σημασία. Πιστεύω, κύριε Υπουργέ, ότι θα πρέπει να είναι πιο συγκεκριμένη η έκφραση που αναφέρεται στο άρθρο 39 και να διευκρινίζεται η έννοια του νομικού ζητήματος που παρουσιάζει μείζονα νομική σπουδαιότητα. Θα πρέπει κάπως να προσδιοριστεί. Ας οριστεί ως κριτήριο ο μεγάλος αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων με την ίδια νομική βάση. Επίσης πιστεύω ότι θα ήταν πιο ασφαλές την αρμοδιότητα αυτή να την ασκεί ένα συμβούλιο δικαστών, για παράδειγμα οι πρόεδροι των μεγαλύτερων Διοικητικών Πρωτοδικείων της χώρας, μαζί με το Γενικό Επίτροπο, οι οποίοι να κρίνουν την πραγματική νομική βάση και να έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την κατά προτεραιότητα εκδίκαση μιας απ’ όλες τις υποθέσεις και αυτή να αχθεί με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης συντομότατα στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να λυθεί αμετάκλητα το νομικό ζήτημα. Στο σχέδιο νόμου που συζητούμε υπάρχει μια διάταξη, η οποία είναι πρωτόγνωρη για τα νομικά χρονικά και με την οποία είμαι εντελώς αντίθετη. Αναφέρομαι στο άρθρο 44 με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα στην τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου να δικάζει αντί με δεκαεπτά μέλη που προβλέπει ο νόμος, με δεκαπέντε μέλη. Η ρύθμιση αυτή εκτός του ότι δεν οδηγεί σε επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Συνιστά παραβίαση του Συντάγματος, αφού μπορεί να γίνονται δίκες χωρίς την παρουσία του εισηγητή ή φυσικού δικαστή. Κύριε Υπουργέ, πιστεύω ότι πρέπει οπωσδήποτε να αποσύρετε τη διάταξη αυτή. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι γνωστό σε όλους μας ότι έχει πληγεί το κύρος της δικαιοσύνης και εν προκειμένω της διοικητικής δικαιοσύνης. Ένας από τους λόγους είναι ότι δεν εξασφαλίζεται η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων από τη διοίκηση. Πιστεύω ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ενίσχυσης της εκτελεστότητας των τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων με τη θέσπιση διατάξεων και κυρώσεων κατά των αρμόδιων διοικητικών οργάνων που δεν εκτελούν τις δικαστικές αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Κύριε Υπουργέ, αν αποσύρατε ή τροποποιούσατε τα άρθρα τα οποία προηγουμένως σας ανέφερα, όπου διατυπώθηκαν οι διαφωνίες και από τον εισηγητή μας, θα ψήφιζα το παρόν σχέδιο νόμου και επί της αρχής. Σας ευχαριστώ. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Βέρα Νικολαϊδου): Και εγώ σας ευχαριστώ. Το λόγο έχει η κ. Φεβρωνία Πατριανάκου. ΦΕΒΡΩΝΙΑ ΠΑΤΡΙΑΝΑΚΟΥ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι το τρίτο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης που καλούμαστε να επεξεργαστούμε μέσα στην τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο. Αποτελεί σαφή απόδειξη ότι η βασική επιλογή και του Υπουργού και της Κυβέρνησης είναι η εμπέδωση κράτους-δικαίου, δίνοντας αφ’ ενός μεν στην ελληνική δικαιοσύνη τη δύναμη να ξεπεράσει χρόνιες αδυναμίες και στρεβλώσεις, αφ’ ετέρου δε να διασφαλίσει στον Έλληνα πολίτη το αναφαίρετο δικαίωμά του για ορθή και ταχεία δίκη. Έχουμε κατ’ επανάληψη αναφερθεί σ’ αυτήν την Αίθουσα για τα προβλήματα που συσσώρευσαν στη δικαιοσύνη αναποτελεσματικές πολιτικές την προηγούμενη εικοσαετία: Η διαχρονική αύξηση του χρόνου εκδίκασης των αστικής φύσης υποθέσεων. Ο μεγάλος χρόνος που χρειάζονται οι δικαστές για να εκδώσουν μια απόφαση και η ελλιπής γραμματειακή και τεχνολογική υποστήριξή τους. Οι ανεπαρκείς δικαστές. Οι συχνές αναβολές. Η συνεχής αύξηση του ρυθμού των εφέσεων ιδίως στη διοικητική δικαιοσύνη, που αγγίζουν πλέον το 30% των πρωτοβάθμιων αποφάσεων. Θυμίζω ότι οι υποδειγματικοί ρυθμοί εφέσεων θεωρούνται διεθνώς αυτοί που κινούνται στο 5% επί των πρωτοβαθμίων αποφάσεων. Τα αποτελέσματα των παραπάνω αδυναμιών αποτυπώνονται στους αριθμούς της τρέχουσας καθημερινότητας. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, εκκρεμούν τριακόσιες ογδόντα δύο χιλιάδες υποθέσεις, εκ των οποίων πάνω από τριάντα χιλιάδες είναι στα Διοικητικά Εφετεία. Αυτή είναι η πραγματική απειλή για το κράτος-δικαίου. Η κατάρρευση δηλαδή της δικαιοσύνης κάτω από την αδυναμία της, να ανταποκριθεί στο ρόλο της. Οφείλετε, λοιπόν, συνάδελφοι της Αντιπολίτευσης αντί καθημερινά να επιτίθεστε και να επιχειρείτε εκφοβισμό των μη αρεστών λειτουργών της δικαιοσύνης, να σταθείτε αλληλέγγυοι στην προσπάθεια απελευθέρωσης της ελληνικής δικαιοσύνης από τις αδυναμίες και τις παθογένειές της. Το παρόν νομοσχέδιο αφορά κατά κύριο λόγο τη διοικητική δικαιοσύνη, η οποία αποτελεί την αρχή προστασίας των πολιτών έναντι πιθανής κρατικής αυθαιρεσίας, αδιαφορίας και αμέλειας. Οι στόχοι του εξεταζόμενου νομοσχεδίου είναι η αναβάθμιση του κύρους του θεσμού, η διασφάλιση του δικαιώματος των πολιτών στην ταχεία δίκη, η διευκόλυνση του έργου των λειτουργών της δικαιοσύνης. Οι πολίτες επωφελούνται πρώτον, από το θεσμό της πρότυπης δίκης με τον οποίο παρέχεται η δυνατότητα στο Γενικό Επίτροπο της επικράτειας στα διοικητικά δικαστήρια, να ζητά να προσδιορίζονται κατά προτεραιότητα υποθέσεις μείζονος σημασίας όπου ανακύπτουν νέα νομικά ζητήματα ή αντίστοιχα μεγάλες στον αριθμό εκκρεμείς υποθέσεις. Το δικαστήριο υποχρεούται εντός τεσσάρων μηνών να εκδίδει απόφαση. Οι αντιδράσεις της Αντιπολίτευσης στη συγκεκριμένη καινοτόμο διάταξη μόνο υποκριτικές μπορούν να χαρακτηρισθούν διότι και τα πρωτοβάθμια δικαστήρια απαλλάσσονται από μεγάλο φόρτο εργασίας, αλλά και οι πολίτες μέσα σε συντομότατο χρόνο θα λύνουν οριστικά υποθέσεις τους ενώ μέχρι τώρα ταλαιπωρούνται μέχρι και δέκα χρόνια. Δεύτερον, την εκτέλεση σε βάρος του δημοσίου των τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων. Σύμφωνα με εκθέσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, αλλά και του τριμελούς συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου -το οποίο είναι επιφορτισμένο με τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις τελεσίδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου- το Δημόσιο με διάφορες δικαιολογίες και προσχήματα αρνείτο να εφαρμόσει ακόμη και τελεσίδικες αποφάσεις ιδίως σε θέματα αναδρομικών αποδοχών και συντάξεων. Δεν αναγνώριζε και δεν εκτελούσε τίτλους όπως διαταγές πληρωμής, προσωρινές διαταγές, πρακτικά αποφάσεων για δικαστικά έξοδα. Προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να παρατείνει τις εκκρεμότητες που είχε με τους πολίτες, ελπίζοντας ότι οι απαιτήσεις τους είτε θα παραγραφούν είτε θα απωθηθούν στο αβέβαιο μέλλον με αβέβαιη κατάληξη. Δεν κατέβαλε με τόκο βεβαιωμένες οφειλές του με αποτέλεσμα να έχει καταδικαστεί η χώρα μας στο ευρωπαϊκό δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η εφαρμογή της παρούσας ρύθμισης, δηλαδή η εκτέλεση των τελεσίδικων αποφάσεων σε βάρος του δημοσίου αποτελεί στοιχείο της επανίδρυσης του κράτους με βάση τις αρχές του δικαίου που οφείλουν να διέπουν μια σύγχρονη πολιτεία. Όσον αφορά περισσότερες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου προς όφελος του πολίτη αλλά και στις διατάξεις με βάση ανθρωπιστικό περιεχόμενο, θα αναφερθούμε αναλυτικά στην κατ’ άρθρο συζήτηση που θα ακολουθήσει. Κορυφαία όμως παρέμβαση που επιχειρείται με το παρόν νομοσχέδιο και αποτελεί το άνοιγμα της ελληνικής δικαιοσύνης στον 21ο αιώνα, αποτελεί... ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Βέρα Νικολαΐδου): Κυρία Πατριανάκου, με συγχωρείτε που σας διακόπτω, αλλά είναι ενιαία η συζήτηση. ΦΕΒΡΩΝΙΑ ΠΑΤΡΙΑΝΑΚΟΥ: Νομίζω, όμως, ότι θα ακολουθήσει δευτερολογία, οπότε θα τοποθετηθώ εκεί. Δεν προλαβαίνω, ο χρόνος είναι αδυσώπητος, κυρία Πρόεδρε. Κορυφαία, λοιπόν, παρέμβαση, που επιχειρείται με το παρόν νομοσχέδιο και αποτελεί το άνοιγμα της ελληνικής δικαιοσύνης στον 21ο αιώνα αποτελεί η καθιέρωση του θεσμού της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης (e-justice). Παρέχεται η δυνατότητα διακίνησης όλων των εγγράφων και δικογράφων, η εξέταση των μαρτύρων και των διαδίκων καθώς και η παρακολούθηση της πορείας της υπόθεσης μέσω διαδικτύου. Η αυθεντικότητα των δικογράφων εξασφαλίζεται μέσω της ηλεκτρονικής σφραγίδας του δικηγόρου που τον ταυτοποιεί. Έκθεση της επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή του Κανονισμού 1206/2001 αναφέρει ότι το δυναμικό που προσφέρεται από τις σύγχρονες τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες και κυρίως την τηλεδιάσκεψη η οποία αποτελεί σημαντικό μέσο για την απλούστευση και την επιτάχυνση της αποδεικτικής διαδικασίας, δεν χρησιμοποιείται ακόμη επαρκώς. Η Επιτροπή για το σκοπό αυτό, μεταξύ άλλων, ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να εφοδιάσουν τα δικαστήριά μας με τα απαραίτητα μέσα για τη διεξαγωγή τηλεδιασκέψεων. Η σημασία της περαιτέρω προώθησης της «ηλεκτρονικής δικαιοσύνης» τονίστηκε και από το Συμβούλιο κατά τη συνεδρίασή του στις 12 και 13 Ιουνίου του 2007, αλλά και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στη Βρετανία σήμερα ο πολίτης μπορεί να καταθέσει μία αγωγή για αστική διαφορά μέσω διαδικτύου, οποιαδήποτε στιγμή του εικοσιτετραώρου και να παρακολουθήσει την εξέλιξή της. Σε εννέα τουλάχιστον χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ηλεκτρονική διεξαγωγή των δικών είναι ισχύον δίκαιο και τρέχουσα δικαστική πρακτική με την προϋπόθεση βέβαια της συναίνεσης όλων των διάδικων πλευρών. Κατά συνέπεια στη χώρα μας οι απασχολούμενοι στο χώρο της δικαιοσύνης που μέχρι πρόσφατα αντιμετώπιζαν τα παραπάνω σκωπτικά ή ως πρακτικά αδύνατα, είναι πλέον αντικειμενικά υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα στο επιχειρούμενο άλμα της ελληνικής δικαιοσύνης. Η επίλυση των δικαστικών διαφορών δια μέσου e-mail και τηλεδιάσκεψης αποτελούν μια σύγχρονη πραγματικότητα που απαιτεί να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για την υλοποίηση μιας φιλόδοξης και ρεαλιστικής πολιτικής. Τέλος, θεσμοθετείται το δικαίωμα της πλήρους διασφάλισης των στοιχείων της ταυτότητας των διαδίκων με τη χρησιμοποίηση κωδικών ψηφίων ή αριθμών προκειμένου να προστατευθούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Η παραπάνω ρύθμιση συναρτάται και με την εφαρμογή της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τελειώνοντας, θέλω να πω ότι κανείς δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία στο μέλλον ούτε με στείρα αντιπαράθεση και μηδενισμό μπορεί να συμβάλει στη δημόσια διαμόρφωση μιας νέας πραγματικότητας, όπου ο πολίτης θα μετέχει ενός δίκαιου και αποτελεσματικού κράτους. Κάθε νομοθετική μας προσπάθεια, μάς φέρνει πιο κοντά στον επιδιωκόμενο για τους πολίτες στόχο και έχετε δύο επιλογές: Ηχηρά απόντες ή δημιουργικά παρόντες και συμμετέχοντες. Σας ευχαριστώ. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας) ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Βέρα Νικολαΐδου): Και εγώ σας ευχαριστώ. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχω την τιμή να ανακοινώσω στο Σώμα ότι τη συνεδρίασή μας παρακολουθούν από τα άνω δυτικά θεωρεία της Βουλής, αφού προηγουμένως ξεναγήθηκαν στους χώρους του Μεγάρου της Βουλής των Ελλήνων, δεκαπέντε μαθητές και μαθήτριες και τέσσερις συνοδοί δάσκαλοι από το Δημοτικό Σχολειό Αγίου Παντελεήμονα Φλώρινας, καθώς και είκοσι μαθήτριες και μαθητές και πέντε συνοδοί δάσκαλοι από το Δημοτικό Σχολείο Ξινού Νερού Αμυνταίου Φλώρινας. Η Βουλή τους καλωσορίζει. (Χειροκροτήματα απ’ όλες τις πτέρυγες της Βουλής) Ο κ. Αναστάσιος Καραμάριος έχει το λόγο. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΜΑΡΙΟΣ: Δεν θα μιλήσω πολύ επί της αρχής, διότι με κάλυψαν οι αξιότιμοι κύριοι συνάδελφοί μου και η εισηγήτριά μας και πολύ περισσότερο ο τελευταίος ομιλητής ο κ. Τζαβάρας. Θα ήθελα, όμως, επειδή συζητάμε για ένα νομοσχέδιο που λέγεται «Βελτίωση και επιτάχυνση των διαδικασιών της δίκης» και ιδίως στα διοικητικά δικαστήρια, να πω στους αξιοτίμους κυρίους συναδέλφους και ιδιαίτερα στο φίλο μου τον κ. Παπαδημητρίου ότι πρέπει να πούμε ορισμένα πράγματα για να μας ακούσει ο κόσμος επειδή μιλάμε πρακτικά εδώ, προκειμένου να διορθώσουμε κάποια νομοσχέδια. Οι δίκες στα δικαστήρια είναι πρωτόδικες, όπου βγαίνει η οριστική απόφαση, το εφετείο που βγαίνει η τελεσίδικη και ο Άρειος Πάγος ή το Συμβούλιο Επικρατείας που βγαίνει η αμετάκλητη απόφαση. Είναι, λοιπόν, γνωστό ότι στα διοικητικά δικαστήρια οι περισσότερες υποθέσεις όταν τις χάνει το δημόσιο, διότι συνήθως ο πολίτης αμύνεται εναντίον αυθαιρεσιών της διοίκησης ή κακοδιοίκησης, όπως θέλετε πείτε το, ασκεί μία αναίρεση ή προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας και εκκρεμεί η απόφαση. Έρχεται, λοιπόν, αγαπητέ μου κύριε Παπαδημητρίου το άρθρο 37 και τι λέει; Παύει το προνόμιο του δημοσίου και των νομικών προσώπων του δημοσίου δικαίου και απ’ αυτήν τη στιγμή στα δικαστήρια δεν έχουν πλέον δικαίωμα να το επικαλείται. Τι συμβαίνει μ' αυτό για να μας ακούσει ο κόσμος; Όσοι έχουν εκκρεμείς υποθέσεις από δω και πέρα πρέπει να ξέρουν ότι μόλις τελειώνει η τελεσίδικη απόφαση του εφετείου που είναι στην περιφέρεια, πάει αμέσως και εισπράττει τα λεφτά του ή παύει την αντιδικία με το δημόσιο. Δεν είναι αυτό βελτίωση της δικαιοσύνης των διοικητικών δικαστηρίων; Δεν σας αρκεί αυτή η διάταξη και μόνο που αυτήν τη στιγμή κόπτεσθε υπέρ του πολίτη και της διαδικασίας της διοικητικής όταν αυτήν τη στιγμή ξέρουμε ότι εκκρεμούν χιλιάδες υποθέσεις στον Άρειο Πάγο και στο Συμβούλιο της Επικρατείας; Και ερχόμαστε εμείς εδώ και λέμε ότι δεν έχει πλέον προνόμιο το δημόσιο και το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου! Δεν υπάρχει, λοιπόν, από σας ευθύτητα, εντιμότητα, πείτε το όπως θέλετε, θάρρος να πείτε ναι, πράγματι γίνεται επιτάχυνση της δικαιοσύνης; Μόνο μία παρατήρηση. Οι εκκρεμείς υποθέσεις που είναι στον Άρειο Πάγο ή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αύριο το πρωί, μετά την ισχύ του νόμου, τι θα γίνουν; Θα έχουν αναδρομική ισχύ; Δηλαδή, θα παύσουν να εκκρεμούν στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στον Άρειο Πάγο; Δηλαδή, στην περίπτωση που το δημόσιο άσκησε αναίρεση ή προσφυγή, δεν θα έχει το δικαίωμα κάποιος να επικαλεστεί τη διάταξη; Δείτε το αυτό και πρέπει να εξειδικεύσετε ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή και για τις εκκρεμούσες υποθέσεις στον Άρειο Πάγο ή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, διότι είναι υποχρεωτικό να το μνημονεύσετε. Έρχομαι τώρα σε άλλο πρακτικό θέμα. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι η καλύτερη απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης είναι και η περιφερειακή οργάνωση των διοικητικών δικαστηρίων. Φοβούνται να το πουν ορισμένοι συνάδελφοι, αλλά οι εκκρεμότητες δεν είναι μόνο από την κακή διοίκηση ή την οργάνωση των δικαστηρίων, είναι και από τη νοοτροπία ορισμένων δικαστών που δεν θέλουν να εκδώσουν αποφάσεις σύντομα. Να τα λέτε αυτά, κύριε Παπαδημητρίου. Τα λέτε «καθηγητικά». Ήρθατε, όμως, στη Βουλή και πρέπει να τα λέτε από μέρους του πολίτη, να προστατεύσουμε τους πολίτες. Δεν μπορεί, δηλαδή, για μία υπόθεση που καταθέτεις αύριο το πρωί να περιμένεις από το δικαστή να σου βγάλει απόφαση σε δώδεκα μήνες, όταν μπορεί να τη βγάλει σε τρεις μήνες. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Έχω υπόθεση…. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΜΑΡΙΟΣ: Έχετε υπόθεση, αλλά τώρα βλέπετε ότι σας αφαιρούμε διαδικασία. Έρχομαι στο άρθρο 43 για την αύξηση οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών. Λέτε κατ’ αρχήν αύξηση των θέσεων των Εφετών. Δεν εξειδικεύετε ποιων Εφετών. Διοικητικών, Ποινικών ή Πολιτικών Δικαστηρίων; Και σας είπα ότι χρειάζεται αύξηση των ποινικών δικαστών και αντιεισαγγελέων στις έδρες μας. Το Εφετείο Δωδεκανήσου στερείται δεύτερου αντιεισαγγελέα τουλάχιστον και είναι λειτουργικό πρόβλημα. Σας τα είπαν και με υπόμνημα οι ενδιαφερόμενοι. Πάμε στο άρθρο 46. Εδώ λέτε, κύριε Υπουργέ, ότι τοποθετούνται κτηματολογικοί δικαστές και αναπληρωματικοί. Σας είπα και στην επιτροπή ότι δεν υπάρχει Κτηματολόγιο στην Ελλάδα. Όσο και να θέλουμε εμείς τόσα χρόνια που μιλάμε, η Εθνική Αντιπροσωπεία, Κτηματολόγιο ακόμη δεν κάναμε. Λειτουργούν, λοιπόν, δύο –σας είπα ότι μας τα κληρονόμησαν οι Ιταλοί- της Ρόδου και της Κω. Εκεί πρέπει στο τέλος να προστεθεί μία διάταξη «Ειδικά για τα Κτηματολόγια Ρόδου και Κω θα καθοριστεί με απόφασή σας ο τρόπος και η διαδικασία πρόσληψης μόνιμων δικαστών με τον αναπληρωτή τους». Θέλετε να προσθέσετε «σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του ισχύοντος Κτηματολογικού Οργανισμού»; Βάλτε το. Αλλιώς δεν εννοείται αυτή η διάταξη, πρακτικά δεν εφαρμόζεται πουθενά, διότι σε κανένα Επαρχείο, σε κανένα Νομό, δεν υφίσταται Κτηματολόγιο, για να οριστούν δικαστές. Αν εννοείτε τα δικά μας Κτηματολόγια, είστε υποχρεωμένος να το ορίσετε αυτό, κύριε Υπουργέ, διότι ο δικαστής που αποσπάται προσωρινά στο Κτηματολόγιο για να ελέγξει τις πράξεις υπό μεταγραφή, απασχολείται άλλοτε δύο μήνες, άλλοτε ένα χρόνο και φεύγει από τα κύρια καθήκοντα του δικαστή, ενώ ο κάθε δικαστής θέλει να εκπαιδευτεί, ή να δικάσει υποθέσεις πάσης φύσεως, και άρα εμποδίζεται στην προαγωγή του και στη μόρφωσή του από απόψεως δικαστικής πρακτικής. Λέω, λοιπόν, σ’ αυτά τα δύο Κτηματολόγια που υφίσταται ο κτηματολογικός οργανισμός και είναι υποχρεωτικός και δεν μεταγράφεται καμμία πράξη, αν ο δικαστής δεν βάλει την υπογραφή του, παρακαλώ πολύ βάλτε στο τέλος του άρθρου 46 «Ειδικά για τα Κτηματολόγια Ρόδου και Κω θα καθοριστεί με απόφασή σας ο τρόπος διαδικασίας». Δεν βλάπτει σε τίποτα. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΗΚΙΑΤΙΑΔΗΣ: Το θέσαμε και στην επιτροπή, κύριε συνάδελφε, αλλά δεν υπήρξε απάντηση. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΜΑΡΙΟΣ: Πάμε στο άρθρο 39 που αφορά την πρότυπη δίκη. Μα, κύριοι συνάδελφοι, έρχεται εδώ ο νομοθέτης με το νομοσχέδιο του κυρίου Υπουργού και λέει ότι δέκα ή είκοσι Τελωνεία της χώρας εκδίδουν κάποιες πράξεις εναντίον παραβάσεων ή του κώδικα φορολογικών στοιχείων σε δέκα νομούς, οι οποίες είναι συναφείς με διαφορετική πάντοτε θεμελίωση νομική. Έρχεται, λοιπόν, ο γενικός επίτροπος, ο οποίος είναι ένας, και μπροστά στην έκδοση αντιφατικών αποφάσεων λέει: Να κάνουμε μία πρότυπη δίκη, δηλαδή, υπό την έννοια κατ’ εξαίρεση να ζητήσει την εκδίκαση νωρίτερα, να βγει μία απόφαση, να πάνε στο Συμβούλιο της Επικρατείας οι ενδιαφερόμενοι, να βγει η αμετάκλητη απόφαση για να μην έχουμε αντιφατικές αποφάσεις. Πού βλέπετε το κακό; Δεν είναι αυτό διευκόλυνση της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης; Προς Θεού! Παρερμηνεύετε κάθε φορά, γιατί έχετε άλλη σκοπιμότητα. Για το παράβολο μήνυσης του άρθρου 69 πρέπει να σας διευκρινίσω, κύριοι συνάδελφοι –γιατί μπορεί να μην το καταλαβαίνετε- ότι άλλο η αναφορά, άλλο η μήνυση. Μήνυση κάνω εγώ, για να τιμωρήσω κάποιον άνθρωπο που με αδίκησε και άλλο να πάω στον εισαγγελέα με μία αναφορά μου και να του πω ή προφορικά ή γραπτώς, κύριε εισαγγελέα εκεί γίνεται μία πράξη, όπου ο εισαγγελέας, όπως ξέρετε, αυτεπαγγέλτως και με την ανάγνωση μιας εφημερίδας παρεμβαίνει σε οποιαδήποτε υπόθεση. Αν, όμως, εγώ θέλω να κάνω μήνυση που έχει συνέχεια και στα πολιτικά δικαστήρια, από εκεί δεν θα αφήσω να μου κάνεις μηνύσεις και να μη καταβάλλει τα 10 ευρώ. Προς Θεού μην τα μπερδεύετε και λέτε ότι στερείται το δικαίωμα του πολίτη να πάει να καταγγείλει ένα γεγονός. Πού τα λέτε αυτά; Αν ένας στείλει μία απλή ανώνυμη επιστολή στον εισαγγελέα, ο εισαγγελέας μπορεί να ελέγξει το αδίκημα. Τελειώνω με το άρθρο 72, που αφορά τις προσλήψεις. Σας είπαμε εκατό φορές και σας το ξαναλέμε ότι το άρθρο 103 του Συντάγματος είναι σαφέστατο. Και στην περίπτωση που κάποιες υπηρεσίες πληροφορικής, μεταφραστές που χρειάζονται ειδικές προσλήψεις, σας λέει το νομοθέτημα ότι κατ’ εξαίρεση θα γίνει ο διαγωνισμός όπως ορίζει το άρθρο του Συντάγματος. Είτε με νόμο γίνονται οι προσλήψεις, είτε με διορισμούς αλλά με νομοθέτημα το οποίο θα κάνει πρώτα ο νομοθέτης. Ερχόμαστε εμείς σήμερα και κάνουμε ένα νόμο και λέμε κατ’ εξαίρεση θα γίνουν οι προσλήψεις αυτές, αλλά ο νομοθέτης θα βάλει τις προϋποθέσεις και τα προσόντα, θα λάβει μέρος στην επιτροπή υπό ανώτατο δικαστικό μέλος του Α.Σ.Ε.Π. και το Α.Σ.Ε.Π. τελικά θα ελέγξει τη νομιμότητα αυτών των προσλήψεων. Γιατί το θεωρείτε εμπόδιο, όταν θέλουμε στη διοικητική δικαιοσύνη, η οποία πάσχει αυτήν τη στιγμή, να εκδοθούν νωρίτερα οι αποφάσεις; Μη δημιουργούμε εντυπώσεις. Το νομοθέτημα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, που είναι η ταχύτερη διοικητική δικαιοσύνη. Ευχαριστώ. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας) ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Βέρα Νικολαΐδου): Πριν την τοποθέτηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, θα κάνει μία δίλεπτη παρέμβαση ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του Κ.Κ.Ε. κ. Κανταρτζής, λόγω του ότι συμμετέχει στην Επιτροπή Οικονομικών των κομμάτων και με τη σύμφωνη γνώμη φυσικά του Υπουργού. Ορίστε, κύριε Κανταρτζή, έχετε το λόγο. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ: Με την ανοχή και την κατανόηση όλων των συναδέλφων -γιατί οι πολλαπλές υποχρεώσεις σήμερα δεν επιτρέπουν να κρατηθεί η σειρά- ζήτησα το λόγο για δύο βασικά ζητήματα. Το ένα θέμα -το θέσαμε και στην τοποθέτησή μας επί της αρχής- αναφέρεται στην τροποποίηση που κάνατε, κύριε Υπουργέ, σήμερα στο άρθρο 77 για την απαρτία της Γενικής Συνέλευσης του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Πρέπει να ξαναδείτε το ζήτημα αυτό. Είναι απαγορευτικός ο αριθμός των δύο χιλιάδων δικηγόρων. Δεν πρόκειται να ξαναγίνει Γενική Συνέλευση στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας, γιατί είναι, λίγο-πολύ, γνωστή σε όλους η κατάσταση. Είναι μεγάλος ο αριθμός των εγγεγραμμένων δικηγόρων, δεν ασκούν όλοι αυτοί στην πραγματικότητα ενεργό δικηγορία. Ας παραμείνει ο αριθμός, όπως ήταν, στους οκτακόσιους δικηγόρους, γιατί δεν πρόκειται να ξαναλειτουργήσει η διαδικασία της γενικής συνέλευσης. Το δεύτερο ζήτημα. Για μία ακόμη φορά θα θέλαμε να εκφράσουμε την έντονη αντίθεσή μας για την πειθαρχική δίωξη του Προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων κ. Μπάγια. Θεωρούμε ότι είναι απαράδεκτη η δίωξη που ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, γιατί στρέφεται ευθέως κατά του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης και πλήττει βασικά συνδικαλιστικά δικαιώματα. Με την έννοια αυτή, θεωρούμε ότι η υπόθεση πρέπει να πάρει τέλος, πρέπει να σταματήσει αυτό το καθεστώς των διώξεων που έχει ξεκινήσει με πρωτοβουλία του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Αυτά είχα να πω και σας ευχαριστώ. ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Βέρα Νικολαΐδου): Ευχαριστούμε, κύριε συνάδελφε. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Χατζηγάκης έχει το λόγο. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κατ’ αρχάς θέλω να ευχαριστήσω όλους τους συναδέλφους, όλων των πτερύγων για τις παραγωγικές και χρήσιμες τοποθετήσεις που έκαναν, τόσο στην επιτροπή όσο και σήμερα. Υπήρξαν, πράγματι, παρεμβάσεις, οι οποίες βοήθησαν πολύ και τον Υπουργό Δικαιοσύνης αλλά και γενικότερα τη νομοθετική διαδικασία, έτσι ώστε μέσα σ’ αυτήν τη διαδικασία να υπάρξουν σημαντικές βελτιώσεις -τις οποίες θα σας αναφέρω αμέσως παρακάτω- που έγιναν στο νομοσχέδιο. Βέβαια, όπως γνωρίζετε όλες οι βελτιώσεις δεν μπορούν να γίνουν, όλες οι αλλαγές που προτείνονται δεν μπορούν να γίνουν, διότι εύλογα πολλές από αυτές δεν στέκουν. Θα πρέπει όμως να πω και να υπογραμμίσω ότι υπήρξαν και διάφορες γκρίνιες. Και αυτές εύλογες είναι και αυτές είναι μέσα στην κοινοβουλευτική διαδικασία, αλλά δεν θα ήθελα να μην υπογραμμίσω με δυσαρέσκεια το γεγονός ότι πολλά πράγματα αντιμετωπίστηκαν ολίγον στενότερα, θέματα όπως οι προσλήψεις, το ΤΑ.Χ.Δ.ΙΚ., η ακριβή δίκη. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχω επανειλημμένως τονίσει -και από του Βήματος αυτού αλλά και αλλού- ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει βάλει έναν τριπλό στόχο. Ο πρώτος στόχος είναι η θεσμική του θωράκιση, η βελτίωση της δικαστικής λειτουργίας, η θωράκιση του Δικαστικού Σώματος και των δικαστών, έτσι ώστε να κάνουν σωστά, αμερόληπτα, ψύχραιμα, συνετά, το καθήκον τους. Πράγματι, θεωρώ ότι μέσα σ’ αυτούς τους έξι μήνες η δικαιοσύνη λειτουργεί καλά, έξω από οποιαδήποτε σκιά ή σκέψη παραδικαστικών ή παρεμβάσεων. Σήμερα η δικαιοσύνη είναι ήρεμη. Προχωρά σε ήρεμα νερά και αυτό είναι μια ακόμη απάντηση σε εκείνους οι οποίοι –εν όψει κάποιου επεισοδίου που έγινε- θέλουν να ανατινάξουν, να δυναμιτίσουν τη δικαιοσύνη και να τη φέρουν στα μέτρα και τα σταθμά εκείνα στα οποία ήταν πολύ πριν αναλάβει Κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, μία δικαιοσύνη πράγματι τεταραγμένη, την οποία όμως κατορθώσαμε, λειτουργώντας με τη σύνεση και τη σωφροσύνη που σας περιέγραψα, να τη φέρουμε στο σωστό δρόμο, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει αμερόληπτα, να δώσει και να απονείμει δίκαιο. Δεύτερος στόχος μας είναι ο παιδευτικός ρόλος της δικαιοσύνης. Εμείς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ένα τέτοιο μοντέλο δικαιοσύνης το οποίο θα αποτελεί και ένα παράδειγμα για τους πολίτες, ένα παράδειγμα το οποίο έχει ανάγκη σήμερα ο τόπος, έχει ανάγκη σήμερα η κοινωνία μας. Πιστεύω ότι με το νομοσχέδιο αυτό δημιουργείται ένα τέτοιο προηγούμενο, ώστε να μπορούμε να πούμε ότι πλησιάζουμε, κάνουμε σημαντικά βήματα προς τον σκοπό αυτό. Ο τρίτος σκοπός είναι ο κοινωνικός στόχος. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κοινωνικός στόχος σημαίνει να υπάρχουν καλές φυλακές, να υπάρχουν καλοί όροι διαβίωσης. Να μην υπάρχει συνωστισμός των ανθρώπων που για οποιουσδήποτε λόγους ατύχησαν στη ζωή τους και είναι εγκλεισμένοι, να υπάρχουν όλες εκείνες οι συνθήκες οι οποίες, πραγματικά, θα μας χαρακτηρίζουν ως πολιτισμένο κράτος. Αυτό, όμως, χρειάζεται οπωσδήποτε διάφορους πόρους. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης μέχρι σήμερα ήταν ένα φτωχό Υπουργείο, ένα Υπουργείο χωρίς πόρους. Με το νομοσχέδιο ετούτο προσπαθούμε δύο πράγματα να κάνουμε. Πρώτον να αποκτήσουμε τους αναγκαίους πόρους, όχι υπερβολικούς, αλλά τόσους ώστε να μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μια σωστή δικαιοσύνη, να δημιουργήσουμε μια δικαιοσύνη που να έχει κοινωνικό υπόβαθρο. Συγχρόνως, με τις λελογισμένες αυξήσεις αυτών των πόρων, τι άλλο επιδιώκουμε; Δεν είπαμε εμείς ότι είναι δικομανείς οι Έλληνες. Είπαμε όμως ότι μία τάση δικομανίας που μπορεί να υπάρξει παντού, με τον τρόπο αυτό της λελογισμένης αυξήσεως, εμείς θα την συγκρατήσουμε. Γι’ αυτό εφαρμόζουμε αυτούς τους κανόνες που περιέχονται στο νομοσχέδιο και τους οποίους σας ανέφερα. (Στο σημείο αυτό την Προεδρική Έδρα καταλαμβάνει ο Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής κ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΛΑΣ) Εμείς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτό το νομοσχέδιο. Είναι ένα νομοσχέδιο που συγκεντρώνει πολλά θετικά στοιχεία, πολλά θετικά πράγματα. Θα σας πω, ένα προς ένα τι κάνει. Είναι ένα νομοσχέδιο πολύ καλά καταρτισμένο, ένα νομοσχέδιο πλήρες και θα έλεγα και άρτιο. Έτσι, για να υλοποιηθεί αυτό το νομοσχέδιο δεν χρειάζονται παρά ελάχιστες κανονιστικές πράξεις, προεδρικά διατάγματα, διυπουργικές αποφάσεις, κ.λπ.. Δεύτερον, είναι ένα νομοσχέδιο συναινετικό. Το κείμενο αυτό προήλθε από –δεν θα έλεγα πολύμηνο, διότι θα αδικούσα τον προηγούμενο Υπουργό- έναν πολύχρονο διάλογο. Είναι ένα νομοσχέδιο το οποίο είναι αποτέλεσμα ενός γόνιμου διαλόγου με όλους τους αρμόδιους φορείς, με δικαστικούς, διοικητικούς, κοινωνικούς συλλόγους. Έτσι, αυτό αποτελεί προϊόν της σοφίας, εάν θέλετε, όλων αυτών των μερών που έλαβαν μέρος. Τρίτον, το νομοσχέδιο αυτό διευκολύνει σχεδόν όλους τους παράγοντες της διοικητικής δίκης. Επιχειρεί, δηλαδή, ριζικές τομές και ευρείες παρεμβάσεις στο χώρο της δικαιοσύνης. Βέβαια, κύρια σημασία δίνεται στο χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης, αλλά όχι μόνο, κυρίως με τη συγκρότηση, όπως είπα, των κτηριακών υποδομών που έχει ανάγκη η δικαιοσύνη. Τέταρτον, είναι ένα νομοσχέδιο φιλολαϊκό, αλλά θα έλεγα και –όπως είπα άλλωστε- έντονα κοινωνικό. Βελτιώνει τη σχέση του πολίτη με τη δικαιοσύνη, όπως ελέχθη, προηγουμένως. Και πώς βοηθάει αυτή τη σχέση; Με μια σειρά αντιγραφειοκρατικών, λειτουργικών ρυθμίσεων και μέσα σ’ ένα κλίμα αναβάθμισης και ενίσχυσης της δικαιοσύνης. Πέμπτον, είναι ένα νομοσχέδιο που αποτελεί ένα μέρος μιας σειράς νομοσχεδίων που προωθεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης, νομοσχέδια που θα έρθουν σύντομα και θα αφορούν στο Οικογενειακό Δίκαιο, στη μεταρρύθμιση βασικών τομέων του Οικογενειακού Δικαίου, στην προστασία και την ειδική μεταχείριση ευπαθών ομάδων της κοινωνίας μας -δηλαδή στα παιδιά, τις γυναίκες, τις μονογονεϊκές οικογένειες- στην αναβάθμιση και ηθικοποίηση της ζωής των πολιτών, αλλά και των πολιτικών, με νομοσχέδιο που θα φέρουμε για την πάταξη της διαφθοράς, όπως επίσης και στη διασφάλιση και το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, με τις γνωστές ιδιωτικές κάμερες κ.ο.κ.. Θα αναφερθώ τώρα, συγκεκριμένα, στο ποια ειδικότερα προβλήματα αντιμετωπίζονται με το νομοσχέδιο. Θεμελιώδης στόχος και πρωταρχικό μας καθήκον είναι να επιταχυνθούν αποτελεσματικά οι διαδικασίες απονομής της δικαιοσύνης. Πρόκειται για μια προσπάθεια και για ένα στόχο που κατοχυρώνει το συνταγματικό δικαίωμα κάθε πολίτη για παροχή έγκαιρης και έννομης προστασίας στα δικαστήρια. Είναι αλήθεια πως το Υπουργείο Δικαιοσύνης καλείται να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα –το είπαν και πολλοί συνάδελφοι- το οποίο έχει ένα σύνολο παραμέτρων. Πολλές φορές οι καθυστερήσεις οφείλονται σε λόγους που δεν αναφέρονται και δεν αφορούν το Υπουργείο της Δικαιοσύνης. Θα σας δώσω μερικά παραδείγματα, όπως το επίπεδο της Δημόσιας Διοίκησης, η πολυνομία, η γραφειοκρατία, οι αντιφατικές πολλές φορές, νομοθετικές διατάξεις, ο υπερπληθωρισμός των δικηγόρων, το χαμηλό κόστος πρόσβασης της δικαιοσύνης και άλλοι πολλοί λόγοι. Βέβαια, είναι γνωστό ότι στο χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης το πρόβλημα εμφανίζεται πιο οξύ και σε πολλές περιπτώσεις –όπως πολλοί συνάδελφοι υπογράμμισαν- αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας. Πρέπει να σας πω, ότι σύμφωνα με επιταγή του Συντάγματος του 1975, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια μεταφέρθηκαν σταδιακά οι διοικητικές διαφορές ουσίας. Μέχρι τότε οι διαφορές αυτές εκδικάζονταν, είτε από τα πολιτικά δικαστήρια, είτε από διάφορα ειδικά διοικητικά δικαστήρια. Η μεταφορά αυτή στα διοικητικά δικαστήρια, δεν είχε παρά να αυξήσει σημαντικά τις διαφορές που εισηγούνταν σ’ αυτά. Δυστυχώς, πέρασαν πολλά χρόνια και δεν ελήφθησαν τα κατάλληλα μέτρα και έτσι φθάσαμε σ’ αυτό το σημείο, όπου πράγματι είναι ένα σημείο που έπρεπε να ληφθούν μέτρα και αυτό ήρθε να κάνει το παρόν νομοσχέδιο. Σας αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα στατιστικά στοιχεία, γιατί περισσότερα περιέχονται στην αιτιολογική έκθεση. Στα διοικητικά κατ’ αρχάς πρωτοδικεία το πρόβλημα είναι οξύτερο, γιατί η διαφορά του αριθμού των εισαγομένων υποθέσεων και αυτών που περαιώνονται, ανέρχεται κατ’ έτος σε τριάντα χιλιάδες υποθέσεις. Οι υποθέσεις αυτές καλούνται να επιλυθούν μόνο από περίπου πεντακόσιους προέδρους πρωτοδικών και πρωτοδίκες. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι η επισώρευση ανεκδίκαστων υποθέσεων και η δημιουργία αυτού του προβλήματος. Σας λέγω, επίσης, ότι το 2003 οι υποθέσεις αυτές, οι οποίες δεν είχαν δικαστεί, έφθαναν τις διακόσιες τριάντα χιλιάδες. Το 2006 έφθασαν τις τριακόσιες χιλιάδες και το 2007 έφθασαν τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες. Τα διοικητικά, όμως, δικαστήρια αποτελούν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το θεματοφύλακα των ατομικών ελευθεριών. Αποτελούν την αρχή εκείνη που προστατεύει τον πολίτη απέναντι στην κρατική εξουσία και γι’ αυτό θα πρέπει να θεσμοθετήσουμε μέτρα, τα οποία είναι αναγκαία και απαραίτητα, τέτοια μέτρα τα οποία περιλαμβάνετε στο παρόν νομοσχέδιο. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα πω τώρα σε ποιους βασικούς άξονες κινείται ειδικότερα το νομοσχέδιο αυτό. Ο πρώτος άξονας είναι η επιδίωξη της μείωσης του αριθμού των δικών. Τα μέτρα που λαμβάνονται, προς επίτευξη αυτού του άξονα, είναι τα εξής: Πρώτο μέτρο. Αυξάνεται το όριο του έγκλητου των εφέσεων. Δεύτερο μέτρο είναι η καθιέρωση της καλούμενης πρότυπης δίκης. Δεν θέλω να αναφερθώ περισσότερο, αναφέρθηκαν, σχεδόν όλοι, στην πρότυπη δίκη και το παράδειγμα, το οποίο υπάρχει, είναι τέτοιο που πείθει ότι θα φέρει αποτέλεσμα. Τρίτο μέτρο είναι ο περιορισμός των αναβολών. Εδώ, ελέχθησαν ορισμένες αντιρρήσεις, αλλά νομίζω ότι η διάταξη είναι σωστή και πιστεύω ότι το γεγονός ότι μόνο μία φορά θα επιτρέπεται στους διαδίκους η αίτηση αναβολής της υποθέσεως κινείται προς της σωστή σκέψη, προς τη σωστή κατεύθυνση. Τέταρτο μέτρο είναι η λελογισμένη αύξηση των παραβόλων της δίκης. Εδώ, είπα μερικά στην αρχή, θα συμπληρώσω λίγα ακόμη, γιατί θέλω πρώτα-πρώτα να πω ότι δεν θέλω να απαντώ με λαϊκιστικό τρόπο. Σας είπα ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει έναν κοινωνικό σκοπό. Εάν ο κοινωνικός σκοπός δεν έχει μία οικονομική υποδομή, δεν μπορεί να επιτευχθεί. Όλα όσα θα συγκεντρωθούν από τις αυξήσεις αυτών των παραβόλων, των ποινών κ.λπ., δεν θα πάνε πουθενά αλλού, αλλά μόνο στην οικοδόμηση της δικαιοσύνης. Επομένως, προς τι το κλάμα και ο ορυμαγδός αυτός ότι αυξάνει και ακριβαίνει η δίκη; Και πρέπει να σας πω -το ξέρετε, δηλαδή, όσοι είστε δικηγόροι εξ ημών- ότι εκείνος που προσφεύγει και κερδίζει τη δίκη, θα πάρει τα λεφτά του πίσω. Κάνω αυτήν την παρατήρηση για να ξεκαθαρίσω ότι το μέτρο, το οποίο λαμβάνεται, είναι κάθε άλλο παρά εισπρακτικό μέτρο. Πέμπτο μέτρο. Καταργούνται όλες οι διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν, υπέρ του δημοσίου και νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, την αναστολή εκτέλεσης τελεσιδίκων κατ’ αυτό δικαστικών αποφάσεων, μέχρις ότου καταστούν αμετάκλητες. Οι διατάξεις αυτές ήταν κατά παραβίαση της αρχής της δικονομικής ισότητας. Η ρύθμιση αυτή πάντως λειτουργεί αναμφιβόλως και σαφώς και ως αντικίνητρο για το δημόσιο. Ο δεύτερος άξονας του νομοσχεδίου είναι η απλούστευση και η επιτάχυνση της διαδικασίας της δίκης. Εδώ, για την ικανοποίηση και την επίτευξη αυτού του στόχου, παίρνονται τα εξής μέτρα. Πρώτο μέτρο είναι η επέκταση και στις διοικητικές διαφορές ουσίας του θεσμού της απόρριψης, με απόφαση που λαμβάνεται από Συμβούλιο -όχι δηλαδή με τη μορφή της δικαστικής αποφάσεως- των ενδίκων μέσων που είναι προφανώς απαράδεκτα ή αβάσιμα. Το μέτρο αυτό εφαρμόζεται, επιτυχώς, από το 1999 στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο παραπάνω θεσμός εφαρμόζεται και στον Άρειο Πάγο, εφαρμόζεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εφαρμόζεται στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αλλά και στο Supreme Court των Ηνωμένων Πολιτειών. Εδώ μάλιστα, στο Supreme Court των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν έχουμε καν τη δυνατότητα τελικής εκδικάσεως της υποθέσεως ακόμη και σε περίπτωση που επιμένει ο διάδικος. Το δεύτερο μέτρο είναι η αύξηση των αποφάσεων που θα εκδικάζονται από μονομελείς κι όχι τριμελείς συνθέσεις. Με το μέτρο αυτό οι υποθέσεις μέχρι 20.000 ευρώ δεν θα εκδικάζονται από το Μονομελές. Θα εκδικάζονται από το Πενταμελές και όχι από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο. Σήμερα το όριο είναι 6.000 ευρώ. Εμείς το βάλαμε 20.000. Δεν είναι κανένα τεράστιο ποσό το οποίο θα μπορεί να ανατρέψει, για να πούμε ότι φέρνει δυσκολίες. Τρίτο μέτρο είναι η εισαγωγή της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, της e- justice. Εδώ, δεν χρειάζεται να πω πολλά διότι ήδη οι συνάδελφοι κάλυψαν όλο το εύρος και αξιολόγησαν σπουδαίως το μέτρο κι επομένως, δεν θα πω τίποτα παραπάνω. Ο τρίτος άξονας του νομοσχεδίου είναι μια πλειάδα σημαντικών μέτρων που αποβλέπουν στην επιτάχυνση των ρυθμών της απονομής των δικών. Αναφέρω τα εξής μέτρα. Η αύξηση των οργανικών θέσεων των δικαστών, η μεταφορά οκτακοσίων περίπου κατ’ έτος υποθέσεων από το Συμβούλιο Επικρατείας στα διοικητικά Εφετεία και Πρωτοδικεία, η απλούστευση των διαδικασιών στις κοινοποιήσεις των δικογράφων, οι ρυθμίσεις σχετικά με τη σύνθεση των ολομελειών του Αρείου Πάγου. Με τις ρυθμίσεις αυτές το κώλυμα ενός ή δύο μελών δεν θα οδηγεί πλέον σε αναβολές των διασκέψεων ή σε επανασυζήτηση της υποθέσεως αυτής. Όλα αυτά τα μέτρα είναι σε αρμονία και με άλλα μέτρα τα οποία έχουμε ήδη λάβει, όπως είναι ο εκσυγχρονισμός του πληροφορικού συστήματος του Συμβουλίου Επικρατείας, η εγκατάσταση του πληροφορικού συστήματος στα μεγαλύτερα διοικητικά πρωτοδικεία και εφετεία, η πλήρωση των κενών θέσεων των διοικητικών πρωτοδικείων και η έγκριση για την πρόσληψη τριακόσιων έξι δικαστικών υπαλλήλων. Άλλος σημαντικός στόχος του νομοσχεδίου κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι η αναβάθμιση των υποδομών της Δικαιοσύνης. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης όπως είπα, μέσω του ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ. αποκτά οικονομική αυτοτέλεια. Η αύξηση αυτή η οποία γίνεται σε συμφωνία με το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών προβλέπει μία λελογισμένη –το τονίζω και το υπογραμμίζω- αύξηση των διαφόρων τελών, τα οποία έχουν θεσμοθετηθεί για τη λειτουργία της δικαιοσύνης. Τα ποσά δηλαδή αυτά θα οδηγηθούν στη χρηματοδότηση ενός ευρείας κλίμακας προγράμματος για την επισκευή κι ανέγερση δικαστικών μεγάρων και καταστημάτων κράτησης. Όπως είπα και προηγουμένως, στόχος μας είναι η αναβάθμιση και της εικόνας της δικαιοσύνης και της υποδομής της δικαιοσύνης και αυτό θα το πετύχουμε με τα μέτρα αυτά τα οποία σας είπα. Επίσης αυξάνονται κατά οκτακόσιες είκοσι οι θέσεις των σωφρονιστικών υπαλλήλων. Έτσι θα στελεχώσουμε και τις νέες φυλακές που φιλοδοξούμε να λειτουργήσουν εντός του 2008 στις Σέρρες, στη Δράμα, στα Χανιά. Επίσης, προβλέπεται η πρόσληψη εκατό υπαλλήλων Πληροφορικής και διακοσίων έξι υπαλλήλων για την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων. Εδώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρώ ότι η κριτική που ασκήσατε δεν ήταν σωστή, δεν ήταν καλόπιστη και ίσως παρασυρθήκατε από κάποιες ανακοινώσεις που κάποιοι σύλλογοι έκαναν. Θέλω να διαβεβαιώσω επίσημα ότι από τον πρώτο καιρό που ανέλαβα το Υπουργείο Δικαιοσύνης όλοι οι σύλλογοι, οι συνομοσπονδίες τους οι οποίες με επισκέφθηκαν μου είπαν με ένα στόμα: «Κάντε κάτι να πληρωθούν οι θέσεις και κάντε κάτι και εκτός Α.Σ.Ε.Π., διότι ήδη εκκρεμούν από διετίας και πλέον στο Α.Σ.Ε.Π. και δεν προχωρούν». Και με βάση αυτές τις προτροπές θέλοντας να βοηθήσω και να μην υπάρχουν οι κυλιόμενες απεργίες, οι οποίες γίνονται, διότι ευλόγως έχουν πρόβλημα οι δικαστικοί υπάλληλοι, είναι λίγοι, μ’ αυτή τη σκέψη οδηγήθηκα στη ρύθμιση αυτή όπως περιγράφεται στο νομοσχέδιο. Και όπως σας είπε νομίζω η κ. Παπακώστα, ο κ. Καραμάριος κι άλλοι συνάδελφοι –να μην αδικήσω κανέναν- ξέρετε ότι υπάρχει η ασφαλιστική δικλίδα του Συντάγματος, ότι υπάρχει μέλος διορισμένο από το Α.Σ.Ε.Π.. Ξέρετε ότι τα αποτελέσματα ελέγχονται από το Α.Σ.Ε.Π.. Ξέρετε ότι υπάρχει διαδικασία, ξέρετε ότι είναι απόλυτα νόμιμα και με το Σύνταγμα και με τους νόμους και πολλές φορές με όσα έχουν γίνει στο παρελθόν. Δεν καταργείται τίποτα. Απλώς γίνεται διότι πράγματι έτσι θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα θα μπορέσουν τα δικαστήρια να λειτουργήσουν καλύτερα. Τι έπρεπε να κάνω; Να περιμένω δύο και τρία χρόνια πότε θα μου δώσει άδεια το Α.Σ.Ε.Π. και να μην λειτουργούν τα δικαστήρια; Αυτό είναι σωστή πολιτική; Ασκήθηκε κριτική για το ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ. ότι ήταν οι δικηγόροι τρεις και έγιναν δύο και διάφορα τέτοια πράγματα. Κατ’ αρχήν κύριοι συνάδελφοι, δεν άλλαξε τίποτα. Η διάταξη είναι ίδια και μάλιστα εκείνο που άλλαξε είναι υπέρ των δικηγόρων. Με την παλιά διάταξη οι δικηγόροι οι οποίοι συμμετείχαν στο ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ. ήταν δύο. Τώρα έγιναν τρεις. Λέει μέσα –και το διόρθωσα κατόπιν παρεμβάσεως δικής σας, των συναδέλφων- «να είναι δύο από την Αθήνα». Έβαλα: «να είναι τουλάχιστον ένας». Να έχει μία ευλυγισία ο εκάστοτε Υπουργός να μπορεί να βάλει και κάποια προσωπικότητα που μπορεί να είναι στη Θεσσαλονίκη, στην Κομοτηνή, στην Πάτρα ή αλλού. Ποτέ δεν διορίζονταν οι δικηγόροι μόνο με προτάσεις των δικηγορικών συλλόγων. Αυτό το προκαλεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Η διάταξη όπως γράφεται μέσα στο νέο κείμενο είναι αντιγραφή του παλαιού κι αυτό το λέω για να τα ξεκαθαρίσουμε. Ελέχθη, επίσης, κριτικά ότι δήθεν υπάρχει μια διάταξη που ξεφεύγει του σκοπού του ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ. και σαφώς αναφέρθηκε και στην επιτροπή ότι μπαίνει μια διάταξη για τις σφυγμομετρήσεις. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σας είπα και στην επιτροπή –και λυπάμαι που το επαναλάβατε- ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης με τον παιδευτικό και κοινωνικό ρόλο που έχει θέλει να ξέρει ορισμένες τάσεις οι οποίες υπάρχουν σήμερα στην κοινωνία. Θα φέρω αργότερα, μετά από μερικές εβδομάδες ή μερικούς μήνες, το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης. Δεν πρέπει να ξέρω ποια ηνία η κοινωνική ευαισθησία, ο κοινωνικός αντίκτυπος; Θα φέρουμε άλλα θέματα τα οποία αφορούν την οικογένεια, το παιδί, κοινωνικά ζητήματα. Δεν πρέπει να έχει μία ελάχιστη δυνατότητα ο Υπουργός; Διότι μιλάμε για ελάχιστη, δεν λέμε ότι μπορεί να το κάνει αφειδώς. Είναι μέσα στο 1%-2% το οποίο δίνεται στον Υπουργό, δηλαδή η ευχέρεια να κάνει ορισμένες τέτοιες κοινωνικού χαρακτήρα κινήσεις. Ή υπάρχει μια φυλακή, στην οποία ήταν φυλακισμένοι προσωπικότητες, με πολιτικό χαρακτήρα, που θα μπορούσε πολιτισμικά να αναπτυχθεί και να γίνει ένα πολιτισμικό μνημείο. Με βάση τη σημερινή νομοθεσία δεν μπορείς να το κάνεις. Τώρα με τις τροποποιήσεις που φέρνουμε στο ΤΑΧΔΙΚ είναι δυνατόν να γίνουν αυτά. Δηλαδή, αυτά πρέπει να σταματήσουμε κι αυτό σημαίνει αντιπολίτευση; Δηλαδή, αντιπολίτευση σημαίνει να σταματούμε τις προσπάθειες οι οποίες γίνονται προς τη σωστή κατεύθυνση, προς αναβάθμιση του πολιτισμού μας, προς αναβάθμιση της ευελιξίας και του κοινωνικού στόχου που έχει το Υπουργείο Δικαιοσύνης; Παρ’ όλα αυτά εγώ και πάλι είμαι ευχαριστημένος γιατί είχαμε και εξαντλητικές και γόνιμες συζητήσεις και πρέπει να το αναγνωρίσω. Και επειδή, συνήθως, αυτό το οποίο λέγω θέλω να το στηρίζω, σύντομα θα σας υπενθυμίσω τις πιο σημαντικές από αυτές τις γόνιμες παρατηρήσεις οι οποίες έγιναν από τους συναδέλφους όλων των κομμάτων. Στο άρθρο 2 η αρμοδιότητα των δικαστηρίων στις διαφορές επί των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων έγινε συντρέχουσα, με πρόταση δική σας. Στο άρθρο 8 έγινε δεκτή η προσθήκη για το επιτρεπτό της δεύτερης αγωγής όταν η πρώτη απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους και επεκτείνεται και στις ήδη εκκρεμείς υποθέσεις, με προτάσεις δικές σας. Στο άρθρο 55 προς άρση κάθε τυχόν καχυποψίας προστέθηκε ότι ο αναπληρωτής των Γενικών Συντονιστών του Ελεγκτικού Συνεδρίου ορίζεται από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου για διάστημα μέχρι τριών μηνών. (Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Υπουργού) Κύριε Πρόεδρε, θα πάρω χρόνο και από τη δευτερολογία μου. Άλλωστε έχω τη δυνατότητα. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Θα έχετε άνεση χρόνου. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Στο άρθρο 66 ως προς τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ. προστέθηκε αυτό που σας είπα, «τουλάχιστον ένας δικηγόρος». ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΟΣ: Και το 35 το αποσύρατε. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Και το 35 το αποσύραμε. Είναι και άλλες μικρές φραστικές τροποποιήσεις, τις οποίες κάναμε. Βλέπετε ότι υπήρχαν αντιρρήσεις. Στο άρθρο 35 υπήρχαν αντιρρήσεις. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Στο άρθρο 35, αλλά δεν τις είχαμε διατυπώσει ακόμα. Ήρθε ως τροπολογία στην Ολομέλεια. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Την διατύπωσαν οι σύλλογοι. Όταν λέμε ότι νομοθετούμε και καλούμε τους συλλόγους, σημαίνει ότι συνεκτιμούμε και συνυπολογίζουμε και αυτά τα οποία λένε εκείνοι και στη συνέχεια τα εκτιμούμε. Τώρα, βέβαια, υπήρχαν και παρατηρήσεις, οι οποίες δεν γίνονται δεκτές, όπως αυτό το οποίο λέγεται για το ιδιαίτερα υψηλό όριο του εγκλητού. Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι το όριο αυτό το 1998, με το άρθρο 29 του ν. 2648/1998, είχε οριστεί στο 1.000.000 δραχμές, δηλαδή περίπου 3000 ευρώ. Σημειώνουμε πως για τις κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές ή εκείνες από αποδοχές του προσωπικού του δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το όριο αυτό μειώνεται στις 3.000 ευρώ. Επίσης, προβλέπονται και περιπτώσεις που έχουν για το διοικούμενο ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις, στις οποίες δεν τίθεται κανένα όριο για την άσκηση της έφεσης. Συνεπώς, το όριο που βάζουμε στο νομοσχέδιο είναι εύλογο και λογικό και μπαίνει με την καλή διάθεση και έχοντας ως στόχο αυτό τον στόχο που έχει το νομοσχέδιο. Όσον αφορά τον περιορισμό των αναβολών, είναι γεγονός –και υποστηρίχθηκε από πολλούς συναδέλφους- ότι η πλειονότητα των αναβολών οφείλεται σε ολιγωρία της διοίκησης και αυτή η ολιγωρία είναι να αποστείλει εγκαίρως στο δικαστήριο τους φακέλους των υποθέσεων. Αυτό, πράγματι, ισχύει σε ένα μεγάλο βαθμό. Όμως, έτσι όπως μπαίνει η διάταξη στο νομοσχέδιο, είναι ένα σπρώξιμο, μια απειλή στην ίδια τη διοίκηση να μην ολιγωρεί και να μην καθυστερεί αυτές τις υποχρεώσεις της. Όσον αφορά την κατάργηση της δυνατότητας εφέσεως για διαφορές που αναφέρονται κατά την εκλογική διαδικασία στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, εδώ θα ήθελα να διευκρινίσω ότι καταργείται μεν η έφεση, παραμένει δε η δυνατότητα ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως στο Συμβούλιο Επικρατείας. Συνεπώς, οι διαφορές αυτές δεν επιλύονται μόνο σ’ ένα βαθμό. Σημειώνω ότι και με το άρθρο 15 του ν.3051/2002 καθιερώθηκε ένας βαθμό δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των διαφορών που αναφύονται στις εκλογές των ΟΤΑ και επομένως είναι εύλογο να καταργηθεί ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας για διαφορές που είναι υποδεέστερες σε κάθε περίπτωση. Αντιρρήσεις, επίσης, εκφράστηκαν προς τη δίκη πρότυπο. Εδώ θα ήθελα να σας πω, κύριοι συνάδελφοι, ότι πολλές φορές αυτή η καχυποψία που έχουμε για κάθε νέο θεσμό είναι αδικαιολόγητη. Βλέπουμε, πολλές φορές, την καχυποψία που έχετε, ιδίως εσείς της Αντιπολίτευσης, ακόμα και στις ολομέλειες του Αρείου Πάγου! Αν εφαρμόσουμε και αν θεσπίσουμε στο δημόσιο βίο μας το στοιχείο της καχυποψίας παντού, τότε δεν μπορεί να λειτουργήσει τίποτα! Εγώ, θα ήθελα να σας παρακαλέσω να μην σταθείτε σ’ αυτό. Να προχωρήσετε, να συνταχθείτε με τις δικές μας απόψεις και νομίζω ότι έτσι δεν θα χάσετε ούτε εσείς. Έρχομαι τώρα σε ένα άλλο ζήτημα το οποίο θίξατε και μάλιστα μετ’ επιτάσεως, το ζήτημα της συνθέσεως των ολομελειών του Αρείου Πάγου. Εδώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, βάζουμε κατώτατο πλαφόν. Δεν αποκλείουμε κανένα. Βάζουμε ένα κατώτατο πλαφόν και μάλιστα, όταν συντρέχει σοβαρό πρόβλημα, τότε μόνο μπορεί να δικαιολογηθεί η απουσία κάποιου, εκτός του θανάτου και της απουσίας. Τώρα, το σοβαρό κώλυμα, αν είναι σοβαρό ή όχι, κρίνεται από την ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Γιατί να έχετε την καχυποψία; Θέλω να πω επίσης ότι αν στην πρώτη συζήτηση των υποθέσεων υπάρξει μικρή διαφορά μέχρι δυο προσώπων, μπορεί να συζητηθεί στην ολομέλεια. Συνεπώς, υπάρχει και άλλη ασφαλιστική δικλείδα, η οποία δεν θα πρέπει να σας κάνει να δυσπιστείτε απέναντι σ’ αυτή τη διάταξη. Επίσης, ένα άρθρο που προκάλεσε αδικαιολόγητες αντιδράσεις είναι η καθιέρωση της δυνατότητας για απαλλαγή των Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου από την άσκηση των καθηκόντων τους. Είναι το άρθρο 55 του νομοσχεδίου. Θυμίζω στο Σώμα ότι ο βαθμός του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ο αντίστοιχος βαθμός του διευθυντή. Οι διευθυντές του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων και του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων ορίζονται με τριετή θητεία και επανακρίνονται στο τέλος αυτής της θητείας. Παρά, όμως, την τριετή θητεία, προβλέπεται δυνατότητα απαλλαγής από τα καθήκοντά τους και πριν την λήξη της θητείας για σοβαρό λόγο αναγόμενο σε πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Αυτά όριζε κατά λέξη ο Υπαλληλικός Κώδικας του 1999 και επίσης ο Κώδικας Δικαστικών Υπαλλήλων του 2000. Ποιος αποφάσιζε την απαλλαγή; Το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο. Συνεπώς η δυνατότητα απαλλαγής δεν είναι κάτι το καινοφανές, δεν είναι κάτι το άγνωστο, δεν είναι κάτι το οποίο δεν ίσχυε, όπως ισχυρίστηκαν ορισμένοι συνάδελφοι. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ., οι κυβερνήσεις οι δικές σας είχαν θεσμοθετήσει μια τέτοια δυνατότητα και στον Υπαλληλικό Κώδικα του 1999 και στον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων του 2000. Η προτεινόμενη, πάντως, ρύθμιση θεωρούμε ότι είναι αναγκαία γιατί για τους Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν προβλέπεται –καλώς ή κακώς- κάποια χρονική θητεία. Αυτό το οποίο εμείς κάνουμε είναι η επί τα βελτίω επανάληψη των προηγουμένων ρυθμίσεων των κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Και είναι επί τα βελτίω, διότι εμείς θέτουμε πρόσθετες ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία του Επιτρόπου από τυχόν άδικες και καταχρηστικές ενέργειες. Η απαλλαγή, λοιπόν, έρχεται λόγω πλημμελούς ασκήσεως καθηκόντων ή ένεκα αδυναμίας ασκήσεως αυτών για λόγους υγείας. Ποια είναι η διαδικασία για την απαλλαγή; Εμείς δεν αρκεστήκαμε μόνο σε μια απλή πρόταση Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Για τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλιση του Επιτρόπου προβλέπουμε επιπλέον και προηγούμενη σχετική έκθεση του αρμόδιου για την πειθαρχική έκθεση οργάνου. Προβλέπουμε, επίσης, και αίτηση του Προέδρου του Ελεγκτικού Συμβουλίου. Επομένως, υπάρχουν τρία φίλτρα για να μην αδικηθεί ο Επίτροπος. Πρώτον, έκθεση του πειθαρχικού οργάνου, δεύτερον, αίτηση του Προέδρου του δικαστηρίου και, τρίτον, απόφαση του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Σημειωτέον ότι το Υπηρεσιακό Συμβούλιο αποτελείται, κατά πλειοψηφία, από ανώτατους δικαστές και οι δικαστές αυτοί ορίζονται κατόπιν κληρώσεως. Γιατί, λοιπόν, δυσπιστείτε; Έρχομαι τώρα σε ορισμένα άλλα ζητήματα, τα οποία τέθηκαν και κατά τη συζήτηση που έγινε σήμερα εδώ στο Σώμα, αλλά και στη συζήτηση που έγινε στην επιτροπή. Πολλοί συνάδελφοι υποστήριξαν ότι το νομοσχέδιο αυτό κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και θέλω να τους ευχαριστήσω γι’ αυτήν τη διαπίστωσή τους. Διατύπωσαν, όμως, άλλοι την επιφύλαξη πως οι ρυθμίσεις που προτείνονται δεν είναι αρκετές για την ουσιαστική επιτάχυνση των δικών. Πρόσθεσαν μάλιστα ότι είναι αναγκαίο να ληφθούν επιπλέον πρόσθετα μέτρα. Θέλω, στο σημείο αυτό, να επισημάνω ότι μέτρα –όχι κριτικές- προς αυτήν την κατεύθυνση από την Αντιπολίτευση εμείς δεν ακούσαμε. Είμαστε πάντως ανοιχτοί μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο της συζητήσεως του νομοσχεδίου και επειδή πιστεύουμε ότι και καλοπροαίρετες θα είναι οι προτάσεις σας, αλλά και επειδή πιστεύουμε για τους εαυτούς μας ότι δεν είμαστε αλάνθαστοι. Σωστές παρατηρήσεις, πρέπει να το πω, στην επιτροπή –δεν είναι σήμερα εδώ- υπέβαλε και ο συνάδελφος κ. Μπούγας. Και θα ήθελα σε μια από αυτές να πάρω θέση. Κατ’ αρχάς, πρότεινε οι διατάξεις για την εν συμβουλίω απόρριψη των ενδίκων μέσων να επεκταθούν και στις πολιτικές δίκες. Είναι μια χρήσιμη πρόταση. Την πρόταση αυτή θα την μελετήσουμε στο πλαίσιο των μέτρων που σκοπεύουμε σύντομα να πάρουμε για την επιτάχυνση και των πολιτικών δικών. Τελειώνοντας θέλω να σας γνωστοποιήσω, αγαπητές κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ορισμένες γενικότερες σκέψεις για τη φιλοσοφία και τις αρχές που διέπουν το νομοσχέδιο. Οι σκέψεις μου αυτές έχουν σχέση με αυτό που υποστηρίχθηκε από πολλούς συναδέλφους, ότι δηλαδή είναι αναγκαίο να ληφθούν επιπρόσθετα μέτρα για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στη διοικητική δίκη. Όσον αφορά στον πρώτο βαθμό, δηλαδή στα Πρωτοδικεία, παρατηρούνται πράγματι, σημαντικές καθυστερήσεις. Τα περιθώρια, όμως, ριζικής παρέμβασης του νομοθέτη είναι σαφώς περιορισμένα. Δεν είναι επιτρεπτό να τεθούν, εξάλλου, ανυπέρβλητα εμπόδια στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του κάθε πολίτη να προσφεύγει στα δικαστήρια για να υπερασπιστεί νόμιμα δικαιώματά του. Κάτι τέτοιο εμείς δεν το επιθυμούμε. Ενόψει συνεπώς της αντικειμενικής αδυναμίας για δραστικό περιορισμό του αριθμού των εισαγομένων ενδίκων μέσων, έχουμε προσφύγει στις λύσεις που εισάγουμε με το νομοσχέδιό μας και για τις οποίες μιλήσαμε διεξοδικά. Τώρα, όσον αφορά στα γενικότερα μέτρα που προβλέπονται ή πρέπει να προβλεφθούν, επιτρέψτε μου να σημειώσω τα ακόλουθα. Στις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στις Η.Π.Α., ακολουθούνται είτε μεμονωμένως είτε σε συνδυασμό τρία βασικά συστήματα περιορισμού των ενδίκων μέσων και των αιτήσεων αναιρέσεως. Κατά το πρώτον, τίθενται κατώτατα χρηματικά όρια για το επιτρεπτό της άσκησης των ενδίκων μέσων. Κατά το δεύτερο σύστημα, επιλέγονται νομοθετικά κάποιες κατηγορίες υποθέσεων κατά των οποίων δεν χωρεί και δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων ή αίτηση αναίρεσης γιατί κρίνεται ότι οι υποθέσεις αυτές δεν γεννούν μείζονος σημασίας ζητήματα. Κατά το τρίτο σύστημα, μια ολιγομελής επιτροπή του δικαστηρίου κρίνει σε πρώτη φάση το παραδεκτό του ενδίκου μέσου ή της αιτήσεως αναιρέσεως. Κυρίως, κρίνει εάν τα νομικά ζητήματα που τίθενται αξίζουν να κριθούν από το Ανώτερο Δικαστήριο ή από μια οικεία ολομέλεια. Το τελευταίο αυτό σύστημα είναι εκείνο που εφαρμόζεται στις Η.Π.Α., είναι το περίφημο σύστημα του κανόνα των τεσσάρων. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τέσσερις εκ των εννέα δικαστών του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, πρέπει να κρίνουν εάν η υπόθεση αξίζει να εκδικαστεί. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εμείς πιστεύουμε κι ελπίζουμε ότι απαντούμε στο καθολικό αίτημα της ελληνικής κοινωνίας για επιτάχυνση στο ρυθμό της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. Γι’ αυτούς τους λόγους, σας καλώ να υπερψηφίσετε το νομοσχέδιο, γιατί πιστεύω ότι έτσι θα βοηθηθεί και η διοικητική δίκη και η δικαιοσύνη, γενικότερα. Πριν κατέβω από το Βήμα, θέλω να αναφερθώ στις τροπολογίες. Με την πρώτη, την με αριθμό 202, προβλέπουμε παράσταση δικηγόρων στις εκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ανάλογες ρυθμίσεις ισχύουν και στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Με τη δεύτερη παράγραφο της ίδιας τροπολογίας, ρυθμίζονται σε ενιαίο κείμενο τα σχετικά με την καταβολή παραβόλων στις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Έτσι, ακολουθούνται κατά βάση οι υφιστάμενες ρυθμίσεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Θέτουμε, επιπλέον, ανώτατο όριο – πλαφόν του ύψους του καταβλητέου παραβόλου, καθόσον έχει κριθεί ότι η μη ύπαρξη πλαφόν αντιβαίνει στο συνταγματικό δικαίωμα του πολίτη για πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Με τη δεύτερη τροπολογία μας, την με αριθμό 203, δίδεται η δυνατότητα και στους νεότερους προέδρους Πρωτοδικών, να προεδρεύουν εφορευτικών επιτροπών κατά τις εκλογές για τα όργανα των συνδικαλιστικών οργάνων. Με την τρίτη τροπολογία, την με αριθμό 204, επέρχονται τροποποιήσεις στις ρυθμίσεις σχετικά με την αφαίρεση των δικογραφιών από τον δικαστή που καθυστερεί την έκδοση της απόφασης. Ήταν και αυτή η τροπολογία ένα αναγκαίο μέτρο για να ολοκληρωθεί η επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Κλείνω, κύριε Πρόεδρε, με αυτό που μου ζήτησε ο κ. Καραμάριος. Το άρθρο 37 λέει ότι καταργούνται όλες οι διατάξεις που προβλέπουν υπέρ του δημοσίου την αναστολή εκτέλεσης των τελεσιδίκων αποφάσεων. Επομένως, εφόσον καταργούνται όλες οι σχετικές διατάξεις, οι ήδη εκκρεμείς τελεσίδικες υποθέσεις κατά του δημοσίου, εκτελούνται. Ευχαριστώ πολύ για την υπομονή σας. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας) ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Πιστεύω, κύριε πρώην Αντιπρόεδρε, να μην έχετε κανένα παράπονο για τη διάθεση του χρόνου. Έχω την τιμή να ανακοινώσω στο Σώμα ότι ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος κ. Γεώργιος Παπανδρέου και οι εκατόν ένας Βουλευτές του κόμματός του κατέθεσαν πρόταση για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 144 του Κανονισμού της Βουλής, σχετικά με τη διερεύνηση της υπόθεσης των δομημένων ομολόγων. Η πρόταση αυτή θα καταχωριστεί στα Πρακτικά της σημερινής συνεδρίασης, θα τυπωθεί, θα διανεμηθεί στους κυρίους Βουλευτές και θα συζητηθεί με τη διαδικασία της γενικευμένης επερώτησης, όπως προβλέπει ο Κανονισμός. Η προαναφερθείσα πρόταση καταχωρίζεται στα Πρακτικά και έχει ως εξής: ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Επίσης, έχω την τιμή να ανακοινώσω προς το Σώμα ότι η Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας, καταθέτει την έκθεσή της στην αίτηση της Εισαγγελικής Αρχής για τη χορήγηση άδειας άσκησης ποινικής δίωξης κατά Βουλευτού. Ακόμη, έχω την τιμή να ανακοινώσω στο Σώμα ότι από τα άνω δυτικά θεωρεία της Βουλής παρακολουθούν τη συνεδρίασή μας, αφού πρώτα ξεναγήθηκαν στους χώρους του Μεγάρου της Βουλής των Ελλήνων, τριάντα μαθητές και μαθήτριες και επτά συνοδοί δάσκαλοι από το Δημοτικό Σχολείο της Σίφνου. Η Βουλή τους καλωσορίζει και τους εύχεται καλές σπουδές και επάνοδο στην ιδιαιτέρα όμορφη πατρίδα τους. (Χειροκροτήματα από όλες τις πτέρυγες της Βουλής) Το λόγο τώρα έχει ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κ. Ευάγγελος Βενιζέλος. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, παρακολούθησα τη μακρά αγόρευση του Υπουργού της Δικαιοσύνης, ο οποίος εμφανίστηκε ιδιαίτερα ικανοποιημένος από το γεγονός ότι στο νομοσχέδιο που κατέθεσε περιλαμβάνονται και θετικές ρυθμίσεις, ρυθμίσεις που έγιναν δεκτές από τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, ρυθμίσεις τεχνικού χαρακτήρα που έχουν ζητηθεί από τα ίδια τα δικαστήρια της χώρας ή από τους Δικηγορικούς Συλλόγους. Προφανώς και περιλαμβάνονται και τέτοιες ρυθμίσεις. Αλίμονο! Το πρόβλημα της ελληνικής δικαιοσύνης, όμως, δεν είναι τεχνικό. Το πρόβλημα της ελληνικής δικαιοσύνης είναι βαθύτατα πολιτικό. Η ελληνική δικαιοσύνη πάσχει από υπερβολική γραφειοκρατία. Είναι ο τομέας της κρατικής δραστηριότητας που εμφανίζει τον υψηλότερο βαθμό γραφειοκρατικής αγκύλωσης. Δυστυχώς στη δικαιοσύνη εμφανίζονται τεράστια προβλήματα αδιαφάνειας σε σχέση με την εξέλιξη των εσωτερικών της διαδικασιών. Δεν εφαρμόζονται οι εγγυήσεις της εσωτερικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, στις οποίες αναφέρθηκα και προηγουμένως στην παρέμβασή μου με αφορμή την υπόθεση του κ. Μπάγια. Με τέτοιου είδους μικροδικονομικές παρεμβάσεις, που κατά καιρούς γίνονται με νομοσχέδια τα οποία στην πραγματικότητα είναι κυλιόμενα και καθιστούν διάτρητους τους μεγάλους δικονομικούς κώδικες, ένας από τους οποίους είναι και ο Κώδικας της Διοικητικής Δικονομίας, δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί στον πυρήνα του το πρόβλημα της δικαιοσύνης. Η ελληνική δικαιοσύνη δεν συνδέεται μόνο με την ποιότητα του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Θέτει πολύ σημαντικούς αναπτυξιακούς φραγμούς. Λειτουργεί αντιαναπτυξιακά. Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, οι ανεξήγητες στροφές στη νομολογία, όλα αυτά πολύ συχνά δημιουργούν προβλήματα τα οποία αφορούν όλο το φάσμα των οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων. Και αυτό ισχύει και στην πολιτική και στην ποινική και στη διοικητική δίκη. Θέλει άλλον τρόπο προσέγγισης, κύριε Υπουργέ. Θέλει μία ριζική δικονομική απλούστευση. Θέλει μία θαρραλέα απογραφειοκρατικοποίηση όλων των διαδικασιών. Και πρέπει να αντιληφθείτε και εσείς εγκαίρως ότι, όταν διογκώνεται το δικονομικό δίκαιο, αυτό αποβαίνει εις βάρος του ουσιαστικού δικαίου. Η διόγκωση των δικονομικών ρυθμίσεων ουσιαστικά δημιουργεί πρόβλημα απονομής δικαίου και στερεί τελικά, αντί να διασφαλίζει, την παροχή του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Εάν η πολιτεία δεν πάρει γενναίες πρωτοβουλίες, ώστε να συναφθεί μια μεγάλη κοινωνική συμφωνία σε σχέση με τη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης, δεν θα γίνει τίποτα. Όμως, θέλετε εταίρους κοινωνικούς και αυτοί είναι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και οι Δικαστικές Ενώσεις. Εάν δεν πειστεί ο δικηγορικός κόσμος για την ανάγκη ριζικών και ριζοσπαστικών δικονομικών απλουστεύσεων και μεταρρυθμίσεων που θα διαφυλάσσουν και τη δικηγορική ύλη και θα λαμβάνουν μέριμνα για το μεγάλο πρόβλημα που έχει και το Δικηγορικό Σώμα, αλλά κυρίως θα επιδιώκουν να βοηθήσουν την κοινωνία και να αναδείξουν τον κοινωνικό ρόλο της δικαιοσύνης στο όνομα του γενικού συμφέροντος, δεν θα γίνει απολύτως τίποτα. Θα δείτε ότι μετά από λίγο καιρό, κάποιες ρυθμίσεις από αυτές του νομοσχεδίου θα αποδειχθούν ικανοποιητικές και εφαρμόσιμες, κάποιες άλλες όχι. Θα λάβετε έγγραφα από τους προϊσταμένους δικαστηρίων που θα θέτουν το ζήτημα, ο Γενικός Επίτροπος της Δικαιοσύνης θα σας πει κάποια πράγματα, η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κάποια άλλα. Θα ανακυκλωθούν τα προβλήματα. Και επειδή ζητήσατε συγκεκριμένες προτάσεις, η συγκεκριμένη πρόταση που σας κάνω είναι η παράλληλη ριζική αναθεώρηση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος πρέπει επιτέλους να καταστεί ενιαίος, δηλαδή να αφορά και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η νομοθεσία περί του Συμβουλίου της Επικρατείας πρέπει πλήρως να εναρμονιστεί, γιατί αν σε συνεννόηση με το αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών δεν έχουμε μια διορατική και θαρραλέα μεταρρύθμιση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αν δεν φθάσουμε σε έναν ενιαίο κώδικα σχέσεων κράτους-πολίτη, αν δεν απλουστευθούν οι διοικητικές διαδικασίες, αν δεν οργανωθεί το μεγάλο πεδίο των διοικητικών προσφυγών, ενδικοφανών και απλών και ειδικών, αν δεν λειτουργήσουν τα συλλογικά όργανα της διοίκησης όπως πρέπει, δεν θα περιοριστεί ποτέ, μα ποτέ, η ύλη των διοικητικών δικαστηρίων. Ποτέ. Αν δεν αγγίξετε την ίδια τη διαδικασία της παραγωγής της διοικητικής πράξης, ποτέ δεν θα μπορέσετε να θέσετε υπό έλεγχο τη διόγκωση της ύλης των διοικητικών δικαστηρίων. Άρα είναι αποσπασματικό και σημειακό το νομοσχέδιο αυτό, έχει αναμφίβολα και θετικές -σχεδόν αυτονόητες- ρυθμίσεις που επεσήμανε ο εισηγητής μας κ. Νικητιάδης στην αγόρευσή του, αλλά δεν συνιστά τομή μεταρρυθμιστική, θεσμική, όπως πρέπει. Ούτε καν ανοίγετε το ζήτημα, συγκαλώντας μια επιτροπή η οποία να ασχοληθεί παράλληλα με το ζήτημα της διοικητικής διαδικασίας και της διοικητικής δικονομίας. Θα συζητήσουμε αντίστοιχα, πώς μπορεί να γίνει αυτό και στο χώρο της πολιτικής δίκης και στο χώρο της ποινικής δίκης. Από τις επί μέρους ρυθμίσεις θέλω να αναδείξω τρεις που, κατά τη γνώμη μου, θέτουν τεράστιο πρόβλημα, πρόβλημα ποιότητας, δημοκρατίας και κράτους δικαίου. Το πρώτο για το οποίο είστε πολύ υπερήφανος είναι η πρότυπη δίκη. Δεν είναι κακή η ιδέα της πρότυπης δίκης. Και εγώ συμφωνώ. Αν, όμως, δεν θέλουμε να προσβάλουμε με το θεσμό της πρότυπης δίκης άλλους μείζονος σημασίας θεσμούς, όπως είναι το δικαίωμα στο νόμιμο δικαστή και το δικαίωμα στη δικαστική ακρόαση, δηλαδή τα άρθρα 8 και 20 του ελληνικού Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που προστατεύει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, πρέπει να προβλεφθούν πολύ συγκεκριμένες δικονομικές εγγυήσεις για την οργάνωση του θεσμού της πρότυπης δίκης. Δεν μπορεί ο γενικός επίτροπος να επιλέγει κατά το δοκούν τη συγκεκριμένη υπόθεση που αναγορεύει σε πρότυπη. Πρέπει να υπάρχει τυπικό κριτήριο. Από τις ομοειδείς υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον όλων των δικαστηρίων πρέπει να επιλέγεται ως πρότυπη δίκη η πρώτη χρονικά που έχει εισαχθεί, η πρώτη που γέννησε την έννομη σχέση της δίκης. Αλλιώς, από κάποιους στερείτε το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και, βεβαίως, έχει ευρύτατο αδικαιολόγητο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας ο γενικός επίτροπος να επιλέγει το δικαστήριο, το forum επί του οποίου θα διεξαχθεί η πρότυπη δίκη. Τροποποιήστε τη διάταξη, ο γενικός επίτροπος να είναι υποχρεωμένος να επιλέξει την πρώτη κατά σειρά κατάθεσης του εισαγωγικού δικογράφου δίκη, απ’ αυτές που θεωρεί ομοειδείς και άξιες να αναχθούν στο θεσμό της πρότυπης δίκης. Δεύτερον, δεν διασφαλίζεται το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης των διαδίκων όλων των άλλων δικών που βλέπουν την υπόθεσή τους να κρίνεται ερήμην τους με τυχαίους διαδίκους, τυχαίους δικαστικούς παραστάτες και τυχαίο δικαστήριο και τυχαίο δικαστικό σχηματισμό. Στον παρεμφερή θεσμό της παραπομπής των ζητημάτων της συνταγματικότητας στην ολομέλεια των τριών ανωτάτων δικαστηρίων, όπως και όταν τίθεται ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, προβλέπεται ο θεσμός της ειδικής αυτοτελούς παρέμβασης οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και θέλει να καταστεί διάδικος στη δίκη αυτή, ώστε να ασκήσει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και δικαστικής ακρόασης με τα δικά του μέσα, με τα δικά του επιχειρήματα. Άρα χρειάζεται δημοσιοποίηση και πρόσκληση για την άσκηση του δικαιώματος αυτής της ειδικής αυτοτελούς παρέμβασης. Αυτό προβλέπεται στις διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Και προβλέπεται -αφ’ ης στιγμής το 2001 προβλέψαμε την υποχρεωτική παραπομπή στην ολομέλεια των Ανωτάτων Δικαστηρίων των ζητημάτων της αντισυνταγματικότητας- και για τη δίκη επί του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας. Όταν η πρότυπη δίκη θέτει μείζονα νομικά θέματα, μπορεί να θέσει ζήτημα αποστολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Όταν υποτίθεται ότι θα ασκηθεί στη συνέχεια έφεση ή αναίρεση υπέρ του νόμου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν πρέπει εξαρχής να προβλέπεται το δικαίωμα άσκησης δικαστικής προστασίας και ακρόασης απ’ αυτούς που θίγονται; Άρα τι κάνετε εδώ τώρα; Ουσιαστικά, εξοπλίζετε το Γενικό Επίτροπο με τη δυνατότητα να εξουδετερώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας για απεριόριστο αριθμό διαδίκων και να παραβιάζει την αρχή του νόμιμου δικαστή επιλέγοντας αυτός το δικαστήριο που θέλει. Και, βεβαίως, όταν αυτή η υπόθεση θα αχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, εάν δεν τίθεται ζήτημα παραπομπής στην ολομέλεια –γιατί δεν τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας, αλλά άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα το οποίο μπορεί να είναι κρισιμότερο και από το ζήτημα της συνταγματικότητας- δεν υπάρχει καμμία πιθανότητα να το μάθουν οι διάδικοι και να εμφανισθούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, διότι το πεδίο το δικονομικό είναι το πεδίο το δικονομικό της συγκεκριμένης δίκης, των τυχαίων διαδίκων και των τυχαίων δικαστικών παραστατών. Είναι αντισυνταγματικός ο θεσμός, όπως τον οργανώνετε. Τα ζητήματα της συνταγματικότητας θα τεθούν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεν θα λειτουργήσει ο θεσμός, γιατί δεν έχετε προστατεύσει δικονομικά και συνταγματικά αυτόν το θεσμό. Κάνετε μια μεγάλη τρύπα στο νερό! Και απορώ πώς αυτό δεν σας το είπε η Γενική Επιτροπεία και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Αν θέλετε να εισαχθεί αυτός ο θεσμός, διαφυλάξτε τον σεβόμενοι και την αρχή του νόμιμου δικαστή και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Είναι αντισυνταγματικό αυτό το μόρφωμα, εάν δεν συνοδεύεται από τις εγγυήσεις που προανέφερα. Και μπορεί να μην το θέσαμε με την τυπική μορφή του άρθρου 100 του Κανονισμού της Βουλής, γιατί θα το απέρριπτε η πειθαρχημένη αλλά οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καταγράφεται όμως αυτό που σας λέω στα Πρακτικά της Βουλής. Ούτως ή άλλως είναι ένα αντικείμενο το οποίο δεν μπορεί να διαφύγει από το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας! Αυτό είναι κορυφαίο ζήτημα! Διότι η θεμελιώδης καινοτομία του νομοσχεδίου σας είναι έωλη, είναι αντισυνταγματική. Προσθέστε αυτές τις εγγυήσεις, οι οποίες απορρέουν και από την νομολογία και δείτε και τις συζητήσεις που κάναμε το 2001 στην Αναθεωρητική Βουλή για την τροποποίηση του άρθρου 100 και την προσθήκη της παραγράφου 5, διότι υπάρχει μια συγκεντροποίηση του ελέγχου, η οποία είναι εντυπωσιακή. Και αυτή πρέπει να συνοδεύεται από εγγυήσεις, διότι ο έλεγχος μετατρέπεται από συγκεκριμένο σε αφηρημένο, χωρίς να υπάρχουν οι εγγυήσεις του αφηρημένου ελέγχου και από διάχυτο σε συγκεντρωτικό, χωρίς επίσης να υπάρχουν αυτές οι εγγυήσεις. Πρέπει κάθε δικονομικό σύστημα και κάθε σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων να έχει μια ενιαία θεσμική λογική και να είναι διαφανές και εγγυημένο. Δεύτερο ζήτημα. Αυτό που γίνεται με το άρθρο 42 για τη μείωση του αριθμού των δικαστών που ψηφίζουν τελικά στη διάσκεψη της ολομέλειας του Αρείου Πάγου, είναι ανατριχιαστικό. Ξέρετε πάρα πολύ καλά την πρακτική του Αρείου Πάγου, ότι δηλαδή δεν γνωρίζεις και δεν μπορείς να καταλάβεις ποιο είναι το συγκεκριμένο δικαστήριο που δικάζει την υπόθεσή σου, γιατί επί της έδρας ανέρχονται περισσότεροι δικαστές απ’ αυτούς που συγκροτούν το τμήμα. Και το ίδιο συμβαίνει ενίοτε και στα πολυμελή πρωτοδικεία. Πρέπει οι δικαστές που ανεβαίνουν στην έδρα να είναι δικαστές που κάθονται στο τραπέζι της διάσκεψης και εκδίδουν την απόφαση. Στην περιβόητη υπόθεση των συμβασιούχων, όπου προέκυψε το ζήτημα των τηλεφωνικών δήθεν διασκέψεων, με αποτέλεσμα δηλαδή να έχουμε έωλο δικαστικό υπόμνημα –γιατί η απόφαση είναι δικαστικό υπόμνημα με ό,τι αυτό σημαίνει για το Ποινικό Δίκαιο- μετείχαν πενήντα ένας δικαστές. Και εσείς λέτε τώρα ότι θα μπορούσαν να έχουν ψηφίσει είκοσι εννέα δικαστές. Είκοσι εννέα δικαστές, ενώ μπορούν να δικάσουν πενήντα ένας. Μπορούν να δικάσουν σε μονό αριθμό όλοι όσοι συγκροτούν το δικαστήριο, όλοι όσοι υπηρετούν στο δικαστήριο και συγκροτούν το δικαστικό σχηματισμό. Όσοι ανεβαίνουν να δικάσουν, τόσοι θα αποφασίσουν. (Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή) Δικαιολογείται να εξαιρεθεί ένας δικαστής. Και πάλι δεν προβλέπεται ότι πρέπει να αποχωρήσει άλλος ένας, για να υπάρχει μονός αριθμός. Και πάλι θα έχετε πρόβλημα συγκρότησης του δικαστηρίου, γιατί παραβιάζετε βασικό δικονομικό κανόνα του ηπειρωτικού δικονομικού δικαίου. Διότι στο κοινοδίκαιο υπάρχουν διμελείς, ζυγές συνθέσεις δικαστηρίων, όπως και στην Κύπρο. Όμως, στην Ελλάδα που έχουμε μονές συνθέσεις, πώς θα φτάσουμε στο μονό αριθμό, εάν η αποχώρηση ενός δημιουργεί πρόβλημα συγκρότησης του δικαστηρίου; Αυτό είναι ένα άλλο δικονομικό κενό, το οποίο θα κληθείτε αμέσως να καλύψετε με νεότερη ρύθμιση γιατί δεν το έχετε προβλέψει. Πρέπει να αποχωρήσει και ο νεότερος στην περίπτωση αυτή. Θα δημιουργείται πρόβλημα αν αποχωρήσουν δύο. Και το κριτήριο πρέπει να είναι αντικειμενικοποιημένο. Δηλαδή, μόνο θάνατος και αποχώρηση από την υπηρεσία. Και ως σοβαρό λόγο θα μπορούσα να δεχθώ μόνο τη μακρά αναρρωτική άδεια που υπερβαίνει τον ένα μήνα. Εάν κάποιος έχει πράγματι μακρά αναρρωτική άδεια, θα το δεχθώ. Ποιο είναι το άλλο σοβαρό κώλυμα; Ότι απουσιάζει σε αποστολή στο εξωτερικό; Ότι έχει παράλληλα καθήκοντα επιθεώρησης; Να βρει τρόπο να μετάσχει στη διάσκεψη, αλλιώς να μην ανέβαινε στην έδρα. Ο θάνατος, μάλιστα, όπως και να το κάνουμε, είναι ανυπέρβλητο αντικειμενικό εμπόδιο. Η παραίτηση και η αποχώρηση λόγω ορίου ηλικίας; Βεβαίως. Και η μακρά αναρρωτική άδεια πέραν του ενός μηνός. Όχι να είναι στη διπλανή διάσκεψη ή να ασκεί άλλες δικαστικές ή διοικητικές αρμοδιότητες και πιεζόμενος και εκβιαζόμενος ο δικαστής να μην προσέρχεται και να αλλοιώνεται η σύνθεση του δικαστηρίου. Άρα, αν δεν προβλεφθούν αντικειμενικοί λόγοι, παραβιάζεται η αρχή του νόμιμου δικαστή. Και το τρίτο. Ειλικρινά έχω μείνει έκπληκτος από τα όσα είπατε σε σχέση με το Α.Σ.Ε.Π., δηλαδή ότι σας πίεσαν οι ομοσπονδίες των εργαζομένων να παρακάμψετε το Α.Σ.Ε.Π.. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Μου πρότειναν, δεν με πίεσαν. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Και ούτε λίγο ούτε πολύ, και εσείς, όπως και ο Υπουργός Υγείας κατ’ επανάληψη, έρχεστε από το Βήμα της Βουλής και λέτε ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού -δηλαδή μια ανεξάρτητη αρχή που ομόφωνα η Βουλή την απεδέχθη το 2001 και την κατοχύρωσε συνταγματικά- είναι ένας γραφειοκρατικός φραγμός, είναι ένας μηχανισμός αγκυλωμένος, που δημιουργεί προβλήματα στα δικαστήρια και στα νοσοκομεία. Μα, είναι αυτό νοοτροπία; Είναι δυνατόν να εμφανίζεται ο Υπουργός Δικαιοσύνης και να προσβάλλει και να απαξιώνει μια ανεξάρτητη αρχή που συνδέεται με την αξιοκρατία, την ισονομία, τη διαφάνεια; Εάν θέλουμε να απλουστεύσουμε τη διαδικασία διατηρώντας όλα τα στοιχεία διαφάνειας και αξιοκρατίας, αυτό πρέπει να γίνει για όλες τις διαδικασίες πρόσληψης, που πρέπει όμως όλες, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να τελούν υπό τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π.. Εάν ο Υπουργός Οικονομίας δεν διαθέτει τα αναγκαία κονδύλια για να έχουμε νοσηλευτές, φταίει το Α.Σ.Ε.Π.; Εάν το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει πρόβλημα προϋπολογισμού –που έχει πολλές φορές πρόβλημα προϋπολογισμού- και δεν μπορούν να προσληφθούν οι αναγκαίοι υπάλληλοι ή οι δικαστικοί λειτουργοί που απαιτείται πολλές φορές -όπου απαιτείται, γιατί έχουμε υπερεπάρκεια αριθμού δικαστών συνολικά σε σχέση με τον πληθυσμό- φταίει το Α.Σ.Ε.Π.; Ούτως ή άλλως, οι δικαστικοί λειτουργοί έχουν άλλη διαδικασία επιλογής. Εκεί, τουλάχιστον, δεν μπορείτε να πείτε καν αυτό το προσχηματικό επιχείρημα. Όμως υπάρχει και ένα πρόβλημα θεσμικού και συνταγματικού ήθους της Κυβέρνησης. Σέβεται το Σύνταγμα; Σέβεται το άρθρο 103; Σέβεται το Α.Σ.Ε.Π.; Είναι δυνατόν να εμφανίζεται συνεχώς η Κυβέρνηση και να δημιουργεί στην κοινή γνώμη την εντύπωση ότι υπάρχει ένας «κακός» θεσμός που παρεμποδίζει τη λειτουργία του κράτους, ενώ είναι ένας θεσμός που έχει αλλάξει την ποιότητα των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων και την έχει αναβαθμίσει; Πρέπει να ανακαλέσετε, κύριε Υπουργέ, αυτά τα οποία είπατε, διότι εκπέμπετε ένα μήνυμα υπονόμευσης και απαξίωσης σημαντικότατων θεσμών. Καλλιεργείτε τη νοοτροπία που καλλιεργεί και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, πως είναι εμπόδιο οι ανεξάρτητες αρχές, όπως φάνηκε σε διάφορες υποθέσεις, όπου κατέστη έκδηλη η διάθεση ανωτάτων δικαστικών λειτουργών να απαξιώσουν διάφορες αρχές: την αρχή διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών στην υπόθεση των υποκλοπών, την αρχή προστασίας των προσωπικών δεδομένων στην υπόθεση με τις κάμερες. (Στο σημείο αυτό κτυπάει επαναληπτικά το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή) Άρα, συνοψίζω και τελειώνω, κύριε Πρόεδρε: Το νομοσχέδιο έχει αναμφίβολα τεχνικά, δικονομικά στοιχεία τα οποία είναι θετικά, αυτονόητα. Δεν συνιστά τομή. Δεν είδα να παρουσιάζεται καμμιά στρατηγική θεσμικής μεταρρύθμισης στο χώρο της δικαιοσύνης. Σας διατύπωσα την πολύ συγκεκριμένη πρόταση για την παράλληλη ριζική τροποποίηση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Σας καλώ, λοιπόν, είτε να αποσύρετε τις διατάξεις που είναι αντισυνταγματικές είτε να θεραπεύσετε τις αντισυνταγματικότητες για την πρότυπη δίκη και τη συγκρότηση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Κυρίως σας καλώ να ανακαλέσετε, για λόγους θεσμικού και συνταγματικού ήθους, όσα είπατε σε σχέση με το Α.Σ.Ε.Π.. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Ευχαριστούμε τον κ. Βενιζέλο. Το λόγο έχει ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας κ. Αποστολάκος. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, παρακολουθούσα το πρωί με πολύ μεγάλη προσοχή όλη την επιχειρηματολογία η οποία αναπτύχθηκε από πλευράς, κυρίως, των συναδέλφων του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Απ’ ό,τι κατάλαβα –και νομίζω ότι κατάλαβα καλά- η κριτική τους επικεντρώθηκε σε δύο βασικά σημεία: Το ένα σημείο αναφέρεται κυρίως στο θέμα της αμφισβήτησης της δυνατότητας αυτού του νομοσχεδίου να επιφέρει μια ουσιαστική βελτίωση στην υφιστάμενη κατάσταση της δικαιοσύνης. Το επιχείρημά τους αυτό εδράζεται σε μια ακλόνητη λογική, επειδή τα περισσότερα προβλήματα δεν οφείλονται στη δήθεν δικομανία, που ουδέποτε το ισχυρίστηκε ο Υπουργός των Ελλήνων, αλλά στην κακή ποιότητα λειτουργίας της ελληνικής διοίκησης, του κράτους. Άκουσα με πολύ μεγάλη προσοχή να λέγεται κάποια στιγμή σε αυτήν την Αίθουσα: «Ναι, εμείς εμπιστευόμαστε τη δικαιοσύνη. Εμπιστευόμαστε το κράτος και τη Δημόσια Διοίκηση.» Όμως, κάποτε θα πρέπει να αποφασίσετε, κύριοι συνάδελφοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αν την εμπιστεύεστε ή όχι. Διότι αν την εμπιστεύεστε, σημαίνει ότι κάνει καλά τη δουλειά της. Αν δεν την εμπιστεύεστε, σημαίνει ότι είναι απαραίτητο αυτό το νομοσχέδιο που κατέθεσε το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Επιτέλους, θα πρέπει να αποφασίσετε! Και εύλογα μπαίνουν κάποια ερωτηματικά μέσα στην Αίθουσα αυτή. Επικαλείστε τη Δημόσια Διοίκηση, ως κύρια πηγή που καταφεύγουν οι Έλληνες στα διοικητικά δικαστήρια, εσείς που έχετε την τεράστια πολιτική ευθύνη, μέσα από συγκεκριμένη αναξιοκρατία, κομματικές επιλογές, κατάργηση ιεραρχίας. Έχετε διαλύσει το ενιαίο της πολιτικής διοίκησης σε κάθε νομό με δικές σας πολιτικές και πρακτικές και σήμερα βγάζετε το συμπέρασμα ότι γι’ αυτά τα οποία φταίγαμε εμείς σας αρνούμεθα το δικαίωμα να κάνετε βελτιωτικές κινήσεις σε ό,τι αφορά την απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης; Ήθελα να κάνω μια δεύτερη παρατήρηση, κύριε Πρόεδρε, γι’ αυτά που ελέχθησαν από τον κ. Βενιζέλο. Βλέπω, βέβαια, ότι έχει φύγει. Ούτε λίγο ούτε πολύ έκανε μια γενική κριτική και έκανε μια πρόσκληση στην Κυβέρνηση να κάνει ριζική μεταμόρφωση στη δικαιοσύνη. Θα πρέπει να γίνει μια τεράστια κοινωνική και θεσμική συμμαχία. Αναρωτιέμαι το εξής: Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα συμμετάσχει σε αυτό; Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Σε λίγο καιρό –σε ένα-δύο μήνες από σήμερα- θα καλέσει η Κυβέρνηση μέσα από τη διοικητική μεταρρύθμιση που έχει εξαγγείλει ο Πρωθυπουργός της χώρας να συνταχθείτε με προτάσεις και απόψεις στη μεταρρύθμιση του διοικητικού συστήματος της χώρας. Να ένα λαμπρό πεδίο, ώστε να μπορέσετε από εκεί να συμμετάσχετε και να άρετε αυτά που εσείς δημιουργήσατε αλλά σίγουρα δεν αναγνωρίζετε! Προχωρώντας λίγο περισσότερο, κύριε Πρόεδρε, θα έλεγα ότι θα αποφύγω να μπω σε ειδικότερες λεπτομέρειες που έχουν να κάνουν με την υπεράσπιση του νομοσχεδίου από την πλευρά της εισηγήτριας κ. Παπακώστα. Νομίζω ότι η επανάληψη δεν ωφελεί σε τίποτα. Με έχει καλύψει πλήρως, όπως και οι υπόλοιποι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας που μίλησαν. Τι βγήκε ως συμπέρασμα σήμερα στη Βουλή: Πρώτον, αυτή η γενική παρατήρηση και, δεύτερον, τέσσερα άρθρα. Όλη αυτή η φιλοσοφία εκεί κατέληξε, σε τέσσερα άρθρα. Στο άρθρο 72 στο οποίο αναφέρθηκε ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος και στα άρθρα 44, 55 και 57. Δεν ακούσαμε τίποτα άλλο. Τα άλλα ήταν λόγια του αέρα, τουφεκιές στον αέρα. Δηλαδή ενοχλεί που με τα άρθρα 55 και 57 αντικαθίσταται ο πάρεδρος από τον εισηγητή με διετή εμπειρία; Τι σας πειράζει αυτό το πράγμα; Δεν άκουσα τίποτα άλλο. Εκεί εξαντλήθηκαν τα πολιτικά σας επιχειρήματα. Τα τεχνικά ήταν άλλα. Σε τι εμποδίζει, όπως ανέφερε πάρα πολύ εύστροφα ο κύριος Υπουργός, τον έλεγχο της πλημμέλειας εκτέλεσης των καθηκόντων από τον επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τις εγγυήσεις τις οποίες ανέφερε; Όσον αφορά το θέμα του Α.Σ.Ε.Π., επανήλθε ο κ. Βενιζέλος, πάλι υπερασπιζόμενος το δημιούργημά του, το Α.Σ.Ε.Π.. Δηλαδή τι πρόσθετες εγγυήσεις χρειάζονται από το δικαστικό ο οποίος διενεργεί τον ειδικό διαγωνισμό για να καλύψει επείγουσες και επιτακτικές ανάγκες της διοίκησης σε εξειδικευμένο προσωπικό του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όταν αυτοί που συμμετέχουν μέσα θα είναι δικαστικοί, εκπρόσωποι του Α.Σ.Ε.Π. και όταν θα έχει και την πρόσθετη ασφάλεια ότι θα κρίνει το αποτέλεσμα του διαγωνισμού το Α.Σ.Ε.Π.; Ειλικρινά, δεν μπορώ να το καταλάβω. Ίσως αυτό εντάσσεται μέσα στη γενικότερη πολιτική στην οποία ασκήσατε, την κριτική και όλα τα πράγματα θα πρέπει να τα βλέπουμε μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό χρόνο. Αδικήσατε τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Τον αδικήσατε, διότι, όταν έφερε ένα τέτοιο σημαντικό νομοσχέδιο στην αρμόδια επιτροπή, μπήκε μέσα στη διελκυστίνδα των κομματικών αντιπαραθέσεων με τις προτάσεις δυσπιστίας, την πρόταση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Αγωνιζόσαστε εκείνη την εποχή, λίγες μέρες πριν, να επιτύχετε κάποιο προβάδισμα σε ό,τι αφορά την πολιτική επικαιρότητα από την πλευρά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και κάνατε και μία πρόταση κοινοβουλευτικού ελέγχου, όπου αποδείξατε την κακοπιστία σας. Και δεν το καταγράφω για να επαναφέρω τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, μέσα στη Βουλή, στην Ολομέλεια, αλλά για να αποδείξω με πολιτικό επιχείρημα ότι τελικά είστε κακόπιστοι. Όταν ισχυρίζεστε ότι ο συγκεκριμένος Υπουργός Δικαιοσύνης καταφέρεται εναντίον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας, του Συμβουλίου της Επικρατείας, αυτόματα, επειδή αυτό είναι αυτόχρημα ψευδές και αναληθές, αποδεικνύει την κακή σας πίστη. Τι έκανε ο Υπουργός Δικαιοσύνης; Ζήτησε να προσθέσει με νόμο, όπως το ίδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας έλεγε, το Έβδομο Τμήμα. Αρνήθηκε για τους δικούς του λόγους. Εσείς έρχεστε να υιοθετήσετε αυτήν την άποψη, για να κατακρίνετε την Κυβέρνηση και τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Και τον αδικείτε, το λέω για δεύτερη φορά. Όπως τον αδικείτε, όταν τους πρότεινε και πέρασε τη διάταξη να μένουν όχι παραπάνω από πέντε χρόνια στην ίδια θέση. Δηλαδή, γιατί να μένει δώδεκα χρόνια ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας; Θα δημιουργήσουμε και αισθήματα ιδιοκτησίας πάνω στους θεσμούς; Εμείς μένουμε τέσσερα χρόνια εδώ στο Εθνικό Κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας βγαίνει για πέντε χρόνια. Όλα αυτά τα καταγράφω, αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, για να αποδείξω ότι η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, με εξαίρεση τη στάση την οποία κράτησε ο εκπρόσωπος του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, δείχνει μία κακοπιστία. Διεκδικείτε βήματα αντιπολιτευτικού προβαδίσματος, συγκριτικά με τα υπόλοιπα κόμματα της Αντιπολίτευσης. Περί αυτού πρόκειται. Δεν είναι κακό να ομολογήσετε ότι φέρνει ένα σημαντικό νομοθέτημα. Γιατί; Κακό είναι; Πού βλέπετε εσείς ότι θα σας δικαιώσει κάποιος Έλληνας πολίτης ακούγοντάς σας να λέτε αυτά τα οποία λέτε; Δεν ξέρετε πόσοι Έλληνες πολίτες ταλαιπωρούνται καθημερινά, όπως ξέρουμε όσοι διακονήσαμε κατά το παρελθόν, -λόγω του κωλύματος- στο δικηγορικό λειτούργημα, μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων; Είναι τακτική αυτή να θέλετε να αμφισβητήσετε τους πάντες και τα πάντα; Δεν θέλω να επιμείνω περισσότερο, κύριε Πρόεδρε, απλώς θα ήθελα να επαναλάβω κλείνοντας την παρατήρηση την οποία έκανα νωρίτερα. Αφού πιστεύετε ότι είναι κακή η Δημόσια Διοίκηση και ότι αυτή είναι η πρωτογενής αιτία που δημιουργεί τη συμφόρηση των δικαστηριακών υποθέσεων, να έρθετε μαζί μας, να καταθέσετε προτάσεις, να συμμετάσχετε στο δημόσιο διάλογο και να διορθώσουμε μαζί τη Δημόσια Διοίκηση. Κηρύξτε την ανατροπή του συγκεκριμένου μεγάλου ασθενούς της ελληνικής πολιτείας, που είναι η Δημόσια Διοίκηση. Κλείνοντας, κύριε Πρόεδρε, για να μην κάνω και κατάχρηση του χρόνου, θα ήθελα να πω ότι εγώ εξετίμησα ιδιαίτερα ως μέλος της επιτροπής αυτό που λέμε, τη συμμετοχική δημοκρατική συνείδηση του κυρίου Υπουργού. Άκουσε πάρα πολλές προτάσεις. Ειλικρινά, να σας ευχαριστήσουμε που αποδεχτήκατε τις περισσότερες απ’ αυτές. Τρανό παράδειγμα είναι που αποσύρατε το άρθρο 35 που αναφέρεται στις δικηγορικές αμοιβές και ένα σωρό άλλες ρυθμίσεις, που δεν τις επαναλαμβάνω, γιατί εσείς τις είπατε εξαιρετικά αναλυτικά από το Βήμα. Θα κλείσω με την εξής επισήμανση. Ακούσαμε όλους τους φορείς και την Ένωση Διοικητικών Δικαστών. Κατέθεσε ο εισηγητής του ΠΑ.ΣΟ.Κ. διάφορα έγγραφα στα Πρακτικά της Βουλής. Δεν μας είπε, όμως, ότι αυτούς που ακροαστήκαμε στην αρμόδια επιτροπή συμφώνησαν με το νομοσχέδιο μηδέ του εκπροσώπου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο οποίος κράτησε μια επιφύλαξη ως προς το εύρος των ωφελειών που θα προκύψουν. Εν κατακλείδι, επειδή είναι και θέμα συναδελφικής αλληλεγγύης, κύριε Υπουργέ, υπάρχει ένα αίτημα από διάφορους συναδέλφους που δεν είχαν το δικαίωμα να μιλήσουν, σε ό,τι αφορά τη βελτίωση που πρέπει να κάνετε -αν εκτιμάτε ότι μπορεί να γίνει- στη διάταξη του άρθρου 77 που αναφέρεται στον αριθμό της απαρτίας που απαιτείται για τη σύγκλιση των Δικηγορικών Συλλόγων. Το ανέφερε και ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του Κ.Κ.Ε., με τον οποίο διαφωνούμε βέβαια. Με δεδομένο ότι υπάρχουν χιλιάδες δικηγόροι στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση τις δύο χιλιάδες να τις αυξήσετε κατά λίγο και ειδικότερα για τη Θεσσαλονίκη από τους οκτακόσιους, που το έχετε, να το ανεβάσετε στους χίλιους τετρακόσιους. Θερμή παράκληση απ’ όλους τους συναδέλφους για την αποδοχή αυτού του αιτήματος. Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας) ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Ευχαριστούμε τον κ. Αποστολάκο. Ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού κ. Ροντούλης έχει το λόγο. ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΡΟΝΤΟΥΛΗΣ: Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε. Δεν θα μακρηγορήσω. Θα αναφερθώ σε συγκεκριμένα άρθρα, η συζήτηση επί των οποίων έλαβε αρκετή έκταση στην Αίθουσα αυτή. Έρχομαι στο άρθρο 39, εκεί που αναφέρεται στην πρότυπη πιλοτική δίκη. Πρέπει να πω ότι με εξέπληξε η τοποθέτηση του κ. Βενιζέλου περί αντισυνταγματικότητας της ρύθμισης, μιας πάρα πολύ σημαντικής και ρηξικέλευθης πρότασης. Αυτό θα πρέπει να το πούμε, κύριε Υπουργέ. Βεβαίως, μπορεί να με εξέπληξε με αυτά που είπε, αλλά είναι δικαιολογημένος. Ο άνθρωπος δεν ήταν παρών όταν γινόταν η ακρόαση των φορέων. Εγώ δεν ήμουν στην επιτροπή, αλλά ήμουν παρών για να μπορέσω σήμερα να πω πέντε πράγματα επ’ αυτού. Θα πω, λοιπόν, στον κ. Βενιζέλο -γιατί έχω συγκρατήσει τους φορείς που τοποθετήθηκαν επί της προτύπου δίκης- ότι δεν έθεσαν τέτοια ζητήματα. Ήταν εκπρόσωποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Δεν είπαν τίποτα οι άνθρωποι. Ήταν ο Πρόεδρος των Δικηγορικών Συλλόγων ο κ. Παξινός, οι πρόεδροι των Διοικητικών Δικαστηρίων, ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τίποτα δεν είπαν επ’ αυτού. Όμως, κύριε Υπουργέ, ετέθη ένα ζήτημα το οποίο θα πρέπει να το δείτε, σχετικά με τα κριτήρια επιλογής της εισακτέας υπόθεσης. Εμείς, επειδή σας είπα και πάλι, θέλουμε πάντα να ασκούμε μια καλοπροαίρετη κριτική και να συμβάλλουμε σε όποιο θετικό βήμα γίνεται, έχουμε καταθέσει μια πρόταση και έχουμε πει ότι όταν έχουμε τέτοιου είδους σοβαρές υποθέσεις, παραδείγματος χάριν μαθαίνω ότι εκατοντάδες τρίτεκνες μητέρες θα προσφύγουν στη δικαιοσύνη διότι δεν λαμβάνουν την ισόβια τιμητική σύνταξη όπως λαμβάνουν οι πολύτεκνες μητέρες, ενώ παίρνουν κι αυτές τα πολυτεκνικά επιδόματα –ένα παράδειγμα αναφέρω για να γίνει εύληπτο το επιχείρημά μου- θα πρέπει να έρθει σε επαφή ο επίτροπος με τη συλλογική θεσμική έκφραση των ανθρώπων αυτών. Υπάρχουν σύλλογοι, υπάρχουν ομοσπονδίες, υπάρχουν συνομοσπονδίες. Αν εκατό πολύτεκνοι καταφεύγουν στη δικαιοσύνη με εκατό υποθέσεις, γιατί ο επίτροπος να μην έρθει σε επαφή με τη θεσμική συλλογική έκφραση των ανθρώπων αυτών προκειμένου να οριστικοποιηθεί ποια θα είναι η υπόθεση; Θα μου πείτε: εάν δεν υπάρχει θεσμική συλλογική έκφραση; Τότε ένα άλλο κριτήριο μπορεί να είναι αυτό που ανέφερε ο κ. Βενιζέλος, δηλαδή η υπόθεση που προηγείται χρονικά. Εμείς το κάνουμε κι αυτό δεκτό. Αλλά σε κάθε περίπτωση θα σας παρακαλέσω πολύ να εξετάσετε τα κριτήρια. Μην απαξιώσετε με μία άκαμπτη στάση ένα πολύ θετικό και ρηξικέλευθο μέτρο που παίρνετε. Θα είναι αδικία για την προσπάθεια που καταβάλλετε και μόνο. Έρχομαι τώρα στο άρθρο 36 ορμώμενος από μια δική σας έκφραση, κύριε Υπουργέ, που είπατε ότι το νομοσχέδιο είναι φιλολαϊκό. Εγώ να το κάνω δεκτό, αλλά για να είναι φιλολαϊκό το νομοσχέδιο, θα πρέπει ο πολίτης να διατηρεί το συνταγματικό του δικαίωμα, να προσφεύγει σε ένδικα μέσα για να βρει το δίκιο του. Θα πρέπει να προστατεύεται το συνταγματικό δικαίωμα της δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Γιατί τα λέω αυτά; Διότι είναι πολύ σημαντικό το ζήτημα του ύψους των τελών και των παραβόλων. Δηλαδή ναι, υπάρχει ανάγκη επιτάχυνσης βεβαίως της διοικητικής δίκης, δεν θα πρέπει όμως να οδηγηθούμε σε ρυθμίσεις που συνεπάγονται υπέρμετρη διόγκωση των τελών και των παραβόλων διότι πλήττονται οι οικονομικά ασθενέστεροι. Άρα, λοιπόν, ο χαρακτηρισμός περί φιλολαϊκού νομοσχεδίου θα αποκτήσει πραγματική υπόσταση, κύριε Υπουργέ, εάν αποδεχθείτε στο άρθρο 36 μια προσθήκη την οποία εγώ θα σας αναγνώσω –διότι σας είπα ότι θέλουμε να συνεισφέρουμε σε θετικά βήματα- θέλω να την ακούσετε και αν θεωρείτε ότι είναι σωστή, να σας τη δώσω και γραπτώς. Εμείς, λοιπόν, πιστεύουμε ότι μετά την παράγραφο 4 του άρθρου 36 του υπό συζήτηση νομοσχεδίου, πρέπει να μπει η εξής παράγραφος και ακούστε την και αν θεωρείτε ότι κάτι λέμε, θα σας τη δώσω και γραπτώς: «Στο τέλος της παραγράφου 3, του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής: «Ο διάδικος απαλλάσσεται από την καταβολή του παραβόλου αν αποδεικνύει κατά τρόπο συγκεκριμένο με το εισαγωγικό δικόγραφο ότι αυτό υπερβαίνει τις οικονομικές του δυνατότητες».» Δηλαδή, αν αποδείξει ότι βρίσκεται σε κατάσταση που δεν του επιτρέπει να κινηθεί όπως πρέπει να κινηθεί για να βρει το δίκιο του λόγω του ύψους των παραβόλων και το αποδεικνύει αυτό, δεν είναι μια θετική διάταξη; Πρέπει να προστατέψουμε τον πολίτη. Και τελειώνοντας, αγαπητέ κύριε Πρόεδρε, θα πρέπει να δούμε το άρθρο 122 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Αναφέρομαι στο σημαντικό θέμα της συνάφειας. Διότι, μέχρι στιγμής οδήγησε σε μεγάλη επιφυλακτικότητα μια συσταλτική του ερμηνεία. Άρα, λοιπόν, αυξήθηκε η ύλη στα διοικητικά δικαστήρια και έτσι έχουμε σοβαρή καθυστέρηση στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Γι’ αυτό το λόγο εμείς θεωρούμε ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια διεύρυνση της έννοιας της συνάφειας. Για το πώς μπορεί να γίνει αυτό, επίσης έχουμε συγκεκριμένη πρόταση την οποία προτείνουμε, δηλαδή τροποποίηση της παραγράφου 2 του άρθρου 122 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η οποία πιστεύουμε ότι θα πρέπει να προστεθεί ως νέα παράγραφος στο άρθρο 10 του υπό συζήτηση νομοσχεδίου. Σας τη διαβάζω: «Η παράγραφος 2 του άρθρου 122 του κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «Συναφείς είναι οι πράξεις και οι παραλείψεις α) όταν στηρίζονται στον ίδιο κανόνα δικαίου, β) όταν στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, γ) όταν η νομιμότητα της μίας ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της άλλης ή όταν η κρίση του δικαστηρίου επί της νομιμότητας ή της βασιμότητας της μιας θα αποτελεί δεδικασμένο για την κρίση επί της νομιμότητας ή της βασιμότητας της άλλης». Άρα, λοιπόν, βλέπετε, κύριε Υπουργέ –το αναγνώρισε και ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας και τον ευχαριστούμε γι’ αυτό- η στάση του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού είναι στάση θετικής συμβολής στο όλο εγχείρημα. Και άλλα πράγματα πρέπει να γίνουν. Ανέφερε κάποια ο κ. Βενιζέλος, θετικές και οι όποιες απόψεις διατύπωσε, σε κάθε περίπτωση όμως έχουμε εδώ να κρίνουμε ένα συγκεκριμένο νομοσχέδιο το οποίο πράγματι επιταχύνει την όλη διαδικασία απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. Θα πρέπει να το απαξιώσουμε; Διότι η τελική τοποθέτηση του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήταν η πλήρης απαξίωση. Βεβαίως και δεν θα πρέπει να το απαξιώσουμε διότι υπάρχει μια αδήριτη ανάγκη επιτάχυνσης της όλης διαδικασίας. Έχει φρακάρει το σύστημα να το πω απλά. Άρα, λοιπόν, εμείς θα υπερψηφίσουμε επί της αρχής το νομοσχέδιο και επί των άρθρων, σε κάποια άρθρα θα τοποθετηθούμε αρνητικά, διότι έχουμε μια άλλη προσέγγιση των θεμάτων. Ευχαριστώ πολύ. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Ευχαριστούμε τον κ. Ροντούλη που ήταν σύντομος. Θα δώσουμε τη δυνατότητα στον κ. Αμοιρίδη να μιλήσει, ο οποίος απουσίαζε κατά τη διάρκεια των πρωτολογιών. Σας αρκούν πέντε λεπτά; ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΜΟΙΡΙΔΗΣ: Ήμουν στο Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.. Σαν Βουλευτής του νομού είχαμε ραντεβού με τον κύριο Υπουργό. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Άλλωστε συμμετέχετε τόσο τακτικά στην Ολομέλεια που δικαιούστε την προνομιακή αυτή μεταχείριση. Σας φτάνουν πέντε λεπτά; ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΜΟΙΡΙΔΗΣ: Νομίζω ότι μου αρκούν, για να συμβάλω στη διαδικασία. Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Ξεκινάω από τον τίτλο που μιλάει για επιτάχυνση. Τι είναι επιτάχυνση; Να κάνουμε γρήγορα τις δίκες ή να απονέμουμε το δίκαιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο; Πιστεύω σε ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο θα δουλεύει επιτελικά, θα έχει ισχυρούς θεσμούς και θα έχει διαφορετική νοοτροπία διοίκησης, που θα έχει το πνεύμα της ανεξαρτησίας και θα απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των πολιτών. Οι αναφορές σε κάποια σημεία κάποιων άρθρων δεν οδηγούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Κύριε Υπουργέ, έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στις ανεξάρτητες αρχές. Θα προσληφθούν διακόσια είκοσι πέντε άτομα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, χωρίς Α.Σ.Ε.Π. ή -υπάρχουν οι όροι που βάζετε εσείς- και ένα μέρος από το Α.Σ.Ε.Π.. Θυμάμαι τον κ. Αβραμόπουλο που έλεγε: για γρήγορη διεκπεραίωση να πάρουμε από τις δέκα χιλιάδες νοσηλεύτριες, δύο χιλιάδες χωρίς Α.Σ.Ε.Π.. Τελικά αποδείχθηκε μετά από τόσα χρόνια, που θα μπορούσαν να γίνουν οι προκηρύξεις, ότι δεν ήταν θέμα ταχύτητας, αλλά ήταν θέμα οικονομικό. Άρα, ας μη χρησιμοποιούμε πολλές φορές την επιτάχυνση και την ταχύτητα, όταν θέλουμε να καλύψουμε άλλα κενά τα οποία δεν μπορούμε να καλύψουμε. Θα πρέπει ο πολίτης να έχει εμπιστοσύνη σε αυτό το κράτος. Και η δικαιοσύνη είναι μια πολύ μεγάλη παράμετρος, ένας βασικός πυλώνας να αποκτηθεί αυτή η εμπιστοσύνη. Θα πρέπει, λοιπόν, όποια μέτρα παίρνουμε -πολλά από αυτά είναι θετικά, για άλλα έχουμε κάποιες αμφιβολίες και ενστάσεις- και οι νόμοι που ψηφίζονται, να έχουν μια γενικότερη αποδοχή και να λύνουν προβλήματα. Στο άρθρο 44 υπάρχει μια αναφορά για την ολομέλεια. Δεν είμαι νομικός, δεν γνωρίζω, αλλά, φαντάζομαι, κάποιοι άνθρωποι για να επιμένουν στην ολομέλεια όλα αυτά τα χρόνια, θα υπάρχει κάποιος λόγος, ώστε οι αποφάσεις αυτές να είναι πιο βάσιμες, να υπάρχει εμπιστοσύνη. Φαντάζομαι ότι βγαίνει μέσα από την ευσυνειδησία των δικαστών να υπηρετήσουν τη νομιμότητα και να βγάζουν τις αποφάσεις μέσα από την ολομέλεια. Και αυτό ισχύει όλα αυτά τα χρόνια. Όσον αφορά το γερμανικό πρότυπο στο άρθρο 39, θεωρώ ότι καμμία δίκη δεν μοιάζει με την άλλη. Μπορεί να μοιάζουν, αλλά δεν είναι ίδιες. Άρα, δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε μια απόφαση οριζόντια σε όλα τα επίπεδα και ίσως γεωγραφικά να μην είναι το ίδιο, γιατί η κάθε περιοχή έχει την ιδιαιτερότητά της. Οι δίκες, οι αναφορές, ως προς το περιεχόμενο, μπορεί να μοιάζουν, αλλά δεν είναι ίδιες. Πρέπει να είμαστε λίγο προσεκτικοί, γιατί υπάρχει κίνδυνος αυτό να εκμεταλλευτεί – όχι από όλους- από κάποιους, ώστε οι αποφάσεις αυτές να θίγουν κάποιους συμπολίτες μας. Όσον αφορά το άρθρο που κάνει αναφορά στις 5.000 ευρώ. Σήμερα στην Αμερική -εδώ που έχει φθάσει το ευρώ- θα ήταν 8.000 δολάρια. Αν το ακούσει κάποιος Αμερικάνος, θα πει ότι είναι πολύ μεγάλο το ποσό. Αυτό που πρέπει να δούμε είναι ότι πρέπει να τιμήσουμε και το 1 ευρώ, ώστε να δώσουμε το δικαίωμα σε κάποιον να κάνει ένσταση και στο 1 ευρώ, κύριε Πρόεδρε. Οι 5.000 ευρώ για μένα είναι δέκα ή δώδεκα μισθοί, οι μισθοί ενός χρόνου ενός νέου εργαζόμενου, άντε να πούμε ο μισός χρόνος δουλειάς. Δεν έχει δικαίωμα να κάνει ένσταση; Και στο 1 ευρώ θα πρέπει να του δώσουμε το δικαίωμα να κάνει ένσταση. Δεν νομίζω ότι αυτό θα καθυστερήσει… ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Να το κάνουμε χαρτονόμισμα. … ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΜΟΙΡΙΔΗΣ: Νομίζω ότι είναι πολύ δημοκρατικό να δώσουμε το δικαίωμα στον πολίτη ακόμα και για 1 ευρώ να κάνει ένσταση. Δεν θα το κάνει, αλλά δεν πρέπει να του αφαιρέσουμε κανένα δικαίωμα. Νομίζω ότι αυτό λέει η δημοκρατία. Όσον αφορά τα άρθρα 65 και 66 που αφορούν το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ, σίγουρα χρειαζόμαστε κτήρια, συντηρήσεις, νέα κτήρια, αλλά θα πρέπει να έχουμε ένα χωροταξικό σχεδιασμό στο μυαλό μας: θα πρέπει να εκσυγχρονίσουμε τα κτήρια, να τα εξοπλίσουμε με νέες τεχνολογίες, να δώσουμε δικαστές που θα έχουν και κατάρτιση και εμπειρία, αλλά και διάθεση να μπουν σε χώρους που θα είναι τόσο βελτιωμένοι και θα προδιαθέτουν για μια καλή δίκη. Όμως εδώ προκύπτει το εξής: Μέσα από τα Σ.Δ.Ι.Τ. με 100.000.000 ευρώ στα επόμενα δύο χρόνια θα γίνουν τα δύο δικαστικά μέγαρα στο Ηράκλειο και στην Πάτρα. Το ταμείο του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. συνεχώς θα αυξάνεται, γιατί υπάρχουν οι πόροι που εισρέουν μέσα από τις δίκες που πληρώνει ο πολίτης και ίσως πληρώνουν και οι νομικοί. Αυτό το σημείο που αναφέρετε ότι θα κάνετε δημοσκοπήσεις. Εσείς στην εκλογική σας περιφέρεια φαντάζομαι ότι αντιλαμβάνεστε –και δεν χρειάζεται καμμία δημοσκόπηση- ότι είστε καλός πολιτικός, ότι αυτό φαίνεται από το αποτέλεσμα και ότι δεν χρειάζονται δημοσκοπήσεις. Ούτε χρειάζονται δημοσκοπήσεις για το αν είναι ευχαριστημένος ο κόσμος από τις δίκες. Αυτό το διαπιστώνετε και στις συζητήσεις σας. Νομίζω ότι προκαλούμε τον κόσμο λέγοντας ότι θα κάνουμε δημοσκοπήσεις και γκάλοπ, για να δούμε πώς πάει το δικαστικό σύστημα, χρησιμοποιώντας αυτά τα χρήματα. Νομίζω ότι αυτό πρέπει να το αφαιρέσετε τελείως. Πιστεύω ότι έχετε εμπιστοσύνη και στον εαυτό σας και αυτό είναι εκ του περισσού. Ας μην προκαλέσουμε για μία ακόμη φορά λέγοντας ότι αυτή η πολιτική ασκείται με επικοινωνιακές τακτικές και όχι με την ουσία. Νομίζω ότι θα πρέπει να το αφαιρέσετε. Σε γενικές κατευθύνσεις κάποια άρθρα βεβαίως βελτιώνουν, αλλά σε πολλά από αυτά έχουμε κάθετη αντίρρηση. Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Ευχαριστούμε τον κ. Αμοιρίδη. Το λόγο έχει η εισηγήτρια της Νέας Δημοκρατίας κ. Παπακώστα. ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ-ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ: Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε. Δεν ξέρω αν ο κ. Βενιζέλος, ο οποίος απουσιάζει αυτήν τη στιγμή από την Εθνική Αντιπροσωπεία, νηστεύει. Πάντως, είμαι βέβαιη πως είναι θιασώτης του να βαφτίζει το κρέας ψάρι. Διότι τον πύργο της Βαβέλ, δηλαδή την πολιτική δολιχοδρομία και την πολιτική πολυγλωσσία, την οποία πραγματικά παρουσίασε και σε αυτήν την Αίθουσα το ΠΑ.ΣΟ.Κ., προσπάθησε μέσα από την στείρα άρνηση να τη βαφτίσει δήθεν ως θεσμική αντίσταση. Ένα θεσμό ρηξικέλευθο, καινοτόμο, ουσιαστικό, ο οποίος εφαρμόζεται με πολύ μεγάλη επιτυχία, παραδείγματος χάριν στη Γερμανία αλλά και αλλού, ο κ. Βενιζέλος τον χαρακτήρισε ευθέως και αμέσως αντισυνταγματικό. Η απάντηση στον κ. Βενιζέλο είναι η εξής: Πρώτον, η Κυβέρνηση και το καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργείο διαβουλεύθηκε. Το Συμβούλιο της Επικρατείας και οι πάντες απεφάνθησαν θετικά. Δεύτερον, ως έγκριτος νομικός όφειλε να γνωρίζει ότι από την πρότυπη δίκη δεν δημιουργείται δεδικασμένο αλλά νομολογιακό προηγούμενο. Κατά συνέπεια, η θεσμική επίκληση κατά της συνταγματικότητας ενός θεσμού, όλο αυτό το οικοδόμημα του κ. Βενιζέλου, ενώ δήθεν είναι εξαιρετικός ο θεσμός και τον αποδέχεται και τον υποστηρίζει, είναι για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, για να δικαιολογήσει γιατί λέει «όχι» το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στείρα αντιπολιτευόμενο την Κυβέρνηση σε ένα νομοσχέδιο, το οποίο πραγματικά οδηγεί και στη βελτίωση και στην επιτάχυνση και στη δικαιότερη απονομή δικαιοσύνης και δικαίου στους πολίτες, οι οποίοι κυρίως και πρωτίστως όσον αφορά τη διοικητική δικαιοσύνη, θίγονται κυρίως από τη διοίκηση και βεβαίως πιο συγκεκριμένα και ειδικότερα από τη διοίκηση εκείνη, η οποία λειτουργεί πλημμελώς εκδίδοντας πράξεις, οι οποίες όχι σπάνια αδικούν τους φορολογούμενους και τους ασφαλισμένους, οι οποίοι στη συνέχεια θα πρέπει να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη, για να βρουν το δίκαιό τους. Προσέξτε τώρα το ανακόλουθο και αυτό που σας είπα περί νηστείας του κ. Βενιζέλου με την τάση του να βαφτίζει τη στείρα αντιπαράθεση ως δήθεν θεσμική αντίσταση. Δεν μου λέτε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, και θα ήθελα να είναι εδώ ο κ. Βενιζέλος, για να απαντήσει στο επιχείρημα: Αυτό το σχέδιο νόμου, το οποίο σε λίγο θα τεθεί σε ψηφοφορία, δεν πιέζει πρώτον τη διοίκηση, την οποία όλοι μας επικρίνουμε για την έκδοση τέτοιων πλημμελών πράξεων σε βάρος των φορολογουμένων πολιτών; Ασφαλέστατα και την πιέζει. Δεν είναι ο στόχος, για να μην αδικούνται οι πολίτες, να πιέζεται η διοίκηση, να μη θεωρεί πλέον ότι μπορεί αβρόχοις ποσί και χωρίς κανένα κόστος να εκδίδει αποφάσεις, οι οποίες θίγουν τους πολίτες και οι οποίοι στην προσπάθειά τους να βρουν το δίκιο τους συνακόλουθα και επακόλουθα προσφεύγουν στη διοικητική δικαιοσύνη, για να το βρουν; Άρα, λοιπόν, ο στόχος και η φιλοσοφία του νομοθέτη –στην προκειμένη περίπτωση της Κυβέρνησης που έχει και τη νομοθετική πρωτοβουλία- είναι ακριβώς να πιέσει τη διοίκηση, όταν αυτή ασκεί πλημμελώς τα καθήκοντά της. Αυτό είναι το πρώτο επιχείρημα. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το δεύτερο επιχείρημα είναι το εξής: η διοίκηση αποδυναμώνεται, απογυμνώνεται και σε περίπτωση που ως διάδικος μετέχει με τον ιδιώτη σε διοικητική δίκη, αυτή η δίκη πλέον γίνεται επί ίσοις όροις. Αυτό γίνεται για πρώτη φορά στην ελληνική πραγματικότητα, αυτό γίνεται για πρώτη φορά στην ελληνική διοικητική δικαιοσύνη. Και εξηγούμαι. Καταργούνται όλες εκείνες οι διατάξεις, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι οποίες προβλέπουν υπέρ του δημοσίου αλλά και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, κατά παραβίαση της αρχής της δικονομικής ισότητας. Και εδώ δεν είδα κανένα από τους κυρίους συναδέλφους του ΠΑ.ΣΟ.Κ., δεν είδα τον έγκριτο συνταγματολόγο και δημοσιολογούντα κ. Βενιζέλο να έχει άποψη επ’ αυτού στα χρόνια της διακυβέρνησης, επί των ημερών που κυβερνούσε το ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Για πρώτη φορά, λοιπόν, αυτή η κατά παραβίαση της αρχής της δικονομικής ισότητας εύνοια υπέρ του δημοσίου καταργείται από αυτήν την Κυβέρνηση με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο και αναστέλλει μάλιστα την εκτέλεση όλων των τελεσίδικων κατ’ αυτών δικαστικών αποφάσεων μέχρις ότου καταστούν αμετάκλητες. Η ρύθμιση αυτή, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πέραν της ισότητας των διαδίκων, λειτουργεί ως αντικίνητρο για το δημόσιο στο να καταθέτει αφειδώς και ευκόλως -και πολυτελώς ακόμη αν θέλετε- ακόμη και για λυμένα νομικά ζητήματα αιτήσεις αναιρέσεως, προκειμένου να καθυστερεί την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι, ενώ πιέζουμε τη διοίκηση να μην λειτουργεί πλημμελώς εκδίδοντας πράξεις οι οποίες, σπανίως ή όχι, αδικούν τους φορολογουμένους πολίτες, από την άλλη πλευρά εφαρμόζουμε την αρχή της δικονομικής ισότητας ανάμεσα στο δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα του δημοσίου δικαίου και στον ιδιώτη. Και ο κ. Βενιζέλος, επειδή δεν μπορεί να δικαιολογήσει αλλιώς τη στάση του κόμματός του, πέραν της στείρας άρνησης και της στείρας αντιπαράθεσης, παρά το γεγονός -και το υπογραμμίζω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι- ότι σχεδόν το σύνολο των συναδέλφων όχι μόνο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης αλλά και της λοιπής Αντιπολίτευσης, των κομμάτων όλων των πτερύγων της Βουλής, αποδέχονται τις θετικές διατάξεις. Και εν πάση περιπτώσει, ερωτώ και αντιστρέφω το επιχείρημα: Πώς είναι δυνατόν να επικαλείται αντισυνταγματικότητα ο κ. Βενιζέλος για συγκεκριμένες διατάξεις και ιδίως για το θεσμό της πρότυπης δίκης, όταν οι θεσμοί έχουν λειτουργήσει και έχουν αποφανθεί επ’ αυτού; Πριν, στη διαβούλευση πώς είναι δυνατόν να λέει πως το νομοσχέδιο δεν κινείται στη σωστή κατεύθυνση και το καταψηφίζει το ΠΑ.ΣΟ.Κ., την ώρα που όλοι οι αρμόδιοι φορείς μίλησαν για κοινωνική ειρήνη και μίλησε και για θεσμική και εταιρική ειρήνη ο κ. Βενιζέλος; Και ερωτώ: Όταν συμπράττουν οι δικαστές, όταν συμπράττουν οι δικηγορικοί σύλλογοι της χώρας, όταν συμπράττουν όλοι εκείνοι οι οποίοι εμπλέκονται στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης και λένε «ναι, είναι θετικό το νομοσχέδιο» και έχει επιτευχθεί αυτό το οποίο ζητούσε ο κ. Βενιζέλος, δηλαδή τη θεσμική συμμετοχή, τη θεσμική ειρήνη, πώς απ’ αυτό το Βήμα ισχυρίζεται ότι δεν ψηφίζει ένα νομοσχέδιο, το οποίο τυγχάνει και αυτής της θεσμικής αποδοχής και αυτής της θεσμικής ειρήνης; Τα τερτίπια του τύπου ότι ο Υπουργός και η Κυβέρνηση πρέπει να ανακαλέσουν, γιατί δήθεν αντιστρατεύονται το θεσμό του Α.Σ.Ε.Π., να με συγχωρήσετε, αλλά θα χρησιμοποιήσω τη φράση που λέει ο λαός ότι «στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλούν για σχοινί», πολύ περισσότερο δε που, κύριοι συνάδελφοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ., απαντώντας στον κ. Βενιζέλο, λέω το εξής: Τι είναι αυξημένης τυπικής ισχύος, το Σύνταγμα που είναι ο καταστατικός και θεμελιώδης χάρτης της χώρας ή οι εκτελεστικοί του κράτους νόμοι; Και εξηγούμαι: Στο άρθρο 103 του Συντάγματος -το είπαμε, το ξαναείπαμε, να το πω για μία τελευταία φορά- δεν τίθεται θέμα παράκαμψης του Α.Σ.Ε.Π., αυτό το οποίο ειπώθηκε εδώ από την πλευρά του κυρίου Υπουργού, διότι απλά επικαλεστήκαμε τον καταστατικό και θεμελιώδη συνταγματικό χάρτη της χώρας, το Σύνταγμα δηλαδή, το οποίο ορίζει στο άρθρο 103 συγκεκριμένα τους όρους και τις προϋποθέσεις για την πρόσληψη ειδικού επιστημονικού προσωπικού. Και αν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ο κ. Βενιζέλος, ο οποίος έχει ταχθεί στην υπηρεσία του Συντάγματος και στη διακονία του θεωρεί πως ένας απλός νόμος, όπως και αν λέγεται αυτός, είναι υπέρτερος και έχει αυξημένη θεσμική ισχύ σε σχέση με το Σύνταγμα, με συγχωρείτε πάρα πολύ, αλλά δεν ξέρω πώς το υπηρετεί. Τέλος, κλείνοντας, κύριε Πρόεδρε, θέλω να πω το εξής: Πραγματικά εδώ υπάρχει το εξής πολιτικό θέμα, διότι επί της ουσίας έχει απαντήσει ο κύριος Υπουργός σ’ όλα τα ζητήματα που ετέθησαν. Υπάρχει το εξής πολιτικό θέμα. Υπάρχει μία μεταρρύθμιση και στο θέμα της διοικητικής δικαιοσύνης. Ο κ. Βενιζέλος είπε ότι αυτή η θεσμική μεταρρύθμιση πρέπει να έχει μια στρατηγική. Αυτή η στρατηγική της θεσμικής μεταρρύθμισης και στη διοικητική δικαιοσύνη και σ’ όλα τα επίπεδα της δικαιοσύνης έχει ξεκινήσει βήμα-βήμα και αποδεικνύεται στην πράξη πως το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι για μία ακόμη φορά απόν. Σας ευχαριστώ. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας) ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Ευχαριστούμε, κυρία Παπακώστα. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχω την τιμή να ανακοινώσω στο Σώμα ότι τη συνεδρίασή μας παρακολουθούν από τα άνω δυτικά θεωρεία, αφού προηγουμένως ξεναγήθηκαν στους χώρους του Μεγάρου της Βουλής των Ελλήνων, τριάντα τρεις μαθητές και επτά συνοδοί καθηγητές από το Γυμνάσιο Λιμεναριών Θάσου. Η Βουλή τους καλωσορίζει. Τους πληροφορούμε ότι παρακολουθούν συνεδρίαση νομοθετικής εργασίας, πολύωρη συνεδρίαση –συμπληρώνουμε εξάωρο- η οποία βρίσκεται προς το τέλος της. (Χειροκροτήματα από όλες τις πτέρυγες της Βουλής) Το λόγο έχει ο εισηγητής του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κ. Νικητιάδης. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Να θυμίσω στην εκλεκτή εισηγήτρια της Νέας Δημοκρατίας ότι οι γραμματείς των δικαστηρίων δεν είναι ειδικό επιστημονικό προσωπικό. Είναι περίπου εκατόν ογδόντα έως εκατόν ενενήντα, οι οποίοι θα προσληφθούν μ’ αυτή τη διαδικασία. Επίσης, να θυμίσω ότι δεν συνέπραξαν και δεν συμφώνησαν όλοι οι φορείς ούτε στο άρθρο 44 ούτε στο άρθρο 39. Απλώς θα υπενθυμίσω τι είπε ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας. Είπε και για τα δύο «ουδέν σχόλιο». Θα μου επιτρέψει, επίσης, ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας να πω ότι υπήρξε βασιλικότερος του Υπουργού. Ο Υπουργός δεν ανέλαβε να υπερασπίσει τον εαυτό του όταν του αποδώσαμε τον όρο «δικομανία». Εσείς προφανώς δεν θέλατε να δείτε αυτό που κατέθεσα εδώ στη Βουλή. Είναι το δελτίο Τύπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Γράφει με κεφαλαία γράμματα δύο φορές: «Η δικομανία των Ελλήνων ως το βασικότερο αίτιο παραγωγής της πληθώρας των εκκρεμών υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια». Επίσης, θεωρώ ότι είναι άδικο το να χαρακτηρίζετε τα επιχειρήματά μας τεχνικά, όταν κάναμε ολόκληρες αναφορές στον πάρεδρο για παράδειγμα, που είπατε. Εγώ είπα ευθέως ότι θέλετε να καθαρίσετε με τους παρέδρους που δεν εξυπηρετούν τις δικές σας εντολές. Αυτό είναι πολιτικό επιχείρημα και όχι τεχνικό. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΟΣ: Οι εισηγητές είναι δικοί μας; ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Εγώ σας λέω τι είπαμε και εσείς λέτε ότι θέσαμε τεχνικά ζητήματα. Θέλω, κύριε Υπουργέ, για λίγο την προσοχή σας. Θα αναφέρω ένα κομμάτι ομιλίας ενός ανωτάτου πολιτικού στελέχους του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Λέει: «Η διοικητική δικαιοσύνη αποτελεί το θεματοφύλακα των ατομικών ελευθεριών, την ύπατη αρχή προστασίας του πολίτη έναντι της κρατικής εξουσίας. Αυτός είναι ο ρόλος της, ο λόγος ύπαρξής της. Γι’ αυτό και η ιστορία της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξέλιξη και ολοκλήρωση της σύγχρονης δημοκρατίας μας». Υποθέτω ότι το υπογράφετε, όπως και εγώ, όπως και όλοι μας. Φαντάζομαι όμως ότι δεν υπογράφετε πως όσοι λειτουργούν στην κατεύθυνση του να μη δίνουν τη δυνατότητα στον πολίτη, με όσο πιο εύκολο τρόπο γίνεται, να προσφεύγει σ’ αυτή τη διοικητική δικαιοσύνη, δεν εξυπηρετούν το θεσμό της δημοκρατίας. Αυτό το λέω εγώ, εσείς δεν το λέτε. Σε κάθε περίπτωση όμως αυτά τα είπε ο κ. Παπαληγούρας στις 26 Φεβρουαρίου 2007 στη γενική συνέλευση των διοικητικών δικαστών. Τώρα, αν ο κ. Παπαληγούρας αφού τα είπε όλα αυτά τα υπέροχα, ενώ είχε το σχέδιο της Επιτροπής Βροντάκη -που είχε γίνει επεξεργασία του από το 2002 όταν Υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο κ. Πετσάλνικος- για ποιο λόγο κράτησε αυτό το σχέδιο, τόσο καιρό Υπουργός και δεν το κατέθεσε και ήρθατε εσείς, αφαιρέσατε όλες τις διατάξεις –περίπου τριάντα άρθρα του Συμβουλίου της Επικρατείας- που υπήρχαν σε εκείνο το σχέδιο και φέρατε ένα διαφορετικό σχέδιο, αυτό είναι κάτι που πραγματικά δημιουργεί πάρα πολλές απορίες. Είπατε στην επιτροπή, κύριε Υπουργέ, για την πιλοτική δίκη -και φαντάζομαι ότι ήταν μια στιγμή πραγματικά ειλικρινούς τοποθέτησής σας- ότι άμα δεν σπάσεις αβγά δεν κάνεις ομελέτα. Έτσι είναι τα πράγματα. Μόνο που δεν είναι έτσι στη δικαιοσύνη. Ούτε αβγά ούτε ομελέτα μπορεί να είναι η δικαιοσύνη. Άμα σπάσεις αβγά στη δικαιοσύνη ή άμα πας να κάνεις ομελέτα κάποιους θα αδικήσεις. Και εμείς δεν δικαιούμαστε να αδικήσουμε κανέναν. Η δικαιοσύνη είναι αδέκαστη. Δεν δικαιούται να τοποθετείται, να αδικήσει ή να δικαιώσει οποιονδήποτε. (Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή) Ένα λεπτό μόνο, κύριε Πρόεδρε. Αν και έχω οκτώ λεπτά. Δεν κατάλαβα γιατί έχω πέντε λεπτά. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Δεν βγαίνει η δευτερολογία, εσείς το είπατε. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Συμφωνώ. Δυο λεπτά, για να απαντήσω… ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Προχωρήστε, παρακαλώ. Θα έχετε τη δυνατότητα να ολοκληρώσετε. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Αναφερθήκατε στις προσλήψεις στο Α.Σ.Ε.Π.. Σας το είπε και ο κ. Βενιζέλος. Κι εσείς δηλώσατε στην επιτροπή ότι σας πιέσανε. Όλοι με μία φωνή σας είπαν: «Προχώρα». Εγώ λοιπόν σας κατέθεσα εδώ απόφαση εξήντα επτά συλλόγων δικαστικών υπαλλήλων, που όλοι το καταδικάζουν. Όλα τα κόμματα, ακόμη κι αυτά που συμφωνούν επί της αρχής για το νομοσχέδιο, διαφωνούν με τη συγκεκριμένη διάταξη για το Α.Σ.Ε.Π.. Θα ήθελα πραγματικά να μας πείτε ποιοι είναι αυτοί που σας πίεσαν να παραβιάσετε αυτές τις διατάξεις. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Η ομοσπονδία, σας είπα. Όλοι, η συνομοσπονδία… ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Ποια ομοσπονδία; Εξήντα επτά σύλλογοι, η ομοσπονδία δικαστικών υπαλλήλων, χιλιάδες δικαστικοί υπάλληλοι… ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Αν αλλάζουν απόψεις σε μερικούς μήνες δεν φταίω εγώ. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Μην διακόπτετε παρακαλώ, κύριε Υπουργέ. Θα απαντήσετε μετά. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Θα σας πω επίσης ότι είπατε στην επιτροπή ότι για ψύλλου πήδημα, επειδή ήταν 550 ευρώ, ο καθένας κατέθετε και μια αίτηση. Κι εγώ σας απήντησα τότε ότι του ψύλλου το πήδημα το κάνατε πήδημα δεινοσαύρου με τις 5.000 και περίμενα ότι θα αντιλαμβανόσασταν ότι είναι πολύ μεγάλη η διαφορά από τα 500 ευρώ στις 5.000. Δυστυχώς εσείς το κρατήσατε, δεν το αλλάξατε. Δεν μπορώ να σημειώσω τίποτε άλλο. Αυτό θα κριθεί στην πορεία. Ο κ. Καραμάριος σας έθεσε το ζήτημα των κτηματολογίων Κω και Ρόδου. Δεν άκουσα κάποια απάντηση, ενώ δεχθήκατε κάποιες απο τις άλλες διορθώσεις που έκανε και είναι θετικό αυτό. Θα κλείσω με το εξής επειδή παρήλθε ο χρόνος. Δεν κατάλαβα την αναφορά στα τρία συστήματα με τα οποία επιτυγχάνεται η ταχύτητα της δίκης. Καταλήξατε -και έτσι εννοήσαμε- ότι το καλύτερο σύστημα ήταν των τεσσάρων, όπως είπατε, που έχει υιοθετηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Εγώ λέω: πράγματι, από τα τρία συστήματα που μας περιγράψατε το καλύτερο είναι αυτό των τεσσάρων. Μόνο που εσείς δεν επιλέξατε αυτό. Εσείς επιλέξατε να ακριβύνετε τη διοικητική δίκη. Ολοκληρώνοντας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εγώ πιστεύω ότι μείωση των δικών θα υπάρξει. Είναι βέβαιο ότι όταν ακριβαίνει η δικαιοσύνη μείωση των δικών θα υπάρξει. Φοβάμαι όμως ότι θα υπάρξει και μείωση του κράτους δικαίου, φοβάμαι ότι θα υπάρξει μείωση απόδοσης της δικαιοσύνης κι αυτό είναι το τραγικό στην ιστορία και σ’ αυτό κύριε Υπουργέ, νομίζω ότι κάποια στιγμή θέλετε δεν θέλετε αυτά θα αναθεωρηθούν. Δεν μπορεί η δικαιοσύνη να είναι τόσο ακριβή, δεν μπορεί να είναι τόσο απαγορευτική για τον πολίτη. Ευχαριστώ. (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ) ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Ευχαριστούμε τον κ. Νικητιάδη. Το λόγο έχει ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Χατζηγάκης με την αγόρευση του οποίου ολοκληρώνεται η συζήτηση του νομοσχεδίου. ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Κύριε Πρόεδρε, θα μπορούσα να μην δευτερολογήσω διότι και ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας κ. Αποστολάκος και η κ. Κατερίνα Παπακώστα σχεδόν κάλυψαν το σύνολο των απαντήσεων τις οποίες θα μπορούσα να δώσω. Θέλω όμως, για να επισημάνω ορισμένα σημεία, να κάνω δύο- τρεις παρατηρήσεις. Παρατήρηση πρώτη: Το Σύνταγμα, κύριε συνάδελφε, λέει ότι οι προσλήψεις Α.Σ.Ε.Π. γίνονται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή, σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγονται στον έλεγχο της ανεξάρτητης αρχής. Εμείς δεν κάνουμε τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Το Α.Σ.Ε.Π. δεν κάνει το ίδιο το διαγωνισμό. Το διαγωνισμό τον αναθέτει σε μια αρχή. Και η αρχή η οποία θα τον κάνει είναι η συγκεκριμένη που λέει το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Κι επομένως νομότυπα, συνταγματικά, νομικά σωστά, το Υπουργείο Δικαιοσύνης με το νομοσχέδιο αυτό για λόγους ταχύτητος και για λόγους καλύτερου αποτελέσματος προχωράει στο διαγωνισμό κατά τον τρόπο που περιγράφεται στο νομοσχέδιο. Τώρα, αν οι κύριοι υπάλληλοι –δεν ξέρω, είδα κι εγώ ένα σημείο- αλλάζουν γνώμη και φέρνουν ένα έγγραφο μία μέρα πριν από τη συζήτηση του νομοσχεδίου, αυτό να το ρωτήσετε στους ίδιους. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης ούτε ψέματα λέει ούτε επιχειρεί να παραπλανήσει την επιτροπή ή τη Βουλή. Και σας λέω ότι αυτή η συζήτηση ήταν ενώπιον τριάντα, σαράντα, πενήντα ανθρώπων. Ήταν όλοι εκπρόσωποι των σωματείων και μάλιστα ήταν σε περίοδο που έκαναν τις κυλιόμενες απεργίες και μου είπαν με μία φωνή «πάρτε προσωπικό, δεν μας ενδιαφέρει με Α.Σ.Ε.Π. ή ξεασέπ.!». Αυτό δεν απαξιώνει το Α.Σ.Ε.Π., όπως είπε ο κ. Βενιζέλος. Το Α.Σ.Ε.Π. είναι ένας θεσμός, είναι κατοχυρωμένος και βάσει του κριτηρίου και των ασφαλιστικών δικλείδων να γίνουν οι διαγωνισμοί. Δεν θα γίνουν έτσι στο βρόντο. Όμως, οπωσδήποτε πρέπει να παραδεχθούμε ότι υπάρχουν θεσμοί, οι οποίοι σε ορισμένες χρονικές στιγμές δείχνουν μια δυσκαμψία, ιδίως ως προς την ταχύτητα των αποφάσεων. Ήδη εδώ, αν διαβάσετε το ίδιο το έγγραφο αυτών των υπαλλήλων, θα δείτε ότι υπάρχουν διαγωνισμοί, οι οποίοι εκκρεμούν στο Α.Σ.Ε.Π. εδώ και δυο-τρία χρόνια. Συνεπώς και εξ αυτού μόνο του γεγονότος μπορείτε να βγάλετε το συμπέρασμα ότι άλλα είπαν τότε και άλλα γράφουν τώρα. Και ερωτώ εγώ: Γιατί τα γράφουν τώρα αυτά; Ποιος τους έσπρωξε και βγάζουν αυτές τις ανακοινώσεις μία μέρα πριν γίνει η συζήτηση του νομοσχεδίου; Άρα, κάτι εκ του πονηρού είναι. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Λέτε ότι εμείς σπρώξαμε τους εξεταστές; ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Δεν ξέρω, δεν είπα εγώ ότι εσείς κάνατε κάτι τέτοιο. Ξέρουμε πώς λειτουργούν τα κόμματα, πώς είναι οι υπόγειες διασυνδέσεις. Επομένως, ψάξτε να το βρείτε. Δεν είπα εγώ για εσάς. Εγώ θα ήμουν ο τελευταίος που θα έλεγα κακή κουβέντα για εσάς. Ως προς την όμοια δίκη, άκουσα και διάφορες συνταγματικές παρατηρήσεις του κ. Βενιζέλου. Εγώ σχεδόν είχα εξαντλήσει το θέμα της όμοιας δίκης και η κ. Παπακώστα πολύ εύγλωττα τοποθετήθηκε. Εγώ δεν καταλαβαίνω την καχυποψία που έχετε απέναντι στο θεσμό του γενικού επιτρόπου του δικαστηρίου. Τι υποστηρίχθηκε; Ότι θα επιλέγονται οι ασθενέστερες γενικά υποθέσεις. Είπε ο κ. Βενιζέλος ότι θα επιλέγεται η πρώτη. Δεν θα είχα καμμία αντίρρηση να το κάνετε, αλλά αν τυχόν κάποιο πρωτοδικείο βγάλει κάποια άλλη, η οποία δεν είναι η πρώτη, τι θα γίνει; Θα ακυρωθούν όλες; Υπάρχουν, δηλαδή, ορισμένα ζητήματα, τα οποία είναι επικίνδυνα και γι’ αυτό επιφυλάχθηκα στο να προσδιορίσω αν θα είναι η πρώτη ή αν θα είναι η δεύτερη. Όπως είπα, δεν καταλαβαίνω όλη αυτή την καχυποψία, πρώτον, γιατί ο γενικός επίτροπος στα διοικητικά δικαστήρια είναι ανώτατος δικαστικός λειτουργός. Επαναλαμβάνω, κύριοι συνάδελφοι –κυρίως του ΠΑ.ΣΟ.Κ., γιατί η Αριστερά λείπει σήμερα- ότι αν δεν έχουμε εμπιστοσύνη στους θεσμούς και αν δεν έχουμε εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που υπηρετούν τους θεσμούς, τότε δεν μπορούμε να σταθούμε σαν κράτος, δεν μπορούμε να υπάρξουμε. Εδώ αναρωτήθηκε ο κ. Βενιζέλος ποιος είναι ο σοβαρός λόγος για τους δικαστές της ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Ο σοβαρός λόγος θα κριθεί από την ίδια την ολομέλεια. Αν, λοιπόν, δεν έχουμε εμπιστοσύνη και η ολομέλεια δεν έχει την κρίση ή δεν έχει το ηθικό ανάστημα να κάνει το σωστό, τότε δεν μπορούμε να σταθούμε. Συνεπώς, πρέπει για να λειτουργήσει καλά η δημοκρατία, να έχει ένα πολιτικό συμβόλαιο, να έχουμε μια συμφωνία μεταξύ μας σε τι πρέπει να συμφωνούμε και σε τι πρέπει να μη συμφωνούμε, τι να εμπιστευόμαστε και τι να μην εμπιστευόμαστε. Και ανέλυσα κι εγώ και η κ. Παπακώστα και ο κ. Αποστολάκος, όλοι, το θέμα της ολομέλειας και της απαρτίας. Και νομίζω ότι δεν πρέπει να επανέλθω εις αυτό το ζήτημα. Θα ήθελα τώρα στην παρατήρηση, την οποία έκανε ο κ. Αποστολάκος, σχετικά με την απαρτία των δικηγορικών συλλόγων, να πω το εξής: Κύριε συνάδελφε, δεν θα είχα καμμία αντίρρηση –και νομίζω ότι μπορούμε να το διατυπώσουμε έτσι- στην Αθήνα να είναι η απαρτία δύο χιλιάδες διακόσιοι και στη Θεσσαλονίκη χίλιοι τετρακόσιοι, βάσει της αύξησης του αριθμού των δικαστών, ώστε να είμαστε εντάξει προς την αντιστοιχία της απαρτίας και των μελών. Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα τελικά να διατυπώσω τις νομοθετικές βελτιώσεις, έτσι ώστε να καταγραφούν και να καταχωριστούν στα Πρακτικά και στο νόμο. Πρώτον, μετά την απόσυρση του άρθρου 35 του νομοσχεδίου, οι τρεις πρώτοι παράγραφοι του άρθρου 36 γίνονται άρθρο 35 και η τέταρτη παράγραφος του 36, αφού απαλειφθεί ο αριθμός 4, γίνεται άρθρο 36. Δεύτερον, μετά την απόσυρση της παραγράφου 2 της τροπολογίας με γενικό αριθμό 203 και ειδικό 9, απαλείφεται ο αριθμός 1 στην αρχή του άρθρου της τροπολογίας. Τεχνικό και αυτό. Τρίτον, στο άρθρο 57 του νομοσχεδίου προστίθεται η τροπολογία με γενικό αριθμό 202 και ειδικό 8. Έτσι, το άρθρο 57 γίνεται πρώτη παράγραφος του υφισταμένου άρθρου, η πρώτη παράγραφος της ανωτέρω τροπολογίας γίνεται δεύτερη παράγραφος του άρθρου 57 και η δεύτερη παράγραφος της τροπολογίας γίνεται τρίτη παράγραφος του άρθρου 57. Με αυτές τις παρατηρήσεις ήθελα να ζητήσω από τη Βουλή την υπερψήφιση του νομοσχεδίου. Ευχαριστώ πολύ. (Στο σημείο αυτό ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Σωτήρης Χατζηγάκης καταθέτει για τα Πρακτικά τις προαναφερθείσες νομοτεχνικές βελτιώσεις, οι οποίες έχουν ως εξής: «Νομοτεχνικές Βελτιώσεις 1) Μετά την απόσυρση του άρθρου 35 του νομοσχεδίου, οι τρεις πρώτοι παράγραφοι του άρθρου 36 γίνονται άρθρο 35 και η τέταρτη παράγραφος του 36, αφού απαλειφθεί ο αριθμός 4, γίνεται άρθρο 36. 2) Μετά την απόσυρση της παραγράφου 2 της τροπολογίας με γενικό αριθμό 203 και ειδικό 9, απαλείφεται ο αριθμός 1 στην αρχή του άρθρου της τροπολογίας. 3) Στο άρθρο 57 του νομοσχεδίου προστίθεται η τροπολογία με γενικό αριθμό 202 και ειδικό 8. Έτσι, το άρθρο 57 γίνεται πρώτη παράγραφος του υφισταμένου άρθρου, η πρώτη παράγραφος της ανωτέρω τροπολογίας γίνεται δεύτερη παράγραφος του άρθρου 57 και η δεύτερη παράγραφος της τροπολογίας γίνεται τρίτη παράγραφος του άρθρου 57.» (Χειροκροτήματα από την πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας) ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Ευχαριστούμε, κύριε Υπουργέ. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κηρύσσεται περαιωμένη η ενιαία συζήτηση επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης: «Βελτίωση και επιτάχυνση των διαδικασιών της δίκης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και άλλες διατάξεις». Ερωτάται το Σώμα: Γίνεται δεκτό το νομοσχέδιο ενιαία επί της αρχής, των άρθρων, με τις τροποποιήσεις και νομοτεχνικές βελτιώσεις του κυρίου Υπουργού, της τροπολογίας με γενικό αριθμό 202 και ειδικό αριθμό 8, της τροπολογίας με γενικό αριθμό 203 και ειδικό αριθμό 9, της τροπολογίας με γενικό αριθμό 204 και ειδικό αριθμό 10, καθώς και στο σύνολό του; ΠΟΛΛΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ: Δεκτό, δεκτό. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ: Κατά πλειοψηφία. ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΡΟΝΤΟΥΛΗΣ: Επί της αρχής ναι, αλλά για κάποια άρθρα όχι. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Δεν γίνεται διαφορετικά, όμως. Απλώς διατυπώνετε τη θέση σας, αλλά ψηφίζονται ενιαία, κύριε Ροντούλη, όλα μαζί. Συνεπώς το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης: «Βελτίωση και επιτάχυνση των διαδικασιών της δίκης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και άλλες διατάξεις» έγινε δεκτό ενιαία επί της αρχής, των άρθρων, με τις τροποποιήσεις και νομοτεχνικές βελτιώσεις του κυρίου Υπουργού, των υπουργικών τροπολογιών, καθώς και στο σύνολό του κατά πλειοψηφία. ( Να φωτογραφηθεί το νομοσχέδιο σελ. 251α΄) ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Παρακαλώ το Σώμα να εξουσιοδοτήσει το Προεδρείο για την υπ’ ευθύνη του επικύρωση των Πρακτικών της σημερινής συνεδρίασης ως προς την ψήφιση στο σύνολο του παραπάνω νομοσχεδίου. ΟΛΟΙ ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ: Μάλιστα, μάλιστα. ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Το Σώμα παρέσχε τη ζητηθείσα εξουσιοδότηση. Κύριοι συνάδελφοι, δέχεστε στο σημείο αυτό να λύσουμε τη συνεδρίαση; ΟΛΟΙ ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ: Μάλιστα, μάλιστα. Με τη συναίνεση του Σώματος και ώρα 15.58΄ λύεται η συνεδρίαση για αύριο ημέρα Πέμπτη 17 Απριλίου 2008 και ώρα 10.30΄, με αντικείμενο εργασιών του Σώματος: συζήτηση προ ημερησίας διάταξης, σύμφωνα με το άρθρο 143 του Κανονισμού της Βουλής, με πρωτοβουλία του Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδος του ΠΑ.ΣΟ.Κ., σε επίπεδο Αρχηγών Κομμάτων με θέμα την πορεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με την ειδική ημερήσια διάταξη που έχει διανεμηθεί. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΟΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ